Ο ταξικός (ψυχρός) πόλεμος. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο νέο «κοινωνικό ζήτημα» παρουσιάζει και αναλύει στο ακόλουθο άρθρο του ο Μαουρίτσιο Φερέρα, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα η ταξική σύγκρουση εξημερώθηκε, επειδή με τη δημοκρατία και με το κράτος πρόνοιας τιθασεύτηκε ο καπιταλισμός. Με την έναρξη του εικοστού πρώτου αιώνα, η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα τρία στοιχεία άρχισε να κλονίζεται. Η αιτία έγκειται ουσιαστικά στην αποδυνάμωση του εθνικού κράτους. Η παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των αγορών μετακίνησαν εδαφικά σύνορα και ρυθμιστικούς φραγμούς. Η ανάθεση εξουσιών και λειτουργιών σε διεθνείς θεσμούς και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι περιορισμοί στις δημόσιες δαπάνες και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν αναγκαίες για να επιτευχθεί ή να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του συστήματος, προκάλεσαν μεγάλες ανατροπές στην οικονομική δομή. Το συνολικό αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ήταν μια ισχυρή αύξηση των ανισοτήτων και της κοινωνικής ανασφάλειας. Οπως είχε ήδη συμβεί στα τέλη του 19ου αιώνα, το νέο «κοινωνικό ζήτημα» δημιούργησε γόνιμο έδαφος για μια νέα ταξική αντιπαράθεση και για την όξυνση της πολιτικής σύγκρουσης. Τέκνο της βιομηχανικής εποχής, η εργατική τάξη έχασε την παλιά κεντρική της θέση.
Η νέα «επικίνδυνη τάξη» (το «πρεκαριάτο», όπως το αποκάλεσε ο Guy Standing) αποτελείται σήμερα από τους φτωχούς εργαζόμενους, τη στρατιά των προσωρινά ή μερικά απασχολούμενων, των ανέργων. Πρόκειται για τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης (αλλά και της τεχνολογικής επανάστασης), τα θύματα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Και είναι ακριβώς αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες (μαζί με ορισμένα τμήματα της παλιάς εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων) που αποτελούν το πολυπληθές ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται πρωτίστως τα λαϊκιστικά κόμματα. Στο νέο κοινωνικό ζήτημα πρέπει να δοθεί μια γρήγορη και κατάλληλη απάντηση, ικανή να μειώσει το πελώριο χάσμα ευκαιριών ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους της παγκοσμιοποίησης. Ποια απάντηση όμως; Είναι εφικτό να δημιουργηθεί ξανά –πάνω σε νέες βάσεις και σε νέα κλίμακα– μια ισορροπία ανάμεσα σε καπιταλισμό, δημοκρατία και κράτος πρόνοιας; Στη συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτό το ζήτημα, αναδύονται δύο αντιτιθέμενοι προσανατολισμοί, ο ένας αισιόδοξος και ο άλλος απαισιόδοξος.
Το βιβλίο του Michael Lind «The New Class War» (Atlantic Books 2020) είναι εμβληματικό παράδειγμα του απαισιόδοξου προσανατολισμού. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, διεξάγεται ήδη ένας νέος ταξικός πόλεμος, ο οποίος αντιπαραθέτει ένα κοσμοπολίτικο κοινωνικό στρώμα, μορφωμένο, μητροπολιτικό, πλούσιο (μια κυρίαρχη «υπερ-τάξη»), από τη μια μεριά, και δύο διαφορετικά στρώματα «κυριαρχούμενων» από την άλλη: εκείνα τα παραδοσιακά μεσαία στρώματα που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση και ένα όλο και ευρύτερο στρώμα εργαζομένων, που ωθείται στο περιθώριο ή και στον κοινωνικό αποκλεισμό από τις δυναμικές της νέας οικονομίας. Από αυτήν την αντιπαράθεση αναβλύζει το κύμα του δημαγωγικού λαϊκισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις γεννιούνται αληθινές, ακόμα και βίαιες, λαϊκές εξεγέρσεις από τα κάτω (όπως τα «Κίτρινα Γιλέκα» στη Γαλλία). Αιτία αυτού του πολέμου είναι η άνοδος του «τεχνοκρατικού νεοφιλελευθερισμού από τα πάνω», ενός συστήματος διακυβέρνησης που επιβάλλεται από την υπερ-τάξη, το οποίο προώθησε την απορρύθμιση, τη διάλυση των εθνικών φραγμών, τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων και το κοινωνικό ντάμπινγκ, την αποδυνάμωση των συνδικάτων.
Μπροστά σε αυτές τις βλαβερές εξελίξεις, που απειλούν να θανατώσουν τη δημοκρατία, δεν υπάρχει παρά μόνο μία λύση: να σταματήσουμε την παγκοσμιοποίηση, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστευτικών ροών, και να αποκαταστήσουμε την πλήρη κυριαρχία των εθνικών κρατών. Με δυο λόγια, να επιστρέψουμε στον 19ο αιώνα. Να αναστηλώσουμε το εθνικό κράτος για να συνάψουμε «σύμφωνα ειρήνης» ανάμεσα στις υπερ-τάξεις και στα υποτελή στρώματα, νέα κοινωνικά συμβόλαια βασιζόμενα στις αρχές του δημοκρατικού πλουραλισμού και σε αναπτυξιακά προγράμματα, προσανατολισμένα στην εξυπηρέτηση των εθνικών οικονομικών συμφερόντων. Το σχέδιο του Lind είναι σε μεγάλο βαθμό μια «ρετροτοπία», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Είναι ένα σχέδιο που κοιτάει προς τα πίσω, που θέλει να αναχαιτίσει την αλλαγή, ανασυγκροτώντας τις εθνικές «φυλές» και αναζωογονώντας τον νεοσυντεχνιασμό και τις μερκαντιλιστικές οικονομικές πολιτικές. Σύμφωνα με τον Lind, οι ίδιες οι υπερ-τάξεις θα είναι εκείνες που θα προωθήσουν αυτήν την επιστροφή στο παρελθόν.
Θα τις πείσουν δυο φόβοι: εκείνος των εξεγέρσεων από τα κάτω, κυρίως από μέρους των αποκλεισμένων, αλλά και ο φόβος ότι θα βγουν ηττημένες στον μεγάλο νεοφιλελεύθερο ανταγωνισμό ανάμεσα σε περιφερειακούς οικονομικούς συνασπισμούς. Τι υποστηρίζει και τι προτείνει αντίθετα ο αισιόδοξος προσανατολισμός; Μία από τις πιο συγκροτημένες εκδοχές του είναι εκείνη που διατυπώνουν οι Torben Iversen και David Soskice στο βιβλίο τους «Democracy and Prosperity» (Princeton University Press 2019). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, επειδή το πολιτικο-οικονομικό σύστημα που μας κληροδότησε ο εικοστός αιώνας είναι δομικά ικανό για αυτοδιόρθωση. Η καπιταλιστική τάξη (εκείνη που ο Lind αποκαλεί κυρίαρχη υπερ-τάξη) είναι λιγότερο συνεκτική από όσο φαίνεται, ακριβώς εξαιτίας των διαφοροποιημένων ανταγωνιστικών πιέσεων που προέρχονται από την ενσωμάτωση των αγορών. Για να έχουν επιτυχία στη νέα οικονομία, οι επιχειρήσεις πρέπει να υποστηρίζονται από ισχυρό υπόβαθρο ανθρώπινου κεφαλαίου, από υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, από κέντρα για την παραγωγή γνώσης και καινοτομίας.
Με δυο λόγια, χρειάζονται ισχυρά εδαφικά ερείσματα· επομένως χρειάζονται το κράτος. Δεν είναι εντελώς ελεύθερες να μετακινούνται όποτε θέλουν, αναζητώντας χαμηλότερα κόστη εργασίας και χαλαρότερα ρυθμιστικά πλαίσια. Το συμφέρον τους είναι αντίθετα να προωθούν και να συγχρηματοδοτούν δημόσιες πολιτικές, οι οποίες αποσβένουν τους κραδασμούς των κοινωνικών αλλαγών, ευνοούν την εκπαίδευση της εργατικής δύναμης και υποκινούν την έρευνα και την ανανέωση. Αν τα διαχειριστούμε καλά, το άνοιγμα των αγορών και οι νέες τεχνολογίες μπορούν να εξασφαλίσουν ευημερία και καλή απασχόληση για όλους. Μια λειτουργική δημοκρατία οφείλει να ενεργοποιηθεί για να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους, από τους οποίους εξαρτώνται η κοινωνική ειρήνη και η πολιτική συναίνεση, επομένως η ίδια η επιβίωση της δημοκρατίας. Το σενάριο που σκιαγραφούν οι Iversen και Soskice είναι καθησυχαστικό και στο βάθος πιο ευκταίο από εκείνο του Lind. Αυτοί ωστόσο υπερεκτιμούν την ικανότητα αυτοδιόρθωσης του τωρινού συστήματος.
Για να ανακτηθεί η ισορροπία, χρειάζεται πράγματι να γίνουν πάρα πολλά. Η πόλωση ανάμεσα σε ένα στρώμα που «τα παίρνει όλα» και σε ένα άλλο που «δεν παίρνει τίποτα» είναι μια πραγματική πρόκληση (σε αυτό έχει δίκιο ο Lind). Τα κυρίαρχα στρώματα εδραίωναν πάντοτε τη θέση τους μονοπωλώντας τον έλεγχο στις διάφορες δυνατότητες απόκτησης πλούτου. Ο δεύτερος «μεγάλος μετασχηματισμός» που ζούμε σήμερα έχει ναρκοθετήσει τα εθνοκρατικά θεμέλια των ταξικών συμβιβασμών του εικοστού αιώνα, που προέκυψαν ως απάντηση στον πρώτο «μεγάλο μετασχηματισμό» (τον βιομηχανικό), που τόσο καλά περιέγραψε ο Καρλ Πολάνυι. Η εικόνα μια κοινωνίας βασιζόμενης στη γνώση, με καλοπροαίρετες επιχειρήσεις και ποιοτικές υπηρεσίες, με διάχυτες ευκαιρίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης είναι ελκυστική. Και ίσως να υπάρχει ήδη σε κάποια τυχερή νησίδα της Βόρειας Ευρώπης ή της Καλιφόρνιας. Αλλά η διαδρομή για να φτάσουμε εκεί είναι μακρά και κοπιώδης. […]
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ’