Ο ορίζοντας της χειραφέτησης. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Γάλλου ιστορικού των ιδεών και πολιτικού φιλοσόφου Πιερ Ροζανβαλόν «Η δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία. 1968-2018» (μετάφραση: Κατερίνα Λαμπρινού, Πόλις 2020). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του Πιερ Ροζανβαλόν, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde
● Ολα παίζονται για σας γύρω από τον Μάη του ’68. Υπογραμμίζετε ότι ζήσατε ένα Μάη του ’68 «συνηθισμένο», «βαθύ», εκείνον «του πλήθους»…
«Το γεγονός πρέπει να γίνει κατανοητό με μια διευρυμένη έννοια. Συνδέεται με μιαν επιθυμία που εμφανίστηκε βαθμιαία στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960: την επιθυμία να βγούμε από την πατριαρχική κοινωνία, από την προστατευτική σκιά των μεγάλων ηγετών και των μεγάλων οργανώσεων, με δυο λόγια να αποκτήσουμε περισσότερη αυτονομία. Ο Μάης του ’68 αποκρυστάλλωνε όλα αυτά. Ακολούθησαν χρόνια στοχασμού, πειραματισμού και εξερεύνησης σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, ένας αναβρασμός ο οποίος διεύρυνε τον Μάη του ’68 στην κλίμακα της δεκαετίας του 1970».
● Ενα από τα πρωτότυπα στοιχεία του βιβλίου σας είναι και το ότι καταδεικνύετε πως αυτές οι ιδέες ήταν «πρόωρες»…
«Η θεώρηση της δημοκρατίας ήταν ακόμη οργανωμένη μεταξύ μιας ανανέωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της διαρρύθμισης χώρων αυθορμητισμού ή άμεσης δημοκρατίας. Σήμερα βλέπουμε ότι χρειάζεται να υλοποιήσουμε εργαλεία ελέγχου, επιτήρησης και λογοδοσίας, με δυο λόγια να διευρύνουμε τη δημοκρατία και σε άλλες λειτουργίες, που τότε δεν είχαν ληφθεί υπόψη. Παρόμοια, στο κοινωνικό πεδίο ήμασταν ακόμη στην τελειοποίηση της προστασίας της μισθωτής εργασίας και του κράτους πρόνοιας. Δεν βλέπαμε ότι υπήρχαν και άλλες διαστάσεις θεμελίωσης του κοινωνικού πεδίου, με την έννοια για παράδειγμα των «ικανοτήτων» που εισηγήθηκε ο οικονομολόγος και φιλόσοφος Αμάρτια Σεν. Μόνον στο πεδίο της επανάστασης των δικαιωμάτων ο Μάης του ’68 βρήκε αμέσως και κατάλληλα την εφαρμογή του».
● Ηταν ένας από τους στόχους αυτής που ονομάστηκε «δεύτερη Αριστερά», στη διανοητική διαμόρφωση της οποίας εσείς συμβάλατε σημαντικά, ενώ η πολιτική της ενσάρκωση εξασφαλιζόταν κυρίως από τον Μισέλ Ροκάρ. Αυτή αντιτασσόταν ιδιαίτερα στον κυρίαρχο τότε σοσιαλισμό, τον οποίο εσείς αποκαλείτε «κοινωνιο-κρατισμό».
«Επρόκειτο σε χονδρές γραμμές για την κολεκτιβιστική κουλτούρα που κυριαρχούσε στον γαλλικό σοσιαλισμό από τον καιρό του Ζιλ Γκεντ [1845-1922], σύμφωνα με τον οποίο ο κοινωνικός μετασχηματισμός περνούσε μέσα από την εγκαθίδρυση μιας υποτιθέμενης έτοιμης εξουσίας, ιδίως μέσα από τις εθνικοποιήσεις, μέσα από μιαν επανάσταση που θα επέβαλε ένα ταξικό κράτος. Αυτός ο μετασχηματισμός βασιζόταν στην ιδέα μιας οργανωμένης εργατικής τάξης και επομένως σε όσους συντονίζουν τον βηματισμό τους με τις οργανώσεις της. Για μας ο στόχος ήταν να έρθουμε σε ρήξη με αυτή τη μονολιθική και στείρα αντίληψη (αν πιστεύεις ότι η μόνη δυνατή αλλαγή είναι επαναστατικού χαρακτήρα παραμένεις αδρανής). Στόχος μας όμως ήταν κυρίως να αναπτύξουμε, στον αντίποδά της, το νόημα της πρωτοβουλίας και της μοναδικότητας, να κινηθούμε προς μιαν επιβεβαίωση της αυτονομίας των ατόμων.
● Αυτό το ιδεώδες συνοψίστηκε σε μια λέξη: αυτοδιαχείριση. Εσείς της αφιερώσατε το πρώτο σημαντικό βιβλίο σας: «Η εποχή της αυτοδιαχείρισης» (1976)…
«Η πολιτική είναι μεταξύ άλλων και η δημιουργία μιας γλώσσας που έχει απήχηση στην κοινή γνώμη και προσανατολίζει τις προσδοκίες. Η λέξη “αυτοδιαχείριση” ενσάρκωνε εκείνη την επιθυμία αυτονομίας, εξόδου από έναν ιεραρχικό κόσμο, που χαρακτήριζε την περίοδο μετά το ’68. Εξέφραζε μια βούληση να αναζωογονήσουμε την κοινωνία πολιτών και όχι απλώς να συγκροτήσουμε το κράτος. Ηταν μια έκκληση, ένα ενδεικτικό έμβλημα μάλλον, παρά η αναγγελία ενός προγράμματος».
● Είχατε ήδη από τότε επίγνωση αυτού του πράγματος;
«Σκεφτόμουν ότι περιείχε πολλές δυνατότητες. Γρήγορα όμως είδα ότι είχε αρχίσει να τις εξαντλεί. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι κάτι πολύ σπάνιο: μια λέξη τόσο ισχυρή, τόσο επιθυμητή, μια λέξη που φαινόταν να εκφράζει τόσες προσδοκίες χάθηκε από την πολιτική γλώσσα μέσα σε ένα ή δυο χρόνια. Αυτό συνέβη με την αυτοδιαχείριση στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το 1981, όταν ο Μιτεράν ανέβηκε στην εξουσία με ένα πρόγραμμα τυπικά κοινωνιο-κρατιστικό, κανείς πλέον δεν μιλούσε γι’ αυτήν».
● Πώς εξηγείτε αυτή την εξαφάνιση;
«Νομίζω ότι είναι ένα τυπικό παράδειγμα του ανεκπλήρωτου των ιδεών του Μάη του ’68. Το πρόγραμμα ήταν να ανακτήσουμε το νόημα της πολιτικής ως θέσμισης του κοινωνικού, αλλά η λέξη “αυτοδιαχείριση” υποβάθμιζε αυτή τη φιλοδοξία. Δεν ήταν συγκροτημένη σε αληθινή ιδέα-κινητήρια δύναμη, που θα μπορούσε να διατυπωθεί και να μεταφραστεί με θεσμικούς όρους».
● Το νόημα που δίνατε σε αυτή τη λέξη θεωρείτε ότι είναι πάντοτε ορθό;
«Η επιθυμία για χειραφέτηση ναι. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, ο όρος χειραφέτηση ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα άτομο μπορεί να απαλλαγεί από την εξουσία του αφέντη ή του πατέρα. Να είσαι χειραφετημένος σημαίνει να έχεις απελευθερωθεί από όλες τις εξουσίες που σε ταπεινώνουν. Αυτό ίσχυε για τη χειραφέτηση των δούλων, για τη χειραφέτηση των γυναικών, και ισχύει επίσης για τη χειραφέτηση από την καθυπόταξη στην εργασία. Η ορθή έκφραση θα ήταν “ολική χειραφέτηση”».
● Την ίδια περίοδο που η αυτοδιαχείριση χανόταν, οι πρωταγωνιστές της «δεύτερης Αριστεράς» δεν κατόρθωσαν, όπως λέτε, να επινοήσουν ένα θετικό πρόγραμμα…
«Η δεύτερη Αριστερά, η οποία ουσιαστικά είχε μια διανοητική μήτρα κριτικού χαρακτήρα, κατέληξε να ρηγματωθεί τη στιγμή που θα έπρεπε να προσδιορίσει μια δημιουργική μήτρα. Περιορίστηκε στη μάχη του ρεαλισμού εναντίον των τυχοδιωκτικών αντιλήψεων, ιδίως εκείνων που οδηγούσαν στη ρήξη με την Ευρώπη. Επιπλέον, ο ρεαλισμός αυτός δεν ήταν απλώς μια πολιτική αναγκαιότητα, αλλά έγινε κάτι σαν θρησκεία, καθώς δεν είχε προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα τις επιδιώξεις που τον συνόδευαν και δεν τις είχε μεταφράσει πολιτικά. Αυτό το συνειδητοποίησα βαθμιαία. Κατανόησα επίσης βαθμιαία ότι συχνά καθορίζεται κανείς πολύ λιγότερο από τις θετικές του προτάσεις και περισσότερο από αυτά που αποστρέφεται, από τα αρνητικά του πάθη. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην πολιτική».
● Μέσα σε αυτό το κενό εμφανίστηκε τότε και άρχισε να διαδίδεται, όπως λέτε, ένας συντηρητικός λόγος…
«Αυτή η μεταστροφή συνδέεται με την κριτική στον Μάη του ’68, τα ιδεώδη του οποίου, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν χρησίμεψαν παρά μόνο για να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή του καπιταλισμού. Ορισμένοι θα πουν ότι, για να υπερασπιστούν μιαν «αυθεντική» Αριστερά, χρειαζόταν να εγκωμιάζουν έναν αυθεντικό συντηρητισμό. Το αποτέλεσμα ήταν ένας αντικαπιταλισμός ο οποίος στρεφόταν όχι προς την οικοδόμηση ενός μετακαπιταλιστικού μέλλοντος, αλλά προς ένα προκαπιταλιστικό παρελθόν».
● Από την άλλη μεριά, η κοινωνική κριτική αναπτύσσεται σήμερα πολύ συχνά γύρω από τον «νεοφιλελευθερισμό» και τις καταστροφές που προκαλεί. Σχετικά με αυτό το θέμα, εσείς μιλάτε για μια «έννοια-λάστιχο», που συμβάλλει κατά τη γνώμη σας στη γενικευμένη ανημπόρια.
«Είναι μια λέξη-λάστιχο με την έννοια ότι μας ξεφεύγει όταν θελήσουμε να τη θεμελιώσουμε αληθινά. Περιγράφει μια κυριαρχία τόσο ολική και διαδεδομένη ώστε είναι αδύνατο να τη συλλάβουμε και πρέπει να αρκούμαστε στο να την καταγγέλλουμε. Την αποστρεφόμαστε, αλλά την κατανοούμε στην πραγματικότητα ως ακατανίκητη […]»
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”