Ορντολιμπεραλισμός, κοινωνική οικονομία της αγοράς και σοσιαλδημοκρατία. Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΕΚΟΥ
Υπάρχει τα τελευταία χρόνια διάχυτη σε κύκλους της Κεντροαριστεράς η αντίληψη πως η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ήπιος καπιταλισμός μέσω ρυθμισμένης αγοράς με περισσότερη ή λιγότερη κοινωνική πολιτική.
Τέτοιες απόψεις ενδημούν κυρίως σε νεότερους που ήρθαν σε επαφή με τον χώρο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, χωρίς εμπειρία της ιστορικής πορείας του φορέα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και σε παλαιότερους – κάποιους τέως οπαδούς της σχεδιασμένης οικονομίας, κάποιους πεπεισμένους ότι από την κεντρο-αριστερά πρέπει να αφαιρεθεί το δεύτερο συνθετικό.
Ο ρυθμισμένος καπιταλισμός και η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» προκύπτουν από το πλαίσιο ιδεών του ορντολιμπεραλισμού, που αναπτύχθηκε στη Γερμανία στα χρόνια του 1930 ως αντίδραση στο χάος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Βασικοί εισηγητές της έννοιας, οι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Freiburg -και θεμελιωτές της ομώνυμης σχολής σκέψης- Walter Eucken και Franz Böhm.
Ο Ordoliberalismus, που αξιακά εδράζεται στον γερμανικό ιδεαλισμό και στην έννοια του κράτους δικαίου, σε αντίθεση με τον laissez faire καπιταλισμό και κατ’ επέκταση τον νεοφιλελευθερισμό, τάσσεται υπέρ ενός ισχυρού ρυθμιστικού κράτους. Η ισχύς όμως αυτή του κράτους εστιάζεται περιορισμένα στην προάσπιση των όρων του ανταγωνισμού και την προστασία της αγοράς και τίποτα πέραν αυτού. Τα υπόλοιπα επαφίενται στους αγοραίους αυτοματισμούς και στο «αόρατο χέρι» του Ανταμ Σμιθ.
Οι ορντολιμπεραλιστές τάσσονται κατά του κράτους πρόνοιας, διότι θεωρούν ότι είναι προϊόν της προλεταριοποίησης της κοινωνίας και αναπαράγει ακριβώς αυτή την προλεταριοποίηση. Αντίθετα, πιστεύουν στην ατομική υπευθυνότητα του εργαζόμενου ο οποίος οφείλει να διαχειρίζεται με δυναμικό τρόπο τις παραγωγικές του ικανότητες -την «απασχολησιμότητά» του- και να επιλύει ο ίδιος τα προβλήματά του.
Αντιτίθενται τέλος στον κεϊνσιανισμό, απορρίπτοντας κάθε ενεργητική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση, θεωρώντας ότι αυτό είναι αποκλειστική υπόθεση της αγοράς η οποία δεν θα πρέπει να διαταράσσεται.
Μια άλλη διαπρεπής προσωπικότητα του ρεύματος αυτού υπήρξε ο Alfred Müller-Armack, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας και εισηγητής της έννοιας της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», που αποτέλεσε τη βάση της μεταπολεμικής οικονομικής πολιτικής των Χριστιανοδημοκρατών του CDU υπό τον υπουργό Οικονομικών του Aντενάουερ και μετέπειτα καγκελάριο, Ludwig Erhard. Οι αντιλήψεις τού -επηρεασμένου από την καθολική κοσμοθεωρία- Müller-Armack έχουν περισσότερο κοινωνική χροιά, με στόχο την «κοινωνική ειρήνευση» (Soziale Irenik), χωρίς ωστόσο να ξεφεύγουν από το πλαίσιο της Σχολής του Freiburg.
Αλλωστε Eucken, Böhm, Müller-Armack και Erhard υπήρξαν όλοι μέλη της Εταιρείας του Mont Pelerin, της στρογγυλής τράπεζας των νεοφιλελεύθερων ιδεών μαζί με τον ιδρυτή της, Friedrich Hayek, τον Ludwig von Mises και τον Milton Friedman.
Συνοψίζοντας τον ορντολιμπεραλισμό διαπιστώνουμε ένα μίγμα:
● παντοδύναμης αγοράς
● μιας οικονομίας βασισμένης στην προσφορά (και στη βεβαιότητα της καθοδικής διάχυσης της ευημερίας – των σημερινών trickle down economics)
● ρύθμισης αρκετής μεν αλλά ουσιαστικά περιορισμένης σε θέματα ανταγωνισμού και
● κοινωνικής προστασίας «υπολειμματικού» και «φιλανθρωπικού» χαρακτήρα.
Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατική πολιτική -στις διάφορες κατά καιρούς εκδοχές της, συμπεριλαμβανομένου (οριακά) ακόμη και του «τρίτου δρόμου» των Μπλερ και Σρέντερ- στηρίζεται:
● στην οικονομία της ενίσχυσης της ζήτησης (demand side economics) και στις κεϊνσιανές αντικυκλικές πολιτικές
● στη διευρυμένη (δημοκρατική και συμμετοχική) ρύθμιση αλλά και στον στρατηγικό σχεδιασμό και τις ενεργητικές πολιτικές που δεν περιορίζονται στην προστασία του ανταγωνισμού (για την οποία ασφαλώς μεριμνά), αλλά θεραπεύουν τις κάθε είδους αστοχίες της αγοράς (π.χ. περιφερειακές ανισότητες, κλαδικές ανισορροπίες, ολοκληρωμένη ανάπτυξη) και καλύπτουν την ευρύτερη κοινωνία: εργασιακές σχέσεις, κοινωνικά δικαιώματα, περιβαλλοντική προστασία κ.λπ.
● στην αναδιανομή του κοινωνικού πλεονάσματος, δηλαδή του πλούτου, για την ανάπτυξη ενός κράτους πρόνοιας που θα παρέχει ίσες ευκαιρίες σε όλους αλλά και θα προστατεύει όσους, όπου και για όσο το χρειάζονται
● σε μια ανάπτυξη σχεδιασμένη ώστε να είναι συμπεριληπτική, δηλαδή το μεγάλωμα της πίτας να πραγματοποιείται με όρους δίκαιης κατανομής της, η οποία στη συνέχεια θα ανατροφοδοτεί τη μεγέθυνση ενισχύοντας τη συνολική ζήτηση μέσα από τα παραγόμενα εισοδήματα.
Σοσιαλδημοκρατία λοιπόν και ορντολιμπεραλισμός είναι πολιτικές προτάσεις που αν και συναντιούνται στην αποδοχή του ισχυρού κράτους, ελάχιστα άλλα κοινά στοιχεία παρουσιάζουν και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν συγκοινωνούντα δοχεία.
Οπως δε σημειώνει ο R. Sally, διευθυντής του συντηρητικού οικονομικού think tank European Centre for International Political Economy (ECIPE), η έννοια της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», που εφάρμοσε ο Erhard ως αρχιτέκτων της οικονομικής πολιτικής της Δυτικής Γερμανίας, είναι μια έννοια συντηρητική-φιλελεύθερη και όχι σοσιαλδημοκρατική.
Εχει περισσότερα κοινά με τον Edmund Burke και τον Alexis de Tocqueville, τον Smith, τον Hume και τον Hayek, παρά με τον John Rawls, τον Tony Blair και τον Bill Clinton. Και οπωσδήποτε, θα προσθέσουμε, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το αξιακό και πολιτικό πλαίσιο που διαμόρφωσε ο Edward Bernstein και το οποίο παραμένει η ιδεολογική βάση της σύγχρονης μεταρρυθμιστικής και δημοκρατικής σοσιαλιστικής αριστεράς.
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”