Οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΕΚΟΥ

Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) δημοσίευσε τη φετινή έκθεσή της όπου χαρτογραφούνται τα σημαντικότερα προβλήματα των ελληνικών Πανεπιστημίων.

Η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα πανευρωπαϊκά ποσοστά Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού, στο 0,38% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού όταν ο ευρωπαϊκός μ.ό. είναι σχεδόν διπλάσιος, 0,68%. Ως αποτέλεσμα αναλογούν 47 φοιτητές ανά μέλος ΔΕΠ όταν ο ευρωπαϊκός μ.ό. είναι 13. Το στοιχείο αυτό αποτελεί σημαντικό παράγοντα υποβάθμισης των σπουδών.

Καταγράφονται αποχρώσες ενδείξεις ότι η έρευνα και η παραγωγή νέας γνώσης και καινοτομίας, που αποτελούν τον κύριο άξονα της αποστολής των Πανεπιστημίων, δεν κατέχουν την αναλογία που απαιτείται στο σύνολο της ακαδημαϊκής δραστηριότητας. Σημαντικό μέρος του προβλήματος θα πρέπει να αναζητηθεί στην απουσία ή την υποστελέχωση κατηγοριών, βοηθητικού και διοικητικού προσωπικού που θα έπρεπε να διεκπεραιώνουν σειρά υποστηρικτικών δραστηριοτήτων διδακτικού, γραμματειακού, διαχειριστικού και διοικητικού χαρακτήρα που σήμερα, εξ ανάγκης, εκτελούνται από τα μέλη ΔΕΠ.

Η χώρα μας εμφανίζει ποσοστό ολοκλήρωσης σπουδών επί του συνόλου των φοιτητών 8,6% με ευρωπαϊκό μ.ό. 23,2%. Αποτελεί δε λανθασμένη προσέγγιση να θεωρείται ότι το πρόβλημα οφείλεται στους «αιώνιους φοιτητές» και επιλύεται με την απομάκρυνσή τους. Είτε «λιμνάζουν» είτε διαγράφονται οι φοιτητές που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους τροφοδοτούν το «ποσοστό εγκατάλειψης σπουδών» που συνεπάγεται απώλεια επενδεδυμένων παραγωγικών και κοινωνικών πόρων.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει συγκριτικά πρόβλημα απασχόλησης νέων πτυχιούχων, αφού το σχετικό ποσοστό βρίσκεται στο 70%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 82%. Αντίστοιχα το ποσοστό ανεργίας των νέων πτυχιούχων είναι 17% έναντι 5,4% της Ε.Ε. των 27, αν και μέρος του προβλήματος θα πρέπει εδώ να αποδοθεί στην «κρισιακή» δεκαετία 2009-2019.

Τέλος, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, που δεν συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση της ΕΘΑΑΕ, η Ελλάδα έχει μακράν τη χαμηλότερη δημόσια χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (επιπ. 5-8). Δαπανά, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, 2.360 ευρώ ανά φοιτητή, όταν ο ευρωπαϊκός μ.ό. είναι 11.700. Ενδεικτικά η Κύπρος δαπανά 15.450, το Βέλγιο 18.000 και η Ιρλανδία 19.000.

Τα πραγματικά προβλήματα του ελληνικού Πανεπιστημίου δεν είναι λοιπόν τα παράπλευρα -ή ήσσονα- ζητήματα που βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων: ο τρόπος εισαγωγής, οι αιώνιοι φοιτητές, η ανομία και αταξία και το σύστημα διοίκησης.

Οσον αφορά το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ η ιστορική εμπειρία δεν έχει δείξει ότι υπάρχουν υπέρμετρα ή αξεπέραστα προβλήματα που θα απαιτούσαν ριζική ανατροπή των κλασσικών διοικητικών σχημάτων. Είναι περιττή και επιζήμια η προσθήκη οργάνων προερχόμενων από τελείως διαφορετικές συνθήκες και διοικητικά μοντέλα. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η επικάλυψη και σύγκρουση αρμοδιοτήτων και η συγκέντρωση της εξουσίας που υποσκάπτει το συμμετοχικό πνεύμα μιας ουσιαστικής καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης.

Οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το Πανεπιστήμιο πρέπει να εστιαστούν κυρίως στο μαθησιακό περιεχόμενο και στους όρους και τις διαδικασίες παραγωγής και μετάδοσης των αναγκαίων γνώσεων και δεξιοτήτων, με κεντρικά ζητήματα:

Τι διδάσκεται και πώς διδάσκεται. Πώς αξιοποιούνται οι νέες τεχνολογίες στη μετάδοση γνώσεων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων.

 Ποια η σχέση μεταξύ «γνώσεων-πυρήνα» και «γνώσεων και δεξιοτήτων εξειδίκευσης» σε κάθε επιστημονική πειθαρχία και στα υποσύνολά της.

Πώς πιστοποιούνται οι παρεχόμενες γνώσεις και οι αναπτυσσόμενες δεξιότητες. Πώς τα προγράμματα σπουδών και οι απόφοιτοί τους συνδέονται με την αγορά εργασίας. Ποια τα χρονικά όρια και οι δίκαιες «πολλαπλές ευκαιρίες» ολοκλήρωσης σπουδών;

 Πώς ανανεώνονται οι γνώσεις και οι δεξιότητες των πτυχιούχων και πώς διατηρούνται σε διαρκή επαφή με μια ταχέως εξελισσόμενη τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

 Πώς εντάσσονται και πιστοποιούνται στα προγράμματα σπουδών οριζόντιες γνώσεις και δεξιότητες που συνδέονται με την ιδιότητα του ευρύτερα καλλιεργημένου και ενημερωμένου ενεργού πολίτη (κοινωνικά και ανθρωπιστικά αντικείμενα)

Πώς συνδέεται η παραγωγή νέας γνώσης με τη μετάδοσή της (σχέση έρευνας και διδασκαλίας)

Πώς διασφαλίζεται η ελάχιστη αναγκαία ομοιογένεια των ομοειδών προγραμμάτων σπουδών με ταυτόχρονη δυνατότητα ευελιξίας και προσαρμογής σε ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες.

Πώς ιεραρχείται και πώς κατανέμεται ο παραγωγικός χρόνος του ακαδημαϊκού δυναμικού μεταξύ έρευνας, διδασκαλίας και διοικητικού έργου.

Στα ελληνικά Πανεπιστήμια υπάρχουν ασφαλώς, όπως σε κάθε παραγωγικό κλάδο, προβλήματα, αρκετά εξ αυτών σοβαρά, εστιασμένα όμως στα προαναφερθέντα πεδία. Σε καμία δε περίπτωση δεν αποτελούν χώρο γενικευμένης απραξίας και ανομίας, όπως μια συστηματική προσπάθεια καθολικής απαξίωσης του δημόσιου Πανεπιστημίου επιχειρεί εδώ και χρόνια να εμφανίσει. Τα ΑΕΙ άλλωστε είναι το μόνο πεδίο του ευρύτερου δημόσιου χώρου στην Ελλάδα που ήδη λειτουργεί με συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητας και υπόκειται σε συστηματική και διαρκή εσωτερική (φοιτητές) και εξωτερική (από επιτροπές πανεπιστημιακών του εξωτερικού) αξιολόγηση. Οι όποιες αναγκαίες βελτιώσεις θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν στη δραστική ενίσχυση των επενδυόμενων πόρων, αλλά και στην καλύτερη αξιοποίηση των υφιστάμενων μηχανισμών ποιοτικού ελέγχου.

Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”