Ο φόβος μπροστά στην κάλπη. Του Δημήτρη Οικονομίδη

Πλησιάζουμε στη γραμμή τερματισμού άλλης μιας εκλογικής αναμέτρησης κι εμείς οι πολίτες ράθυμα ετοιμαζόμαστε για τις κάλπες, όσοι τελικά πάμε, σε πλήρη συγχρονισμό με την ποιότητα του πολιτικού λόγου που αναπτύχθηκε. Ποιότητα που με ευθύνη των κομματικών φορέων και του πολιτικού προσωπικού, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κρισιμότητα των καιρών, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τη χώρα μας. Με την πολιτική πρακτική, τον ρυθμό και το χρώμα που έδωσαν, περισσότερο όμως με την αποφυγή συζήτησης για τα πραγματικά προβλήματα, διαμορφώθηκε ένα κλίμα ραθυμίας και αδιαφορίας.

Η πολιτική επιχειρηματολογία, θυμίζει το διάλογο του Δον Κιχώτη με τον Πάντσο, όταν ανακάλυψαν τους ανεμόμυλους.
– Η τύχη μας τα φέρνει καλύτερα από όσο θέλαμε. Θα δώσω μάχη με τους γίγαντες, θα τους αφαιρέσω τη ζωή και με τα λάφυρά τους θα αρχίσουμε να πλουτίζουμε. Είναι ένας δίκαιος πόλεμος και υπηρεσία στο θεό να τους αφανίσουμε.
– Ποιοι γίγαντες; Ρωτάει ο Πάντσο
– Αυτοί που βλέπεις εκεί, με τα μακριά τα χέρια, που ορισμένοι τα έχουν δύο λεύγες.

Οι σκιαμαχίες, ο πολιτικός και μη ναρκισσισμός από τη μια και η αλαζονεία από την άλλη, έχουν υποβαθμίσει τον πολιτικό λόγο, την προγραμματική αντιπαράθεση και την ψηλάφηση ευρύτερων συναινέσεων. Το πολιτικό προσωπικό αναλώνεται σε μάχες ανεμόμυλων για ανύπαρκτους κινδύνους κατάλυσης του Κράτους Δικαίου, με ορίζοντα και μόνον το βάθος μιας προεκλογικής περιόδου και δεν αφουγκράζεται τους πραγματικούς που ελλοχεύουν. Ξεχνά ότι η αντιπαλότητα χωρίς υπόβαθρο του πολιτικού λόγου, ο ανορθολογισμός, η πόλωση και η συνωμοσιολογία, είναι τα μέσα μεταφοράς «ευάλωτων» κοινωνικών ομάδων προς αντισυστημικές κατευθύνσεις και στην επιρροή αριστερών και δεξιών λαϊκιστών και τελικά στο περιβάλλον της ακροδεξιάς.

Η φτωχοποίηση κοινωνικών ομάδων και η πτώση του βιοτικού επιπέδου άλλων, από τη δεκαετή κρίση και την σχεδόν χρεοκοπία, οι οικονομικές αστοχίες από την πανδημία και η κακή διεθνής συγκυρία, παραμονεύουν να αφυπνίσουν παθογένειες που πιστεύαμε ότι είχαν περιθωριοποιηθεί. Οι διορθωτικές κινήσεις, που πράγματι έχουν γίνει, βελτίωσαν αρκετά κάποιους δείκτες, ο δρόμος όμως της σύγκλισης με τα προ κρίσης εγχώρια επίπεδα, όπως και με αυτά των εταίρων μας στην ΕΕ, είναι ακόμη μακρύς.

Για να διανυθεί αυτός ο δρόμος, απαιτείται σχεδιασμός, αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, χρειάζεται τεχνολογική, ψηφιακή αναβάθμιση και εξωστρέφεια. Χρειάζεται αυτό που έχει γίνει το πιο σύντομο ανέκδοτο «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου», επιτέλους να γίνει προτεραιότητα για όλους τους συστημικούς κομματικούς φορείς και το πολιτικό προσωπικό. Να κινητοποιήσει κοινωνικές ομάδες, να γίνει επιδίωξη τους, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να κερδηθεί το στοίχημα της αναβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, της εκπαίδευσης, της υγείας, του κράτους πρόνοιας, αλλά και αυτό της κοινωνικής συνοχής.

Αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του εγχειρήματος, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ύπαρξη μιας συνολικής εθνικής υπέρβασης. Η Κυβέρνηση να αφήσει την δια της ολισθήσεως εις την λήθη πρακτική της και να ενεργήσει για την προώθηση αυτών για τα οποία ψηφίστηκε, των μεταρρυθμίσεων. Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά, όπως λέει και ο φίλος Γιάννης Βούλγαρης στα ΝΕΑ, να υπερβούν τις ιστορικές τους αμηχανίες από τη διάψευση ιδεολογικών αναφορών τους. Να ισορροπήσει το κομματικό σύστημα, να αντιμετωπιστεί ο «ακαθόριστος» αντισυστημισμός, να περιθωριοποιηθεί ο ναρκισσιστικός ριζοσπαστισμός του «τικ –τοκ» και να αδειάσουν οι δεξαμενές του ανορθολογισμού και της εχθροπάθειας.

Τα Καυδιανά Δίκρανα όμως των προβλημάτων, δεν έχει να τα διαβεί μόνο η έτσι κι αλλιώς Ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά και η πλειοψηφία των δημοκρατικών κρατών της Δύσης. Οικονομική και πολιτισμική ανασφάλεια, λαϊκισμός, μετανάστευση και αμφισβήτηση κεκτημένων, διαδικτυακή παραπληροφόρηση, ιχνογραφούν ένα θολό ορίζοντα, αν όχι ένα δυστοπικό αύριο.

Τα προβλήματα προφανώς και δεν προήλθαν από παρθενογένεση. Η συνεχής αποβιομηχάνιση, η ανάδειξη νέων οικονομιών, η μετατόπιση του κέντρου βάρους στα Ανατολικά, προς κράτη κυρίως με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα και η αύξηση της επιρροής τους στην παγκόσμια οικονομία, σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος εργασίας που προσφέρουν και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, δημιούργησαν ένα νέο αχαρτογράφητο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Ένα περιβάλλον που τίθεται υπό αμφισβήτηση η ηγεμονία της Δύσης και αποκτά απαιτητικούς «συνομιλητές».

Ένα περιβάλλον που βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη, επαναπαυμένη στις δάφνες της παλιάς αλλά εύθραυστης πια ευημερίας. Μια Ευρώπη όμως, που παρά τα ελλείμματα και τις παρεκκλίσεις της, παρά τις καθυστερήσεις και τα πισωγυρίσματα, παρά τη γραφειοκρατικοποιημένη δομή της, με την ποιότητα της δημοκρατίας, τις συνθήκες εργασίας και την κοινωνική μέριμνα που προσφέρει, είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στους λαούς της και όχι μόνον.

Αυτή λοιπόν η Ευρώπη, καλείται να απαντήσει πειστικά και στις προκλήσεις που δημιουργούν οι νέες συνθήκες που έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας.
Καταστάσεις εξαίρεσης, βιοπολιτική, βιοηθική, αλληλεξάρτηση των κρατών με τη συνδρομή της πανδημίας και του πολέμου, πολιτισμική και θρησκευτική κρίση, υπερδικαιωματισμός και woke culture, ήρθαν να προστεθούν στην ατζέντα των θεμάτων και όλα μαζί να δημιουργήσουν ένα πρωτόγνωρο και αδρανές μείγμα.

Το άνοιγμα της συζήτησης
– για τον ουσιαστικό έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και της ομαλής ένταξης των νεοεισερχομένων αλλά και παλαιότερων γενεών
– για το Ευρωομόλογο, τον ευρωστρατό, την κοινή εξωτερική πολιτική
– την προετοιμασία για πιθανή διαφοροποίηση από τις ΗΠΑ
– την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας στις αποφάσεις, ακόμη και μια νέα συζήτηση για Ευρωσύνταγμα,
μαζί με την ισχυροποίηση των θεσμών, την τόλμη στις αποφάσεις, την προσαρμογή στην ψηφιακή εποχή, την αναπροσαρμογή της παραγωγικής διαδικασίας, το βάρος για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική αλλαγή, τη ματιά στους νέους και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, μοιάζει μονόδρομος.

Οφείλει πάνω από όλα η ΕΕ, να επαναβεβαιώσει τις αρχές της, να επανασυνδεθεί με τις κοινωνίες της και να μπορέσει να τις δραστηριοποιήσει για την υποστήριξη των ποιοτικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας και «ευημερίας» που βίωναν και βιώνουν, αλλά και να τις πείσει για την ανάγκη ύπαρξής της. Να επανατοποθετήσει τελικά, τις αξίες και τα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Μπροστά σε αυτό το πολύπλοκο περιβάλλον και τη μεγάλη εικόνα, που μάλλον έπρεπε να θυμίζει τον πίνακα του Έντβαρτ Μούνκ «Κραυγή», οι κομματικοί φορείς, συγκροτούν ψηφοδέλτια κοιτάζοντας περισσότερο προς το εσωτερικό τους, παρά στην ποιοτική αναβάθμισή τους.

Κι εμείς, επειδή είμαστε πολίτες, παρά τις δημοσκοπικές προγνώσεις για τους υποψηφίους που προηγούνται, οφείλουμε να οδηγήσουμε τα βήματά μας στις 9 Ιουνίου προς την κάλπη.

Κι έτσι αρχίζει ο «φόβος μπροστά στην κάλπη» … περισσότερο για τον τοκετό της!!

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πατρίς Πύργου