Ο κόσμος σε αναβρασμό. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
«Η τριακονταετία που ακολούθησε την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας γνώρισε μια οικονομική, επιστημονική-τεχνολογική, διαχειριστική, παραγωγική επανάσταση, η οποία, σε ιστορική σημασία, μπορεί να παραβληθεί μόνο με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση»
Πολλοί ιστορικοί, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, θέλησαν να γράψουν την ιστορία του καιρού τους. Επιδίωξαν έτσι να διαψεύσουν την προκατάληψη ότι μόνον η μεγάλη χρονική απόσταση από τα γεγονότα επιτρέπει την αναγκαία αμεροληψία της ιστορικής έρευνας. Το βιβλίο του Ιταλού ιστορικού Μάσιμο Σαλβαντόρι καλύπτει την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ώς τις μέρες μας και φωτίζει τα μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν ριζικά την εικόνα του σύγχρονου κόσμου και τον διεθνή γεωπολιτικό χάρτη.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάσιμο Σαλβαντόρι «Da un secolo all’ altro» (Donzelli 2022):
Πρωτεύουσα θέση μεταξύ των μεγάλων διαδικασιών αλλαγής, που χαρακτήριζαν τον κόσμο κατά την τελευταία περίοδο του εικοστού αιώνα, κατείχε η οικονομική παγκοσμιοποίηση· μια διαδικασία κάθε άλλο παρά γραμμική, συνοδευόμενη από άλματα προς τα μπρος, φάσεις στασιμότητας και οπισθοχώρησης και αρκετά διαφορετικούς βαθμούς έντασης ανάλογα με τις ζώνες του κόσμου· ταυτόχρονα όμως μια διαδικασία με βαθύτατες συνέπειες για όλες τις χώρες, για την ποιότητα των σχέσεων ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, τους τρόπους ζωής, τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη.
Η τριακονταετία που ακολούθησε την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας γνώρισε μια οικονομική, επιστημονική-τεχνολογική, διαχειριστική, παραγωγική επανάσταση, η οποία, σε ιστορική σημασία, μπορεί να παραβληθεί μόνο με την «πρώτη βιομηχανική επανάσταση», που άρχισε από την Αγγλία στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Σημαντικά φαινόμενα οικονομικής παγκοσμιοποίησης είχαν εμφανιστεί ήδη από τις αρχές της νεότερης εποχής. Αυτά όμως αφορούσαν αρκετά πιο περιορισμένες ζώνες του πλανήτη και εκδηλώνονταν σε πολύ πιο περιορισμένους τομείς.
Η τελευταία παγκοσμιοποίηση ήταν η πρώτη που μπορεί αληθινά να χαρακτηριστεί ως τέτοια, στον βαθμό που ενέπλεξε όλο τον κόσμο, χάρη στα συνδυασμένα αποτελέσματα της επέκτασης της καπιταλιστικής οικονομίας, της δυναμικής του νεοφιλελευθερισμού σε διεθνές επίπεδο, της τεχνολογικής επανάστασης η οποία, υπερβαίνοντας όλα τα σύνορα, άλλαξε τους τρόπους πληροφόρησης και επικοινωνίας, της διάδοσης της ρομποτικής και της αυτοματοποίησης, των δυνατοτήτων που προσέφερε η μετακίνηση ανθρώπων, επιχειρήσεων και εμπορευμάτων από το ένα άκρο της Γης στο άλλο και –στοιχείο θεμελιώδες– της μείωσης ή της άμβλυνσης των προηγούμενων ελέγχων, που είχαν καθιερώσει τα κράτη στο οικονομικό πεδίο τόσο στο εσωτερικό των συνόρων τους όσο και προς το εξωτερικό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, παρακολουθήσαμε την πρωτόφαντη ανάδυση νέων ισχυρών χρηματοπιστωτικών και βιομηχανικών δυναστειών, οι οποίες, καθώς κινούνται σε υπερεθνικό επίπεδο, έχουν υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό τα μικρότερα κράτη σε «διοικητικές επαρχίες» της παγκόσμιας οικονομίας, που διευθύνεται από αυτές τις δυναστείες και υποτάσσεται στα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Η κυριαρχία των μικρότερων κρατών συρρικνώθηκε, ενώ η κυριαρχία παρέμεινε προνόμιο της Βορειοαμερικανικής Ενωσης, της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Ινδικής Ενωσης και της Κίνας.
Η ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των επενδύσεων σε διεθνή κλίμακα –που ευνοήθηκε από την πληροφορική επανάσταση– είχε συνέπεια να οδηγήσει έναν αυξανόμενο αριθμό Δυτικών επιχειρηματιών στο να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους από τις ζώνες του αναπτυγμένου καπιταλισμού στις χώρες όπου η εργατική δύναμη ήταν φθηνότερη και μπορούσε να γίνει αντικείμενο πιο εντατικής εκμετάλλευσης, εξαιτίας της μικρότερης κοινωνικής προστασίας από τις κυβερνήσεις και από τα συνδικάτα. Η διαδικασία αυτή πήρε γρήγορα πλανητικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα να ευνοήσει την οικονομική ανάπτυξη περιοχών που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένες, να βελτιώσει το εισόδημα τομέων του πληθυσμού που ήταν καταδικασμένοι στην εξαθλίωση και να οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους να μετακινηθούν από την ύπαιθρο στις βιομηχανικές περιοχές.
Οι χώρες που άντλησαν ουσιαστικά οφέλη ήταν ιδίως εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης, διάφορες καθυστερημένες ασιατικές και λατινοαμερικανικές χώρες, ακόμη και περιοχές της Αφρικής. Αυτή ήταν η «καλή όψη» της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, φανερώθηκε σύντομα και η άλλη όψη του νομίσματος, όταν οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Δυτική Ευρώπη αποκαλύφθηκαν αρκετά επαχθείς. Εδώ, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν έναν ανταγωνισμό στον οποίο πολύ δύσκολα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν, εξαιτίας του γεγονότος ότι, στις αναδυόμενες οικονομίες, οι τεχνολογίες που είχαν εξαχθεί επέτρεπαν ακόμη και παραγωγή υψηλής ποιότητας –που παραδοσιακά ήταν μονοπώλιο των δυτικών χωρών–, οι μισθοί ήταν αισθητά μικρότεροι, οι προσλήψεις και απολύσεις του προσωπικού ήταν ευκολότερες.
Επομένως, τα εμπορεύματα που προέρχονταν από το εξωτερικό ήταν διαθέσιμα σε τιμές πολύ ανταγωνιστικές. Με δυο λόγια, τα κεφάλαια και οι επιχειρήσεις που μετακινούνταν προκαλούσαν στις οικονομικά αναπτυγμένες ζώνες αποδυνάμωση του παραγωγικού ιστού, μείωση των κερδών και των μισθών, χρεοκοπίες, επισφαλή απασχόληση, ανεργία. Ο γρήγορος μετασχηματισμός των τεχνολογιών ευνοούσε το άνοιγμα και το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, η όλο και μεγαλύτερη προσφυγή στην αυτοματοποίηση μείωνε την ανάγκη για εργατικά χέρια και προκαλούσε την απόλυση των εργαζομένων που δεν μπορούσαν να συντονιστούν με αυτούς τους ρυθμούς. Από τη μεριά τους, οι επιχειρηματίες οδηγούνταν στο να αυξάνουν το προσωρινά εργαζόμενο και κακά αμειβόμενο προσωπικό, περιορίζοντας σημαντικά τις συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα συνδικάτα έχασαν κύρος και μέλη, επειδή πολλοί εργαζόμενοι δεν αισθάνονταν πλέον ότι προστατεύονταν επαρκώς από αυτά. Και είδαν να αμφισβητείται και να συρρικνώνεται ο ρόλος τους και από τις κυβερνήσεις και από τους επιχειρηματίες, που είχαν κατακτηθεί από το νεοφιλελεύθερο «ευαγγέλιο». Σύμφωνα με αυτό το «ευαγγέλιο» –παρά το ότι τα γεγονότα θα το διαψεύσουν–, όσο περισσότερο οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να δρουν απαλλαγμένες από ελέγχους και βάρη, επιβαλλόμενα από το κράτος και από τα συστήματα κοινωνικής προστασίας, τόσο περισσότερο θα μεγάλωναν οι ευκαιρίες για τα πιο ικανά άτομα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής κλίμακας.
Ο κυρίαρχος «αντικρατισμός» απέληγε και στο να θεωρούνται ανυπόφορες οι «επιβαρύνσεις» που αποτελούνταν από τα κόστη ενός συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο καταγγελλόταν ότι δεν είναι δημοσιονομικά βιώσιμο και ότι είναι πηγή της διεύρυνσης αναποτελεσματικών γραφειοκρατικών μηχανισμών. Η αισθητή μείωση του βιοτικού επιπέδου έπληττε όχι μόνον τους μισθωτούς και τους άνεργους, αλλά και τα μεσαία στρώματα. Ενώ από τη μια μεριά διευρύνονταν οι θύλακες όσων βρίσκονταν σε μια κατάσταση σχετικής και απόλυτης φτώχειας, από την άλλη ο πλούτος των χρηματοπιστωτικών και βιομηχανικών ολιγαρχιών –των πρωτεργατών και ωφελημένων της παγκοσμιοποίησης– αυξανόταν θεαματικά, οδηγώντας τις κοινωνικές ανισότητες σε επίπεδα πρωτόγνωρα στην ιστορία της νεότερης Δύσης.
Αυτή αποκαλύφθηκε ότι είναι η «κακή όψη» της παγκοσμιοποίησης. Εγινε αναπόφευκτη μια ισχυρή αντίδραση, που προκάλεσε την ανατροπή της προηγούμενης αισιόδοξης εικόνας της παγκοσμιοποίησης και τη διάδοση στα πτωχευμένα στρώματα ενός ανερχόμενου κύματος αγανάκτησης, που διοχετεύτηκε σύντομα στο πολιτικό πεδίο. Αυτή η αγανάκτηση όμως δεν βρήκε, όπως έβρισκε στο παρελθόν, τους πιο αποτελεσματικούς εκφραστές της στα κόμματα της σοσιαλιστικής και δημοκρατικής-προοδευτικής Αριστεράς, αλλά σε λαϊκιστικά κινήματα εμπνεόμενα από τα συνθήματα είτε μιας αυταρχικής Δεξιάς είτε μιας ψευτοαριστερής δημαγωγίας.
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”