Ούτε μεγάλες ούτε μικρές μεταρρυθμίσεις. Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΙΤΣΗ
Κατά κάποιον τρόπο, ο πληθωρισμός κάνει τα «μαγικά» του: (α) Αυξάνει το ονομαστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κι έτσι βελτιώνει τη σχέση χρέους/ΑΕΠ, (β) αφού το πολύ μεγάλο μέρος του χρέους μας είναι σε σταθερά επιτόκια, ο πληθωρισμός ροκανίζει το πραγματικό κόστος εξυπηρέτησής του – έτσι γλιτώνουμε περίπου 15 δισ. ευρώ φέτος και (γ) προσαυξάνει τα δημόσια έσοδα κυρίως μέσω της έμμεσης φορολογίας. Ετσι, δεν θα ήταν δύσκολο, αντί για πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, να πετυχαίναμε φέτος πρωτογενές πλεόνασμα – ενώ, τελικά, ίσως πλησιάσουμε τον μηδενισμό του ελλείμματος.
Το 2023 τα πράγματα θα είναι δυσκολότερα. Από μεγέθυνση της τάξης του 6% φέτος, το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1,8% (ΔΝΤ) ή 1,6% (ΙΟΒΕ) το 2023, ποσοστά που –εκτιμά το ΙΟΒΕ– ίσως μηδενιστούν αν επιδεινωθεί το διεθνές περιβάλλον και, κυρίως, αν η Ελλάδα υστερήσει στις επενδύσεις. Γιατί, μέχρι τώρα, ατμομηχανή της μεγέθυνσης ήταν η κατανάλωση: Οπως μας λέει η ΕΛΣΤΑΤ, ο τζίρος της λιανικής το β΄ τρίμηνο φέτος ήταν αυξημένος 39,3% από πέρυσι και 35% από το τρίμηνο του 2019. Ητοι, τα κρατικά λεφτά ήταν η κινητήρια δύναμη στην αγορά – όπως, άλλωστε, και στις τράπεζες, ως καταθέσεις.
Γενικά, η μεγέθυνση του ΑΕΠ την τελευταία διετία δεν έγινε ως αποτέλεσμα μεγάλων μεταρρυθμίσεων (το σχέδιο Πισσαρίδη – Βέττα μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας) ούτε εξαιτίας μιας επενδυτικής έκρηξης – παρότι βελτιώθηκε αισθητά το επιχειρηματικό κλίμα. Εγινε με μέγα χορηγό το κράτος – ακριβέστερα, τον Ελληνα φορολογούμενο. Αυτό λένε οι αριθμοί: Από τα 165 δισ. το 2020, το ΑΕΠ αυξήθηκε στα 183 δισ. ευρώ πέρυσι και προβλέπεται να φτάσει περίπου στα 200 δισ. φέτος. Για να αυξηθεί από τα 165 στα 200 δισ. ευρώ (45 δισ. ευρώ) διανεμήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια περισσότερα από 56 δισ. ευρώ με τη μορφή παροχών και επιδομάτων.
Εχουμε, λοιπόν, ένα ΑΕΠ μεγαλύτερο μεν (περίπου στα προ 10ετίας επίπεδα), που όμως μεγεθύνεται με μεγάλο κόστος, αναπαράγοντας όλες τις παραδοσιακές διαρθρωτικές αδυναμίες του (που αποτυπώνονται στο εξωτερικό ισοζύγιο) και με επιδείνωση της ποιότητάς του – αφού τα κρατικά λεφτά δεν είναι, στα αλήθεια, νέος πλούτος. Πρώτον, αυτό δεν το λες, δα, επιτυχία. Δεύτερον, η κατανάλωση εξαντλεί τη δυναμική της, όπως δείχνει ο πρόδρομος δείκτης των τζίρων στα είδη πρώτης ανάγκης – μειώνονται. Τρίτον, πολλές επιχειρήσεις πατάνε φρένο, σε πολλές τα προ φόρων και τόκων κέρδη είναι στο μισό της περασμένης χρονιάς ή παρακάτω, επενδυτικά σχέδια «παγώνουν» μέχρι να φανεί πού πάνε τα πράγματα, οι τράπεζες ανησυχούν για μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Και τέταρτον, καλλιεργείται κλίμα εφησυχασμού ότι υπάρχουν λεφτά, ότι έχει το κράτος.
Ποιο είναι το ελάχιστο, λοιπόν, που θα περίμενε κανείς; Οτι, σε τόσο δύσκολες όσο οι σημερινές συνθήκες, μια συνετή δημοσιονομική διαχείριση θα φρόντιζε την υγεία των δημοσίων εσόδων. Αντί να φορτώνει τα συνήθη υποζύγια, θα μεταρρύθμιζε το φορολογικό σύστημα για να γίνει λιγότερο εχθρικό στη μισθωτή εργασία, τον φορολογικό μηχανισμό για να γίνει πιο σύγχρονος και αποτελεσματικός και, τέλος, θα κήρυττε τον πόλεμο στη φοροδιαφυγή: Η Ελλάδα έχει τον 3ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην Ευρώπη αλλά είναι 15η με κριτήρια τα έσοδα ΦΠΑ/ΑΕΠ. Είναι η 2η χώρα στην απώλεια εσόδων, τα ανείσπραχτα έσοδα ΦΠΑ φτάνουν περίπου τα 5,4 δισ. ευρώ ετησίως. Βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης με κριτήριο τις ηλεκτρονικές πληρωμές ως ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης και πολύ κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο στη χρήση του «πλαστικού χρήματος». Η αντιμετώπιση αυτών των δεινών, όμως, δεν είναι στις προτεραιότητες (ούτε αυτής) της κυβέρνησης. Δεν ήταν πριν. Πολύ περισσότερο δεν είναι τώρα – δεν χαλάει καρδιές πριν από εκλογές.
Αναδημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”