Ο νέος πρόεδρος της Κύπρου και το κυπριακό τέλμα. Του ΤΑΚΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης, κατά τα εθιμικά, επισκέφθηκε την Ελλάδα για συνομιλίες με την πολιτική της ηγεσία στις 12-14 Μαρτίου.
Ο νέος πρόεδρος είναι ο πρώτος στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας που εξελέγη χωρίς την υποστήριξη κάποιου από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ) ενώ αυτά υποστήριξαν δικούς τους υποψηφίους. Είναι κοινό μυστικό όμως ότι είχε την έμμεση, αλλά σαφή υποστήριξη του τέως προέδρου Νίκου Αναστασιάδη του οποίου υπήρξε έμπιστος συνεργάτης επί πολλά χρόνια. Ο ίδιος υποστηρίχθηκε από δύο μικρότερα κόμματα (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ) τα οποία αποτελούν τους πυλώνες του λεγόμενου απορριπτικού μετώπου. Παραλαμβάνει ένα εν πολλοίς διεφθαρμένο πολιτικό-οικονομικό σύστημα και βαθιά στασιμότητα του Κυπριακού μετά τα ναυάγια του Σχεδίου Ανάν (2004) και του Κραν Μοντανά (2017).
Η οικονομία της Κύπρου είναι ραντιέρικη παροχή υπηρεσιών όπου οι τράπεζες, οι κτηματομεσιτικές εταιρείες και τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία έχουν τον κεντρικό ρόλο. Το πρόσφατο σκάνδαλο των λεγόμενων «χρυσών διαβατηρίων» αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου. Πιο χαρακτηριστικό της φύσης της οικονομίας της Κύπρου είναι η διαχείριση της χρεοκοπίας των δύο μεγάλων τραπεζών της (Λαϊκή Τράπεζα, Τράπεζα Κύπρου) το 2013-14, όταν το πολιτικό σύστημα, προεξάρχοντος του Ν. Αναστασιάδη, έκανε τα πάντα για να αποφευχθεί το κούρεμα των καταθέσεων ώστε να προστατευτούν τα κεφάλαια της λούμπεν ρωσικής ολιγαρχίας. Ετσι, προτάθηκε η υποθήκευση του Ταμείου Πρόνοιας, δηλαδή των συνταξιοδοτικών ταμείων της Κύπρου, για τη διάσωση των τραπεζών. Ευτυχώς αυτό αποφεύχθηκε μετά από βέτο της τρόικας και της Μέρκελ (Μακάριος Δρουσιώτης, «Η Συμμορία», εκδ. Αλφάδι, 2020)!
Το μείζον ζήτημα όμως που παραλαμβάνει ο νέος πρόεδρος είναι η λύση του ιστορικού Κυπριακού. Δηλαδή η επανένωση του νησιού. Η επίσημη θέση των Ελληνοκυπρίων, αλλά και της Ελλάδας, μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (1974) είναι ότι αυτό πρέπει να γίνει στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ). Κλειδί οποιασδήποτε λύσης είναι η πολιτική ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αυτό υπαγορεύει η ιδρυτική της Κυπριακής Δημοκρατίας Συμφωνία της Ζυρίχης (1960). Οπως και το Σύνταγμά της. Από εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Οι Ελληνοκύπριοι ψυχολογικά δεν μπορούν να αποδεχθούν αυτήν την προϋπόθεση. Γι’ αυτό μετά το 1960 οργανώθηκαν παρακρατικές οργανώσεις, ιδιωτικοί στρατοί κ.λπ… με αιματηρές αντιπαραθέσεις, με στόχο να ανατραπεί η Συμφωνία της Ζυρίχης. Κορύφωση, το χουντικό πραξικόπημα με την ανατροπή του Μακάριου και τη συνακόλουθη εισβολή της Τουρκίας. Μετά τα γεγονότα του ’74 η θέση του Ντενκτάς ότι «η μη λύση είναι λύση» εθεωρείτο, σωστά, απαράδεκτη από τους Ελληνοκυπρίους. Το αυτό πίστευε και η Διεθνής Κοινότητα με σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Ομως πενήντα χρόνια μετά, αυτό που τότε ηχούσε ως προδοσία αποτελεί σήμερα θέση σημαντικού ποσοστού Ελληνοκυπρίων.
Το δόγμα του Τάσσου Παπαδόπουλου για τη «δεύτερη καλύτερη λύση», δηλαδή διαιώνιση του σημερινού status quo άρα de facto διχοτόμηση, αποτελεί την ανομολόγητη αλλά μερικές φορές και ομολογημένη επιθυμία της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων. Η τάση αυτή εκφράστηκε πανηγυρικά με τη συντριπτική απόρριψη (65%) του Σχεδίου Ανάν σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους. Η προοπτική συνδιοίκησης και διαμοιρασμού της εξουσίας με τους Τουρκοκυπρίους αποτελεί τον κύριο λόγο μετακίνησης των Ελληνοκυπρίων στο απορριπτικό στρατόπεδο. Βέβαια αυτές οι δυνάμεις παρουσιάζονται ως αυθεντικά πατριωτικές και ασυμβίβαστες. Φυσικά, αυτή η εξέλιξη αποτελεί μεγάλη νίκη της κληρονομιάς του Ντενκτάς και του βαθέος κράτους της Τουρκίας. Ισχυρά κέντρα στην ελληνοκυπριακή ελίτ αλλά και στην Ελλάδα θεωρούν ότι όσοι εργάζονται για την επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων απεργάζονται τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το ιδεολόγημα της ελληνοκυπριακής εσωστρέφειας αποτελεί την κοινωνικοπολιτική έκφραση επενδυμένων συμφερόντων (τράπεζες, πολιτικές καριέρες, δημόσιοι λειτουργοί, κτηματομεσιτικά γραφεία, προμηθευτές του στρατού, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, μεγάλα δικηγορικά γραφεία) με ακραίο «πατριωτικό» και συνωμοσιολογικό λόγο.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην καμπάνια απόρριψης του Σχεδίου Ανάν πρωτοστάτησε φανατικά η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, ντόπια και της διασποράς. Απεχθάνονται το «προδοτικό αθηναϊκό κράτος» και επιθυμούν τη διαιώνιση των ελληνοτουρκικών διαφορών (Γιάννης Ιωάννου, «Θεωρία της συνωμοσίας και κουλτούρα της διχοτόμησης», Παπαζήσης, 2009). Δοξολογούν τη Ρωσία η οποία ποτέ, είτε ως Σοβιετική Ενωση είτε ως Ρωσία, δεν χαρακτήρισε την εισβολή της Τουρκίας ως τέτοια. Η Ρωσία επιθυμεί τη διαιώνιση του άλυτου Κυπριακού γιατί έτσι θεωρεί ότι διατηρείται ένα φθοροποιό πρόβλημα για τη Δύση. Τα εκατέρωθεν απορριπτικά στρατόπεδα τέμνονται οριζοντίως και καθέτως.
Ετσι το Κυπριακό βρίσκεται σε δομικό τέλμα ακινησίας. Αυτό παραλαμβάνει ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης και αυτό θα υπηρετήσει. Είναι παιδί αυτών των δυνάμεων και θα κινηθεί στις ορίζουσές τους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα σύρονται πίσω τους, φοβούμενες ότι θα κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία. Οι δε Ελλαδίτες με συναισθηματική αφέλεια θα παρακολουθούν να εξελίσσονται τα γεγονότα.
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”