Οι παρακολουθήσεις και η καταστρατήγηση του Συντάγματος. ΞΕΝΟΦΩΝ Ι. ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
Οι παραιτήσεις του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού και του Διοικητή της ΕΥΠ, που υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό, δίνουν νέες διαστάσεις σε αυτό που αποκάλεσα «ενδεχόμενο ελληνικό Watergate» σε άρθρο μου στα «Νέα» την περασμένη Δευτέρα. Για όσα αποκάλυψε η ερευνητική δημοσιογραφία μετά την μηνυτήρια αναφορά του Νίκου Ανδρουλάκη επιβεβαιώνεται ότι υφίστανται ευθύνες στον στενό κύκλο των συνεργατών του Πρωθυπουργού. Δεν μπορεί κανείς να προδικάσει αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει την τύχη της κυβέρνησης Νίξον, όμως απαιτείται η δικαιοσύνη να λειτουργήσει με ταχύτητα και πλήρη ανεξαρτησία ώστε να διαλευκανθεί η υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Ποιος ζήτησε τη «νόμιμη επισύνδεση» των επικοινωνιών του Ν. Ανδρουλάκη; Χρησιμοποίησε τελικά η ΕΥΠ το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator; Γνώριζε ο Πρωθυπουργός τις σχετικές ενέργειες του άμεσα υπαγόμενου σε αυτόν Διοικητή της ΕΥΠ; Ποιος ήταν ο λόγος της παρακολούθησης; Γιατί η κυβέρνηση νομοθέτησε τον Μάρτιο του 2021 τροπολογία με την οποία αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει εκ των υστέρων τους παρακολουθούμενους για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους;
Το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ προβλέπουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη «διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», που απαριθμούνται στον νόμο με τον οποίο εξειδικεύεται η συνταγματική επιταγή. Άρα η εθνική ασφάλεια πρέπει να περιορίζεται εννοιολογικά, υπό μία συσταλτική προσέγγιση, σε ζητήματα που αφορούν την απειλή κατά του κράτους από εξωτερικούς εχθρούς, την κατασκοπεία και τη διεθνή τρομοκρατία.
Έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη από τη συνταγματική θεωρία ότι η επίκληση της εθνικής ασφάλειας ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών εγκυμονεί τον κίνδυνο καταστρατήγησης του σχετικού δικαιώματος. Αυτό έχει αποδειχθεί και στην πράξη από το γεγονός ότι οι δικαστικές και οι εισαγγελικές αρχές αίρουν το απόρρητο των επικοινωνιών με ραγδαία αυξητικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, χωρίς να διευκρινίζεται στα βουλεύματα και τις εισαγγελικές διατάξεις που αίρουν το απόρρητο ποιοι ακριβώς είναι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που το επιτάσσουν. Κατά συνέπεια καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος συνταγματικότητας της άρσης του απορρήτου σε κάθε επιμέρους περίπτωση, με γνώμονα την αναγκαιότητά της, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Είναι προφανές ότι οι προβλέψεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ καταστρατηγούνται κατ’ εξακολούθηση. Ωστόσο μετά την καταγγελία Ανδρουλάκη η υπόθεση αγγίζει πλέον τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος οφείλει να εξηγήσει αν γνώριζε ή δεν γνώριζε όσα έπρατταν οι στενοί συνεργάτες του και να αναλάβει την πολιτική ευθύνη που ενδεχομένως του αναλογεί.
Αναδημοσίευση από ‘ΤΑ ΝΕΑ”