ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ, ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ, ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Θ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Είναι αλήθεια πως ενώ το σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης εξακολουθεί να έχει κύρος σε σχέση με τα φιλελεύθερα και νεοφιλελεύθερα παραδείγματα αλλά και σε σχέση με την αποτυχία του λεγομένου «υπαρκτού σοσιαλισμού» μια αίσθηση υποχώρησης και αγωνίας κυριαρχεί σε όλη την Κεντροαριστερά.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει προβλήματα προσανατολισμού. Η άνοδος των άκρων, βασικά ο ακροδεξιός λαϊκισμός, αποτελούν έναν εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο. Η αποτύπωση της πολιτικής γεωγραφίας στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο είναι προβληματική για τις προοδευτικές δυνάμεις. Με θετικές εξαιρέσεις (Ισπανία, Πορτογαλία, Δανία, Φινλανδία) η τάση είναι ολοένα και πιο ισχυρή προς στις πιο συντηρητικές κατευθύνσεις. Ο σοσιαλισμός έχασε την αρχική γοητεία του γιατί το περιεχόμενο της κοινωνικής θεωρίας ήταν ριζωμένο στις συνθήκες του 19ου αιώνα και της Βιομηχανικής επανάστασης. Δεν ενσωμάτωσε την μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών, της αλλαγής των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων. Φυσικά το επίτευγμα του κοινωνικού κράτους, οι μεγάλοι κοινωνικοί συμβιβασμοί, η κουλτούρα των συναινέσεων, η γραμμή της Ανοιχτής Κοινωνίας, η επιμονή για τα Κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα συνιστούν τις σοβαρές κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής προσπάθειας και εξασφάλισαν το κύρος της Κεντροαριστεράς. Στην επόμενη φάση η προσπάθεια αναπροσαρμογής οδήγησε όμως στο άλλο άκρο. Το περίφημο ρεύμα του «Τρίτου δρόμου» με πιο χαρακτηριστικές εκδοχές τον Μπλερ και την συγκατοίκηση SPD και CDU στην Γερμάνια ταύτισαν το σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο με την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Η Μπλερική εκδοχή της απόλυτης ταύτισης με τις φιλελεύθερες και νέο-φιλελεύθερες πολιτικές, αλλοίωσε τα βασικά μηνύματα του προοδευτικού χώρου. Κυρίως απαξίωσε τις μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις αφού μονοδιάστατα εγκλωβίστηκαν στις αποκλειστικές προτεραιότητες της αγοράς. Έδωσε έτσι χώρο στην αμφισβήτηση της κρατούσας κατάστασης και των ελίτ στις δυνάμεις με λαϊκίστικο πρόσημο.
Ας δούμε ακόμα πιο συγκεκριμένα την μεγάλη εικόνα. Η παγκοσμιοποίηση την ώρα που δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες με την νέα τεχνολογική επανάσταση και το παγκόσμιο εμπόριο, οδηγεί ταυτόχρονα στην αύξηση των ανισοτήτων, στην συγκέντρωση του διεθνούς πλούτου σε λίγα χέρια, στην επικράτηση του δίκαιου του ισχυρού έναντι του διεθνούς συστήματος θεσμών και κανόνων.
Το αναγκαίο Κοινωνικό Συμβόλαιο για την διασφάλιση της Κοινωνικής Συνοχής ναρκοθετείται.
Οι ανισότητες που αυξάνουν , η υπερσυγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων μαζί με τις εντεινόμενες περιφερειακές συγκρούσεις, οδηγούν σε απρόβλεπτη αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών.
Η κλιματική αλλαγή απειλεί την ζωή των πολιτών, οδηγεί σε καταστροφικά φαινόμενα για το περιβάλλον.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική αλλάζουν ριζικά το τοπίο της εργασίας, της παραγωγής, των υπηρεσιών και δημιουργούν σοβαρά προβλήματα για την προσωπική και κοινωνική ζωή των πολιτών, αλλά και για την λειτουργία της δημοκρατίας. Η βιό-πολιτική -για να θυμηθούμε τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν- δηλαδη ο τρόπος με τον οποίο επιχειρειται να γινουν περεμβασεις και σχεδιασμος της ζωης των ανθρωπων: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές, ιδιαιτεροτητες διαμορφώνουν τρομακτικά προβλήματα στην ύπαρξη μας. Επεμβαίνουν στον ιδιωτικό χώρο. Παρακολουθούν τις προσωπικές επιλογές.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Υπάρχει ο δρόμος της συντήρησης που εκμεταλλεύεται το φόβο της μετάβασης: Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, η ανασφάλεια προ των επερχόμενων αλλαγών, η αίσθηση ότι χάνουμε τον έλεγχο της ζωής μας, αποτελούν «εύφορο» έδαφος για την καλλιέργεια του φόβου, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας.
Μας προτείνουν να ρίξουμε την ευθύνη στους «άλλους», στους «ξένους» ή τους «διαφορετικούς», να βρούμε δήθεν καταφύγιο στην απομόνωση, τον υπερεθνικισμό, τον φονταμενταλισμό.
«Λύσεις», απατηλές που αναζητούν τους δήθεν μεσσίες, τους δήθεν ισχυρούς ηγέτες, και οδηγούν στον αυταρχισμό, τον ρατσισμό, στην επάνοδο φασιστικών αντιλήψεων στις κοινωνίες μας.
Επικίνδυνες λογικές και βαθιά συντηρητικές, που διχάζουν τους λαούς, εργαλειοποιούν προβλήματα-όπως το προσφυγικό- για πολιτικό όφελος, υπονομεύουν την διεθνή ειρήνη, το διεθνές δίκαιο.
Ο δικός μας ο προοδευτικός δρόμος βασίζεται σε αρχές: Στην δικαιοσύνη, στην υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην Δημοκρατία. Σήμερα με τα διδάγματα της ιστορίας είναι ανάγκη να αποκαταστήσουμε την έννοια της μετριοπάθειας. Που δεν σημαίνει κάτι το κατατονικό και το μαλθακό, αλλά μια εναλλακτική πηγή δύναμης. Το αντίθετο της βίας, όχι το αντίθετο της ισχύος. Δηλαδή η μετριοπάθεια είναι η αμφισβήτηση της επενέργειας του μίσους, της ταύτισης της πολιτικής με όρους θρησκείας και κοινοτικού ζήλου. Όποιος λοιπόν σήμερα θέλει να λέγεται προοδευτικός πρέπει να γυρίσει την πλάτη σε όλους αυτούς που πουλάνε διχασμό. Γιατί προοδευτικό σήμερα είναι, να κρατήσουμε όλοι μαζί την Ευρώπη και την Ελλάδα όρθια με ανάπτυξη και κοινωνική προστασία.
Για μας τους προοδευτικούς, πρωτεύον είναι να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο με βάση τις αξίες μας. Αναδεικνύοντας παράλληλα τις ιδεολογικές διαφορές μας από την συντηρητική αντίληψη του κόσμου.
Αξίες όπως η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, η Αλληλεγγύη.
Αξίες αλληλένδετες που καθορίζουν την ιδεολογική μας ταυτότητα.
Γιατί οι ατομικές ελευθερίες, επιβάλλεται να συνδέονται με την δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Και αυτές προϋποθέτουν την ελευθερία.
Με συνέπεια προωθούμε σε παγκόσμιο επίπεδο, όλα τα ανθρώπινα και Κοινωνικά Δικαιώματα.
-Την ισότητα των φύλων, τα δικαιώματα όλων ανεξάρτητα από θρησκεία, εθνική προέλευση, σεξουαλικό προσανατολισμό.
-Το δικαίωμα ΟΛΩΝ στην αξιοπρεπή εργασία, την υγεία, την μόρφωση.
-Το δικαίωμα σε ένα καθαρό περιβάλλον.
Η μετάλλαξη του οικονομικού φιλελευθερισμού στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή κρύβει μια κρίσιμη στρατηγική επιλογή. Την αγριότητα του κεφαλαίου να αντιμετωπίσει την κρίση με την υπονόμευση του κοινωνικού συμβιβασμού που πέτυχε η σοσιαλδημοκρατία. Με απλά λογία: ακύρωση του κοινωνικού κράτους. Το «μάρμαρο» να το πληρώσει ο κόσμος της εργασίας!!! Οι μεταρρυθμίσεις δεν αφορούν τον έλεγχο των αγορών και των τράπεζων (ας θυμηθούμε για παράδειγμα την πρόταση για τον φόρο Τόμπιν) αλλά περισσότερο τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Η λύση πρέπει να συνίσταται στην εκ βάθρων αμφισβήτηση της αλλαγής του παραδείγματος που συντελέστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 80. Τότε η σωτήρια υπόσχεση ήταν ότι οι αγορές και οι κοινωνίες με επίκεντρο το ατομικό οικονομικό όφελος θα δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Δεν επιβεβαιωθήκαν. Στο μεγαλύτερο μέρος τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη δεν οφείλονται τόσο σε αποτυχίες των κρατών όσο σε αποτυχία των αγορών. Στις θεωρίες ας πούμε για το υπερφορτωμένο κράτος που ως δια μαγείας γίνεται ανάλαφρο όταν αναλαμβάνει να πληρώσει τις ζημίες από την κρίση των τραπεζών. Στις πρακτικές που αντιμετωπίζουν μια μερίδα των ανθρώπων μπροστά στη θεοποίηση της καταναλωτικής κοινωνίας ως υπεράριθμους, ως περιττούς, ως απορρίμματα. Στις διακηρύξεις για μικρό κράτος στις κοινωνικές παροχές αλλά πανάκριβο στον τομέα της παρακολούθησης, ασφάλειας και καταστολής όπως καυτηριάζει ο Τόνυ Τζάντ.
Κεντρική ιδέα είναι να καταλάβουμε ότι η σοσιαλδημοκρατία ως φορέας της εθνοκεντρικής κυριαρχίας έχει τελειώσει άλλα ως φορέας της παγκοσμιοποίησης τώρα αρχίζει.
Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης άλλωστε είναι αναπόφευκτη αφού η γεωγραφική επέκταση και ενίσχυση του ειδικού βάρους των ολοκληρώσεων στο διεθνές εμπόριο, η δικτύωση των κεφαλαιαγορών και η αυξανομένη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρηματικών συγκροτημάτων συνιστούν μια νέα πραγματικότητα. Αφού η διαρκής επανάσταση στους τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών αλλάζουν τα δεδομένα. Πολύ περισσότερο που η διεθνής πολυκεντρική άσκηση πολιτικής και το πρόβλημα της περιβαλλοντικής καταστροφής θέτουν στο τραπέζι την ανάγκη υπερεθνικών διαδικασιών.
Σε αυτήν την οπτική χρειάζονται σήμερα οι επαναπροσδιορισμοί της σοσιαλδημοκρατίας. Η οποία από μόνη της είναι μια κίνηση προς τα εμπρός. Δεν είναι μια κλειστή θεωρία αλλά μια συνεχής προοδευτική αναζήτηση. Μια διαρκής κοινωνική ευαισθησία. Μια καθολική στήριξη της Δημοκρατίας. Θα επικεντρώσω τις προσπάθειες για μια σύγχρονη οπτική σε τέσσερα μεγάλα ζητήματα που μας απασχολούν.
1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ
Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επικεντρώνεται σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που πρέπει σήμερα να εστιάζει όχι μόνο στο κράτος αλλά στην εργασία, μέσα από την μεταρρύθμιση των συστατικών της στοιχείων. Αυτή η προσέγγιση αφορά την στήριξη των μισθών, την συνεχιζόμενη κατάρτιση, την ενίσχυση των πολλαπλών εργασιακών και επαγγελματικών ταυτοτήτων, την κινητικότητα, την εθελουσία ευελιξία σε συνδυασμό με την εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας για κάθε άτομο, ανεξαρτήτως προσόντων και γνώσεων, την περιβαλλοντική διάσταση στην παραγωγή, τον αναπροσανατολισμό του ελεύθερου χρόνου. Από την άλλη πλευρά πρέπει να εντοπίσουμε ταυτόχρονα και μια άλλη μεταβολή που μας επισημαίνει ο Πιερ Ροζανβαλόν. Την απονομιμοποίηση της φορολογίας και κατά συνέπεια της αναδιανομής του πλούτου. Αυτό σημαίνει ότι η ιδέα της ισότητας πρέπει να αποκτήσει και πάλι έμφαση και επιρροή.
2. ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
Η «πράσινη ανάπτυξη», η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτούν έναν σοβαρό συναγερμό. Στην εποχή μας αμφισβητείται ακόμα και η επάρκεια της διάκρισης Αριστερά- Δεξιά (η οποία αλώστε δεν υπήρχε πριν τον 18ο αιώνα και εγκαθιδρύθηκε με τον τρόπο που είχαν τοποθετηθεί πρακτικά στις θέσεις τους στο κοινοβούλιο το 1789 οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Λαού). Ισχυρίζονται λοιπόν βάσιμα πολλοί οικολόγοι ότι οι διάφορες εκδοχές Αριστεράς και Δεξιάς περιγράφουν μία εκμοντερνιστική εκδοχή του Πλανητικού κόσμου (με μεταρρύθμιση ή επανάσταση) χωρίς να γνωρίζουν που θα καταλήξει η επαγγελλόμενη πρόοδος. Τώρα λοιπόν βρισκόμαστε- όπως προκύπτει από την διάσκεψη COP 21 για το κλίμα (Παρίσι, Δεκέμβρης 2015)- σε μια φάση όπου αποδείχτηκε ότι δεν υπάρχει πλέον ΓΗ για να ανταποκριθεί στον ορίζοντα του Πλανητικού. Επομένως το δίλημμα «Κοινωνικό ζήτημα ή φύση» είναι ξεπερασμένο σε μια σύγχρονη πολίτική θεωρία και στο κέντρο μπαίνει μια ανάλυση που δεν στηρίζεται στα συστήματα παραγωγής αλλά στα συστήματα αναπαραγωγής της Ζωής
Απαιτείται μια νέα προγραμματική θεώρηση που δεν θα έχει βάση τον παραγωγισμό, την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά την φύση, την αειφόρο ανάπτυξη. Με ανατροπές στις βασικές παραδοχές που είχαμε για την οικονομία, την κατανάλωση, τα μοντέλα ανάπτυξης.
3. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Ζούμε μια περίοδο που η ατζέντα των δικαιωμάτων έχει εξαιρετική σημασία στην διαμόρφωση της ιδεολογίας των ανθρώπων. Η Κεντροαριστερά προσεγγίζει το ζήτημα των κοινωνικών ελευθερίων οι οποίες δεν πρέπει να περιορίζονται στην οικονομική σφαίρα αλλά σε όλα τα επίπεδα που συγκροτούν μία δημοκρατική ζωή. Σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες -άντρες και γυναίκες- με οικουμενική οπτική. Πρόκειται για την ελευθέρια- δημόσια και ιδιωτική- για όλους και χωρίς εμπόδια και καταναγκασμούς. Ενδεικτικά αναφέρομαι στον φεμινισμό. Τα θέματα που αφορούν την γυναικεία χειραφέτηση δεν έχει νόημα πια να είναι περιορισμένα στο πεδίο της οικονομικής σφαίρας -σύμφωνα με την σοσιαλιστική παράδοση -γιατί στην πραγματικότητα αφορούν βαθιές πολιτισμικές μεταβολές, απελευθέρωση από έμφυλα στερεότυπα, διαμόρφωση της αυτοεικόνας της γυναίκας έξω από χαρακτηριστικά που αποδίδουν οι άντρες. Κάπως έτσι πρέπει να δούμε και όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τις ατομικές ελευθέριες. Δεν επεκτείνομαι άλλο…
4. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΡΟΕΣ
Πρόκειται για το πιο δύσκολο πρόβλημα της νέας εποχής. Οι μεταναστευτικές ροές προέρχονται από τα τεράστια λάθη του Δυτικού κόσμου και τις επιθετικές παρεμβάσεις αλλά και από τις αρνητικές συνέπειες της Παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο τα κριτήρια μας στην προσέγγιση αυτού του συνθέτου θέματος οφείλουν να είναι δυο. Από την μία ο ορίζοντας του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης , των δικαιωμάτων. Από την άλλη η προσοχή σε μία μεγάλη οικονομική επιχείρηση που εξελίσσεται (σούπερ καπιταλιστικές μπίζνες!) μέσα από την μετακίνηση ανθρώπων προς σε έναν «άγνωστο παράδεισο» και με αποτέλεσμα σοβαρές ανισορροπίες στις χώρες υποδοχής που με την σειρά τους ευνοούν την ακροδεξιά ρητορική.
Θέμα αρχής πρέπει να είναι στην χώρα μας που δέχεται τις πιο μεγάλες εισροές η κινητοποίηση των κυβερνήσεων για την αναθεώρηση της συμφωνίας του Δουβλίνου όπως και της κοινής δήλωσης ΕΕ- Τουρκίας. Η κινητοποίηση αυτή πρέπει να είναι ηχηρή και να φτάνει ακόμα και σε άσκηση βέτο προκειμένου να αλλάξουν οι σημερινές δραματικές καταστάσεις που οδηγούν την Ελλάδα να εξελιχθεί σε μια αμειβομένη «αποθήκη ψυχών». Την ιδία ώρα στο εσωτερικό πεδίο είναι χρήσιμο να υιοθετήσουμε δυο σημαντικά εργαλεία προσέγγισης. Το πρώτο αφορά την σαφή διάκριση ανάμεσα σε Πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες που αποτελεί κλειδί για τις πολιτικές βοήθειας και ένταξης και Δεύτερον την επιλογή κινήσεων αποτροπής ώστε να δοθεί ένα σινιάλο για εμπόδια στα δουλεμπορικά κέντρα και να αποθαρρυνθούν οι ανεξέλεγκτες ροές. Η δεύτερη επιλογή έχει οπωσδήποτε ηθικές αναστολές αλλά νομίζω ότι είναι τελικά απαραίτητη να μπει στο τραπέζι ώστε να προλάβει πριν φτάσουμε στην επικράτηση της Ακροδεξιάς και κατά συνέπεια γίνουν αποδέκτες, από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, βάρβαρες και απολύτως ρατσιστικές δραστηριότητες.
Έθεσα με συντομία τέσσερα θέματα που αφορούν την Κεντροαριστερά σε ένα κόσμο που αλλάζει.
Θα κλείσω σχολιάζοντας και το δικό μας πολιτικό σκηνικό στην νέα περίοδο που έχουμε μπει μετά τις εθνικές εκλογές. Ένα διαφορετικό σκηνικό που αναζητά αναπροσαρμογές.
Η λεγόμενη μετά-μνημονιακή εποχή συγκροτεί με δυσκολία την νέα κανονικότητα στην πολιτική αντιπαράθεση. Αντιπαλότητες από το παρελθόν γίνονται αντικείμενο αντεγκλήσεων. Διχαστικά διλήμματα κυριαρχούν ενώ η ζωή έχει πάρει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Ο σχεδιασμός των κομμάτων δείχνει να έχει καταλάβει τις αλλαγές στο υπέδαφος της κοινωνίας αλλά η καθημερινότητα ακυρώνει αυτούς τους σχεδιασμούς και προβάλει αναπαραστάσεις μιας μάχης με όρους παλαιότητας. Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι οι αληθινοί αντίπαλοι στα τρία βασικά κόμματα δεν είναι τις πιο πολλές φορές οι «άλλες» πολιτικές δυνάμεις αλλά πρώτα και κύρια ο ίδιος τους ο εαυτός. Οι ισχυρές δηλαδή ιστορικές ταυτότητες που εμποδίζουν αναπροσαρμογές και νέους προσανατολισμούς. Ας το δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα.
Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί μια έφοδο προς το Κέντρο, προς έναν σύγχρονο μεταρρυθμιστικό ρόλο. Η προσπάθεια έχει ενδιαφέρον είναι ωστόσο δεσμευτικό το DNA του χώρου. Με τις βαθιές συντηρητικές αντιλήψεις, τους ακροδεξιούς θυλάκους, τις παραδόσεις πελατειακού κράτους και κομματισμού. Αυτοί οι μηχανισμοί αποτυπώνουν ένα πισωγύρισμα σε μια νεωτερική επιδίωξη Ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής προοπτικής.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του έχει κατανοήσει την ανάγκη υπέρβασης της Παραδοσιακής Αριστεράς με καταγωγή τον κομμουνισμό και αναζητά νέα εργαλεία με διεύρυνση προς την σοσιαλδημοκρατία. Όπως φαίνεται χωρίς προγραμματική ανανέωση αλλά μόνο με επικοινωνιακούς όρους. Ωστόσο έχει καταλάβει την χρησιμότητα της «στροφής» έστω και έτσι. Το δυνατό DNA μιας αριστερής νοοτροπίας προσδεδεμένης στον κρατισμό και την πολιτική διαμαρτυρία λειτουργεί ανασχετικά στα βήματα αλλαγής. Δημιουργεί δυσεπίλυτες αντιφάσεις.
Στο ΚΙΝΑΛ ο σχεδιασμός επίσης είναι θετικός. Νέος φορέας με νέα πρόσωπα. Μια σηματοδότηση προοδευτική και πιο σύγχρονη. Οι δομές όμως, η καθημερινή διαχείριση, η αγωνία δικαίωσης του παρελθόντος συχνά υποβαθμίζουν το νεύμα προς το μέλλον. Το μήνυμα της υπέρβασης και των ανοιγμάτων προς μια καινούργια παράταξη της Κεντροαριστεράς καθηλώνεται συχνά σε μια απλή λογική συνέχειας. Οι φοβικές συμπεριφορές για έναν διάλογο με τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις, ακόμα και μετά από τις σκληρές αντιπαραθέσεις, συχνά κυριαρχούν.
Οι περιγραφικές αυτές εικόνες αποτυπώνουν – προφανώς πρόχειρα και επιφανειακά- τις εσωτερικές ταλαντεύσεις και αντιφάσεις των κομμάτων. Η ΝΔ δεν μπορεί να πάρει «διαζύγιο» από ένα σκληρό συντηρητικό προηγούμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατανοεί την συναινετική κουλτούρα της σοσιαλδημοκρατίας και το ΚΙΝΑΛ εμμένει στην δικαίωση για το παρελθόν. Ζούμε όμως την τέταρτη Βιομηχανική επανάσταση. Τα ιδεολογικά στερεότυπα βρίσκονται σε πλήρη δοκιμασία. Και μόνο η κλιματική αλλαγή υποδηλώνει την ανάγκη μιας διαφορετικής προγραμματικής στρατηγικής. Η νέα γενιά, τα «παιδιά του κενού» όπως ευφυώς τα ονομάζει ο Γάλλος διανοούμενος Ραφαέλ Γλυκσμάν, δεν έχουν την ορατότητα ενός καλυτέρου μέλλοντος.
«Παράδοση είναι να δημιουργείς εκ του μηδενός» έλεγε παλαιότερα ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τα βασικά κόμματα της χώρας αναμετρούνται με τον ίδιο τους τον εαυτό. Παγιδεύονται σε αντιπαραθέσεις που επιβάλει μια προηγούμενη εποχή. Συχνά οι κομματικές επιλογές γίνονται με βασικό κριτήριο το στενό εσωκομματικό ακροατήριο που αναπαράγει συμβολισμούς από τα παλιά.
Οποίοι καταφέρουν να κάνουν τα γενναία βήματα μιας μεγάλης αναπροσαρμογής στο σύγχρονο περιβάλλον θα έχουν πετύχει να δώσουν τις πιο χρήσιμες απαντήσεις.
Για την Κεντροαριστερά είναι επείγουσα ανάγκη να σχεδιάσει πιο αποτελεσματικά την προοπτική για το μέλλον. Η φυγή προς τα εμπρός, η ανανέωση των μηνυμάτων, οι σταθερές κοινωνικές αναφορές είναι τα δεδομένα για έναν πιο προωθημένο ρολό. Αρκεί να μην περιοριστεί στο σύνδρομο της δικαίωσης του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Παράταξης. Αρκεί να εργαστεί αποφασιστικά με αναστοχασμό για λάθη και αδυναμίες του παρελθόντος στην κατεύθυνση που έχει δρομολογήσει το ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ. Έναν ευρύ φορέα των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, του Προοδευτικού Κέντρου, της Δημοκρατικής Αριστεράς. Μια νέα πολιτική και κοινωνική συμμαχία που να αντιπροσωπεύει την επόμενη Ελλάδα.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ
Εγώ θα ξεκινήσω, καταρχάς, με μια εύκολη διαπίστωση: Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε πολιτικός αναλυτής, ούτε εν γένει πολιτικός, για να αντιληφθεί ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει ή τουλάχιστον έχει υποχωρήσει. Και οι ιδέες της αλλά και η απήχηση της. Γι’ αυτό χρειάζεται απλά μια εικόνα της πολιτικής πραγματικότητας, ειδικά σε χώρες με βαθιά παράδοση στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, για να αντιληφθούμε τις συνέπειες που έχει το γεγονός αυτό, ακόμα και στους εκλογικούς συσχετισμούς.
Τα ερωτήματα, λοιπόν, που μπαίνουν και στα οποία πρέπει να απαντήσουμε είναι ουσιαστικά δύο:
- Πρώτον γιατί έχασε,
- και δεύτερον, και σημαντικότερο, αν και με ποιο τρόπο αυτή την κρίση μπορούμε να την υπερβούμε, πολιτικά και ιδεολογικά.
Δεν θεωρώ ότι έχουμε έτοιμες τις απαντήσεις. Είναι πολύ σημαντικό, όμως, ότι είμαστε όλοι εδώ και προβληματιζόμαστε, συζητάμε, αναζητούμε τις λύσεις, το πλαίσιο. Θέλω να πω, λοιπόν, ότι είναι πολύ σημαντικές τέτοιες πρωτοβουλίες, συναντήσεις και συζητήσεις. Ειδικά όταν εντάσσονται σε ένα συνολικό πλαίσιο, και με ορίζοντα την ιδεολογική και πολιτική μας Συνδιάσκεψη που έχουμε προγραμματίσει ως Κίνημα Αλλαγής στα μέσα Μαρτίου. Ακριβώς γιατί ανοίγουμε το διάλογο, και πρέπει σε αυτό το πλαίσιο διαμόρφωσης της ιδεολογικής ταυτότητας μας να μπορούν να εκφραστούν διαφορετικές οπτικές γωνίες όλου του ιδεολογικού φάσματος που θέλει να εκφράσει ο σύγχρονος προοδευτικός πόλος. Η σύγχρονη Προοδευτική Παράταξη.
Έρχομαι στον τίτλο: Η Κεντροαριστερά σε ένα κόσμο που αλλάζει. Επιτρέψτε μου να κάνω μία παρένθεση εδώ. Προτιμώ έννοιες ιδεολογικού προσδιορισμού και όχι χωροταξικού. Γιατί έννοιες χωροταξικού – κατά κάποιο τρόπο – προσδιορισμού έχουν πολλές φορές μία βολική ερμηνεία μιας μεγάλης ομπρέλας που τη μετακινούμε κάποιες φορές λίγο προς τη μία ή λίγο προς την άλλη κατεύθυνση για να μπορέσουμε να χωρέσουμε από κάτω ανθρώπους με καταγωγή πολιτική που δεν έχει καμία σχέση ούτε με το σύγχρονο προοδευτικό χώρο, ούτε με τη σοσιαλδημοκρατία και απλά βολεύει λίγο στο αφήγημα και τη ρητορική μας. Γι’ αυτό και εγώ θα μείνω σε όρους ιδεολογικού προσδιορισμού.
Ένας κόσμος που αλλάζει λοιπόν. Να πιάσουμε το νήμα… Οι σοσιαλιστικές ιδέες κυριάρχησαν κατεξοχήν στην περίοδο της βιομηχανικής ακμής της Ευρώπης και συνδυάστηκαν με την ανάγκη και την απαίτηση ενός κοινωνικού συμβολαίου το οποίο θα διασφαλίσει τη δίκαιη κατανομή αυτού του παραγόμενου τότε πλούτου. Συνδέθηκαν με την άνοδο της μεσαίας τάξης. Συνδέθηκαν με την καταπολέμηση, την αντιμετώπιση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Συνδέθηκαν με τα εργασιακά δικαιώματα. Συνδέθηκαν με καθολικές κοινωνικές παροχές δημόσιων και κοινωνικών αγαθών. Και λίγο αργότερα συνδέθηκαν και με τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Όμως, είναι γεγονός ότι σήμερα η παγκοσμιοποίηση έφερε αλλαγές στα δεδομένα επί των οποίων έως τότε έδιναν απαντήσεις οι ιδέες αυτές. Τεράστιες αλλαγές και πολύ μεγάλες αντιφάσεις τις οποίες τα σοσιαλιστικά κόμματα, πρώτον, δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν και, δεύτερον και σημαντικότερο, δεν μπόρεσαν να δώσουν εκ νέου πειστικές, νέες σύγχρονες απαντήσεις σε αυτά τα νέα δεδομένα.
Η εργασία αλλάζει και οι πιο παραδοσιακοί σύμμαχοι του πολιτικού μας χώρου, οι εργαζόμενοι, είναι αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες των αλλαγών αυτών. Των τεχνολογικών αλλαγών, της αυτοματοποίησης, της καθήλωσης των αμοιβών. Μιας πολύ μεγάλης ελαστικότητας που βλέπουμε σήμερα στις εργασιακές σχέσεις, ακόμα και στο χώρο και το χρόνο της εργασίας. Όταν βλέπουμε τη μεσαία τάξη να αγωνιά για την ποιότητα της ζωής της, να βλέπει τις προοπτικές κοινωνικής ανόδου για αυτήν να δυσχεραίνουν. Όταν ο πληθυσμός στην ύπαιθρο συρρικνώνεται. Όταν η ποιότητα των δημόσιων και κοινωνικών παροχών, της Υγείας, της Παιδείας μειώνεται. Όταν επικρατεί ένα συνολικό πλαίσιο ανασφάλειας σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και, κυρίως, ανασφάλεια και αβεβαιότητα ειδικά στη νέα γενιά.
Και αυτό, φυσικά, σε συνδυασμό με την Κλιματική Αλλαγή που πλέον θέτει υπό ευθεία απειλή τη ζωή μας. Σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα που θέτουν οι πολύ αυξημένες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, για διαφορετικές αιτίες. Σε συνδυασμό, ακόμα, με τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η λειτουργία της Δημοκρατίας και των Θεσμών.
Και όλο αυτό διαμορφώνει ένα περιβάλλον και μία αίσθηση στον κόσμο ότι και οι πολιτικοί και κοινοβουλευτικοί μας θεσμοί είτε υποτάσσονται σε μεγάλα διεθνή οικονομικά κέντρα και διεθνείς αλλά μη ελεγχόμενους θεσμούς, είτε υποκαθίσταται από ένα μοντέλο ολιγοπωλιακών μέσων ενημέρωσης, και από τα fake news του διαδικτύου. Και εκεί έχουμε την αίσθηση ότι δεν υπάρχει ο σεβασμός σε ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς και δομές, αλλά κυριαρχεί η υπεροχή της δύναμης, της ισχύος του καθενός, οικονομικής πολιτικής ή άλλης μορφής.
Είναι προφανές ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα όχι μόνο άργησαν να δώσουν απαντήσεις αλλά όπου έδωσαν αυτές ήταν δειλές, ήταν άτολμες, ήταν τυχοδιωκτικές και σίγουρα δεν έπεισαν. Ειδικά στην Ευρώπη, που μέσα στην κρίση, τις περισσότερες φορές, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις ταυτίστηκαν και πήραν τη μορφή συμπληρώματος, ως δεκανίκι, ακραίων συντηρητικών πολιτικών που διέλυσαν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και που αύξησαν τις κοινωνικές ανισότητες.
Εδώ θέλω να προσθέσω μία ιδιαιτερότητα που έχει η Ελλάδα, ακόμα περισσότερο μέσα στην κρίση. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω το ποιος έφερε την κρίση, ποιος τη διαχειρίστηκε, τι έκανε ο καθένας. Νομίζω ότι δέκα χρόνια μετά είναι σαφής η ανάγνωση που πρέπει να κάνουμε, τουλάχιστον ως προς τα γεγονότα της κρίσης. Θα πω όμως το εξής: Οι συνθήκες ακραίας δημοσιονομικής αναγκαιότητας που διαμορφώθηκαν στη χώρα μας μέσα στην κρίση, επέβαλαν τη διαμόρφωση και την εφαρμογή ενός μείγματος πολιτικής που κατά πλειοψηφία δεν διαμορφώθηκε εντός των συνόρων και των τειχών της χώρας μας. Το μείγμα αυτό πολιτικής, όμως, εφαρμόστηκε από χώρους και κόμματα διαφορετικά, ιδεολογικά και πολιτικά, δίνοντας την αίσθηση στον κόσμο, λόγω και της διάρκειας της κρίσης, ότι πρώτον, η πολιτική στην Ελλάδα δεν μπορεί να δώσεις λύσεις αλλά, σημαντικότερο από αυτό για μένα, ότι αλλοίωσε τα όρια της ιδεολογικής διακριτότητας στα διάφορα πολιτικά κόμματα και τους διάφορους πολιτικούς χώρους.
Έτσι, λοιπόν, διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο στο οποίο το παραδοσιακό αντίβαρο των συντηρητικών δυνάμεων που ήταν η Σοσιαλδημοκρατία αποδυναμώθηκε, αποσαρθρώθηκε. Αλλά αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι στην Πολιτική δεν υπάρχουν κενά. Και το ρόλο αυτού του αντίβαρου πήραν άλλες δυνάμεις. Ο λαϊκισμός, η δημαγωγία, ακραίες φωνές. Όλοι αυτοί που μας προτείνουν να χτίσουμε τείχη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Που μας παρουσιάζουν τους ξένους ως αιτία του προβλήματος. Τους διαφορετικούς. Που πιστεύουν σε δήθεν μεσσίες και ισχυρούς ηγέτες αλλά επί της ουσίας οδηγούν στη χειρότερη μορφή απολυταρχισμού και αυταρχισμού. Στο ρατσισμό, ακόμη και σε φασιστικές αντιλήψεις, ξανά, στις κοινωνίες μας. Σε κάθε λογής Τράμπ, Όρμπαν, Σαλβίνι και μαζί με αυτούς, όμως, και σε ένα αντιδραστικό πλαίσιο που προτάσσει την περικοπή του κοινωνικού κράτους και που θέτει ακόμα την ανάγκη αντιμετώπισης της «τυραννίας» των μειοψηφιών.
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει απάντηση. Όταν λέμε απάντηση δεν εννοούμε με τη μορφή του να δείχνουμε και εμείς τον εχθρό και να ετεροπροσδιοριζόμαστε φτιάχνοντας μέτωπα στην λογική του «αντί-». Ο προοδευτικός χώρος και η προοδευτική αντίληψη έχουν μάθει να δίνουν λύσεις στα προβλήματα, να αντιμετωπίζουν το φόβο που προέρχεται από τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Έχουν μάθει να δίνουν απαντήσεις στην ανασφάλεια μίας κοινωνίας που βρίσκεται προ μεγάλων αλλαγών.
Αυτό προϋποθέτει το δικό μας ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό. Ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να πούμε.
Θα μου επιτρέψετε έξι βασικούς άξονες γύρω από αυτά τα ερωτήματα.
1.Πρώτον, ως προς το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ή συνολικά, ως ιδεολογικό μοντέλο. Είμαστε με την ανοιχτή οικονομία. Όχι με την Ελεύθερη. Με την ανοιχτή απέναντι σε κλειστά κέντρα και συμφέροντα, σε κάθε μορφής ολιγοπώλια ή μονοπώλια. Απέναντι σε έναν αυθαίρετο συντεχνιασμό που κρατάει δέσμιες τις πραγματικά παραγωγικές δυνάμεις τις κοινωνίας. Είμαστε με την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Είμαστε με τους ελεύθερους επαγγελματίες. Είμαστε με τους επιστήμονες. Είμαστε με τους αγρότες. Είμαστε με όλους αυτούς που μπορούν ξανά να παράξουν υγιώς νέο πλούτο. Αλλά είμαστε μαζί τους όχι όπως ήμασταν πριν δέκα, είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια. Είμαστε μαζί τους σε μία νέα εποχή όπου η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, η απόλυτη αυτοματοποίηση διαδικασιών, εργασιών, επαγγελμάτων, γνωστικών αντικειμένων φέρνει τεράστιες προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση αφορά στο πώς αντιλαμβανόμστε την έννοια της εκπαίδευσης. Με ριζικές αλλαγές που χρειάζονται σήμερα ακόμα και στα προγράμματα σπουδών των ακαδημαϊκών μας Ιδρυμάτων για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις και όχι σε ένα πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης του 80’. Να τα διασυνδέσουμε με την αγορά εργασίας. Να τα εκσυγχρονίσουμε, να τα ανοίξουμε στην κοινωνία. Δεύτερη πρόκληση η απαίτηση για την αναβάθμιση του εργατικού μας δυναμικού. Με μεταρρυθμίσεις σοβαρές στα μοντέλα επαγγελματικής κατάρτισης και εργασιακής εμπειρίας. Τρίτον, ακόμα και στις δομές πρόνοιας, για όλο αυτό το στάδιο μετάβασης στη νέα ψηφιακή εποχή. Αλλά υπάρχουν και ευκαιρίες. Οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν ευκαιρίες για περισσότερη ανάπτυξη, περισσότερες θέσεις απασχόλησης, βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο της τεχνολογικής εποχής το οποίο θα λαμβάνει υπόψη όλες αυτές τις δυνατότητες και θα μπορεί να παρέχει περισσότερες, ποιοτικότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
2.Η παραγωγή νέου πλούτου, για εμάς, δεν πάει μόνη της. Είναι στρατηγική, ιδεολογική και πολιτική μας προτεραιότητα ένα νέο μοντέλο ουσιαστικής και αποτελεσματικής αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου για να μπορέσουμε να χτυπήσουμε τις νέες κοινωνικές ανισότητες. Ένα νέο μοντέλο σύγχρονου κοινωνικού κράτους, όχι με τη λογική μιας επιδοματικής εξάρτησης των εκάστοτε αδύναμων από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Να μιλήσουμε ξανά για ποιοτικές σύγχρονες δημόσιες παροχές και υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης. Και στο δίλημμα που λέει καθολικά ή μερικά κοινωνικά αγαθά απαντάμε: Καθολικά για αυτούς που το έχουν ανάγκη. Σε συνδυασμό με μία δημόσιας φύσεως παροχή των στοιχειωδών απαιτούμενων κοινωνικών αγαθών. Αλλά αυτό μόνο δεν φτάνει. Πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε σοβαρά και για μεγάλες και βαθιές μεταρρυθμίσεις στα φορολογικά συστήματα, να μιλήσουμε για τον έλεγχο της διεθνούς κερδοσκοπίας, να χτυπήσουμε τους φορολογικούς παραδείσους ακόμα και για μεγάλες μεταρρυθμίσεις που αφορούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Γιατί πρέπει να είναι προεξέχον σημείο ότι ο κοινωνικός προσανατολισμός για εμάς είναι στρατηγική προτεραιότητα.
3.Έρχομαι στο τρίτο σημείο που αφορά τη θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας. Την πλήρη, σαφέστατη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία των Θεσμών. Αυτό είναι η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος σε έναν κόσμο που δεν μας εμπιστεύεται. Αυτό, όμως, πρέπει να περιλαμβάνει και διάφορους νέους τρόπους ελέγχου κάθε λογής αυθαιρεσιών. Να περιλαμβάνει νέες συμμετοχικές διαδικασίες. Να περιλαμβάνει νέα μοντέλα διαφάνειας και λογοδοσίας παντού. Και αν θέλετε, ακόμα πιο σημαντικό από αυτά, να μοντέλο το οποίο φεύγει από τα υψηλά κλιμάκια της πυραμίδας της δημόσιας διοίκησης και θα φτάνει μέχρι κάτω με όρους απόλυτης αξιοκρατίας. Όχι μία ελιτίστικης αριστείας αλλά με το συναίσθημα που πρέπει να περάσουμε ξανά στον κόσμο ότι «η προσπάθειά σου ανταμείβεται». Αυτή είναι η αντίληψη που πρέπει να εκφράσει ο προοδευτικός χώρος. Μόνο έτσι πάνε μπροστά οι κοινωνίες.
4.Έρχομαι στο τέταρτο που αφορά τη δική μας αντίληψη για την ανοιχτή κοινωνία. Αυτό πιστεύουμε. Αυτοί είμαστε. Ανοιχτή κοινωνία μακριά από οποιασδήποτε μορφής διακρίσεις που προϋποθέτει από ένα σοβαρό προοδευτικό χώρο να υπερασπιστεί ατομικά δικαιώματα, να υπερασπιστεί κοινωνικές ελευθερίες, χτυπώντας οποιαδήποτε έννοια ρατσισμού φυλετικού, κοινωνικού, σεξουαλικού ή οποιασδήποτε άλλης μορφής. Και αυτό είναι βασικό στοιχείο της ταυτότητας μας. Το πώς αντιλαμβανόμαστε έξω τον κόσμο, ειδικά σε μία κοινωνία που σήμερα καλείται είναι υποδεχθεί ανθρώπους με διαφορετική φυλετική, θρησκευτική καταγωγή και να μπορέσει, συνολικά σε ένα Ευρωπαϊκό μοντέλο, να τους ενσωματώσει και όχι να τους περιχαρακώσει.
5.Το πέμπτο σημείο αφορά το πώς αντιλαμβανόμαστε σήμερα τις προκλήσεις της Κλιματικής Κρίσης. Και το λέω αυτό γιατί ειδικά σήμερα η κλιματική κρίση δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζαμε κάποτε. Δεν τη βλέπουμε μόνο στον Αμαζόνιο, δεν τη βλέπουμε μόνο στην Αυστραλία, τη βλέπουμε σε πάρα πολλές εκφάνσεις της καθημερινότητας μας. Και ειδικά για τη νέα γενιά η κλιματική κρίση δεν είναι απλά ένα μοντέρνο θεματικό αντικείμενο για να εκφέρουμε ριζοσπαστικό λόγο. Είναι όρος επιβίωσης για τις επόμενες δεκαετίες. Και εδώ θα πρέπει να μιλήσουμε ξανά για ένα νέο οικονομικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, ένα νέο ενεργειακό μοντέλο που θα βασίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά και πιο εξειδικευμένα στην εξασφάλιση των πόρων για τη «δίκαιη μετάβαση» και για εναλλακτικούς τρόπους ανάπτυξης, ειδικά στις κοινωνίες που πλήττονται από την αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής.
6.Και έρχομαι στο έκτο σημείο που είναι ότι ο προοδευτικός χώρος είναι συνυφασμένος με τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας. Και ειδικά σήμερα, όταν έχουμε απέναντι μας μία Ευρώπη με ένα τεράστιο έλλειμμα ηγεσίας, τεράστιο έλλειμα προοπτικής, ένα τεράστιο έλλειμα οράματος. Που ξεκίνησε πολύ φιλόδοξα πριν από περίπου 50 χρόνια όλα τα βήματα για την πολιτική της ολοκλήρωση αλλά σταμάτησε κάπου στη νομισματική Ένωση. Και σήμερα που το οικοδόμημα αμφισβητείται, σήμερα με την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, των ακραίων φωνών, με τη Μ. Βρετανία να αποχωρεί, σήμερα που απλά στα λόγια μιλάμε για κοινή εξωτερική πολιτική, κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αλλά ειδικά εμείς που είμαστε το σύνορο της Ευρώπης δεν το βλέπουμε στην πράξη στα Εθνικά μας θέματα, σήμερα πρέπει να μιλήσουμε ξανά για το δικό μας όραμα για την Ευρώπη. Για την πολιτική της εμβάθυνση, την πολιτική της ενοποίηση, την πολιτική της ολοκλήρωση, για ένα μοντέλο ομοσπονδιακό, ως σύνολο εθνικών κρατών. Να περιγράψουμε το δικό μας μοντέλο για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Και εδώ ακριβώς μπαίνει και η αντίληψή μας συνολικά για τη διαχείριση των Εθνικών μας θεμάτων και των πιθανών αντιπαραθέσεων που έχουμε. Είναι μία αντίληψη βαθιά θεσμική που βασίζεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και στην ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας. Όλων των ζητημάτων. Αλλά εδώ ακριβώς προέχει το να υπάρχουν διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί και δομές που θα χαίρουν σεβασμό και δεν θα είναι απλοί παρατηρητές των διεθνών εξελίξεων, όπως σήμερα.
Κλείνω με το εξής…
Εγώ προέρχομαι από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και είμαι περήφανος για αυτό. Είμαι περήφανος γιατί ανήκω σε ένα χώρο ο οποίος πραγματικά άλλαξε την εικόνα της κοινωνίας και της χώρας. Έκανε λάθη; Φυσικά και έκανε λάθη. Αλλά είμαι περήφανος ακόμα περισσότερο για την αντίληψη που έφερε το ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό σύστημα, που όταν ιδρύθηκε το 1974, δεν έφερε στην εποχή του τα συνθήματα, τα δεδομένα και τις προκλήσεις μιας προηγούμενης εποχής. Αντιμετώπισε ριζοσπαστικά, με τη δική του προοδευτική αντίληψη, την εποχή που ερχόταν. Έδωσε προοπτική, έδωσε όραμα, έδωσε ελπίδα σε ένα κόσμο που το είχε ανάγκη τότε. Και αυτός είναι ο λόγος που δέθηκε πραγματικά με την ελληνική κοινωνία.
Σήμερα αυτή είναι ξανά η υποχρέωση μας. Ακριβώς για αυτό το λόγο το Κίνημα Αλλαγής είναι στρατηγική μας επιλογή. Είναι στρατηγική επιλογή που παίρνει τη δύναμη της από μία μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη και παράλληλα καθοδηγείται από αυτό το ριζοσπαστισμό που λέει ότι δεν ερχόμαστε σήμερα με όρους νοσταλγίας και θυμικού να αναμασήσουμε συνθήματα μιας άλλης εποχής που δεν είναι επίκαιρα. Η πρόκληση για εμάς σήμερα είναι να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο που θα δώσει απαντήσεις για τα χρόνια και τις δεκαετίες που έχουμε μπροστά μας. Και αυτή είναι η πρόκληση στην οποία όλοι μας πρέπει να ανταποκριθούμε. Για να μπορέσουμε να συγκεράσουμε και να συνθέσουμε συναφείς ιδεολογικούς χώρους – το προοδευτικό κέντρο, τη σοσιαλδημοκρατία, την ανανεωτική αριστερά και τη σύγχρονη αριστερά που δεν τη χαρίζουμε σε κανέναν – για να πούμε ότι η προοδευτική αντίληψη, που δεν εκφράστηκε, ειδικά μέσα στην κρίση, έχει σχέδιο, έχει όραμα, έχει πλαίσιο συγκεκριμένο, που με σαφήνεια θέλει να απευθυνθεί ξανά στην κοινωνία. Απλά είναι σημαντικό για μένα το να φύγουμε από τη λογική απλά της πόλη της καθαρότητας.
Δεν φτάνει να τα λέμε καλά εδώ μέσα. Ο προοδευτικός χώρος ήταν χρήσιμος για την κοινωνία γιατί πάντα είχε μάθει να παρεμβαίνει, να δίνει μάχες, να αλλάζει τη ζωή του κόσμου. Άρα, λοιπόν, στόχος πρέπει να είναι ένας ρόλος βαθιά παρεμβατικός και χρήσιμος. Για να μπορέσει να γίνει ο χώρος και πλειοψηφικός.
Το Κίνημα Αλλαγής, λοιπόν, κάνει μία προσπάθεια με πολύ μεγάλες δυσκολίες. Φυσικά και έκανε λάθη. Φυσικά μπορεί να είχαμε ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες. Κατάφερε, όμως, σήμερα, να κατοχυρώσει με απόλυτη σαφήνεια μία πολιτική και ιδεολογική διακριτότητα στο πολιτικό μας σύστημα. Ένα νέο πολιτικό σύστημα, όπου έχουμε από τη μία πλευρά μία Νέα Δημοκρατία η οποία πίσω από τα διάφορα επικοινωνιακά συννεφάκια που συνοδεύουν το κυβερνητικό έργο, κρύβει μία βαθιά συντηρητική ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση που ενισχύει την εργοδοτική αυθαιρεσία, υπονομεύει τις εργασιακές σχέσεις, δημιουργεί συνολικά ένα πλαίσιο επισφάλειας για αυτούς που έχουν πληγεί μέσα στην κρίση. Ακόμα και ένα κόσμο που τον συσπείρωσε στη λογική της πολιτικής σταθερότητας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα που βήμα – βήμα ξετυλίγεται όλο το πραγματικό πλαίσιο του κυβερνητικού της έργου και προγράμματος, αυτός ο κόσμος απελευθερώνεται και ψάχνει διέξοδο έκφρασης.
Και έχουμε από την άλλη πλευρά ένα ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος παρά τις δήθεν εξαγγελίες για μετριοπαθείς στροφές, δείχνει ότι τώρα που έχει χάσει τη συγκολλητική ουσία της εξουσίας, ένας σχηματισμός ανθρώπων από όλο το εύρος του ιδεολογικού φάσματος, χωρίς καμία ιδεολογική αναφορά, χωρίς πολιτική ταυτότητα και κάτω από ρητορικές ομπρέλες εύκολες αλλά αδύναμες να κάνουν ουσιαστική παραγωγική αντιπολίτευση, χωρίς κοινωνικές αναφορές σε μαζικούς χώρους, δεν μπορεί να εκφράσει πραγματικά μία πλατιά κοινωνική βάση η οποία επίσης αναζητά έναν νέο προοδευτικό τρόπο αντίληψης μακριά από ιδεοληψίες και μακριά από λαϊκισμούς.
Γι’ αυτό το Κίνημα Αλλαγής είναι στρατηγική μας επιλογή. Και δεν φοβόμαστε καθόλου το διάλογο. Είμαστε και θα είμαστε σε ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία. Με όλους τους πολίτες που ψάχνουν ξανά τρόπο και χώρο έκφρασης. Με σχέδιο. Με ιδεολογικό πλαίσιο σαφές, προγραμματικό, πολύ συγκεκριμένο, με μία νέα προοδευτική αντίληψη με την οποία θέλουμε και μπορούμε να δώσουμε λύσεις. Η θέση μας, λοιπόν, είναι έξω, είναι δίπλα στους πολίτες, είναι δίπλα στην κοινωνία και πιστεύω ότι με το πλαίσιο των διαδικασιών, του ανοιχτού διαλόγου που ξεκινάμε και φιλοδοξούμε να ολοκληρώσουμε τον επόμενο μήνα, μπορούμε να βάλουμε τα σαφή όρια παραγωγής πολιτικής για ένα χώρο χρήσιμο, πραγματικά προοδευτικό.
Και θα τα καταφέρουμε!
Π. ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
Η σχέση του κράτους δικαίου και της σοσιαλδημοκρατίας είναι
οργανική και διηνεκής. Το κράτος δικαίου αποτελεί το μέσον δια του
οποίου η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να παράσχει τις εγγυήσεις ενός
πλέγματος πολιτικών και μέτρων για την ανάπτυξη και την διατήρηση
της κοινωνικής αλληλεγγύης, της βιώσιμης και ισορροπημένης
ανάπτυξης καθώς και για την κατοχύρωση των ατομικών
δικαιωμάτων. Η συνέχεια και η βιωσιμότητα των πολιτικών
εξαρτώνται από την ποιότητα της νομοθέτησης και της δικαιοσύνης,
από τον βαθμό ανοιχτότητας και διαφάνειας των θεσμών καθώς και
από την ένταση του κοινωνικού ελέγχου του κράτους.
Προκειμένου το κράτος να ανταποκριθεί στην αποστολή του αυτή,
πρέπει να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς μεταρρύθμισης με
σκοπό την διασφάλιση της διαφάνειας, της ισονομίας και της
αξιοκρατίας. Για περισσότερο από 50 χρόνια, οι Δυτικές Δημοκρατίες,
καθώς και πολλές χώρες προερχόμενες από τον δεύτερο και τον τρίτο
κόσμο, εφάρμοσαν η πειραματίστηκαν, άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε
ανεπιτυχώς, με τέτοιου τύπου μεταρρυθμίσεις. Πολλές από τις
διοικητικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων δεκαετιών αποτελούν
αντιδάνεια αλλαγών και προσαρμογών των ιδιωτικών επιχειρήσεων
στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο: Αποτελεσματικότητα και
αποδοτικότητα, στρατηγικός σχεδιασμός και στοχοθεσία,
προϋπολογισμοί βάσει αποτελεσμάτων, όλες αυτές οι ετικέττες περί
των οποίων πολλή συζήτηση έχει γίνει και στη χώρα μας,
δοκιμάστηκαν, πρώτα, στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και εν
συνεχεία, από την δεκαετία 1980 και μετά, μεταλαμπαδεύτηκαν μαζικά
στον δημόσιο τομέα.
Η σοσιαλδημοκρατία επηρέασε πολλές από τις μεταρρυθμίσεις. Η
διαβούλευση, για παράδειγμα, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους
είναι κατάκτηση των σκανδιναβικών χωρών (βλ. Nordic Model). Το
ίδιο ισχύει και για την επαναφορά του κοινοτισμού και των δικτύων.
Το πως, όμως, εφαρμόστηκαν οι μεταρρυθμίσεις σε κάθε χώρα και, το
κυρίώτερο, τι πέτυχαν και κατά πόσο βελτίωσαν την δημόσια
διοίκηση των χωρών που εφαρμόστηκαν, αυτό δεν καθορίστηκε μόνο
από τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις αλλά και από το οικονομικό,
μορφωτικό και πολιτισμικό επίπεδο κάθε χώρας. Ενώ οι αφετηρίες
πολλών εκ των μεταρρυθμίσεων ανάγονται σε παραδόσεις που δεν
έχουν σχέση με την Δύση και τον ατομοκεντρικό πολιτισμό μας (βλ.
ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το εξ Ανατολών προερχόμενο
κίνημα της Ποιότητας το οποίο οδήγησε σε σημαντική αναβάθμιση τις
παρεχόμενες υπηρεσίες) ενσωματώθηκαν, βαθμηδόν, στον δικό μας
σύστημα αξιών και, σήμερα, αποτελούν σταθερό κεφάλαιο των
μεταρρυθμίσεων. Η ποιότητα, όμως, των υπηρεσιών εξακολουθεί να
είναι διαφορετική στη Φινλανδία απ’ ότι στην Ελλάδα κι αυτό
οφείλεται στο ότι οι μεταρρυθμίσεις παράγουν αποτελέσματα μόνον
εντός ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, εντός του οποίου
αναπτύσσονται. Μια διοικητική μεταρρύθμιση όπως οι προηγούμενες
δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον
αυταρχισμού και περιστολής των ατομικών δικαιωμάτων.
Γι’ αυτό και στην Ελλάδα τέτοιες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις έγιναν
μόνον κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την
δημοκρατική παράταξη. Αντίθετα από την συντηρητική παράταξη, αυτή
δρομολόγησε μεγάλης εμβέλειας μεταρρυθμίσεις πετυχαίνοντας την
εμβάθυνση της δημοκρατίας, την αντιμετώπιση του πελατειασμού και
την κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους. Μεταξύ αυτών,
συγκαταλέγονται οι κορυφαίες μεταρρυθμίσεις που αναφέρονται στο
αντικειμενικό σύστήμα προσλήψεων («ΑΣΕΠ»), η δημιουργία μιας
βιώσιμης αυτοδιοίκησης («Καποδίστριας», «Καλλικράτης»), η
δημιουργία κοινωνικού ελέγχου της δημόσιας διοίκησης («Συνήγορος
του Πολίτη») και η δημιουργία ελεγκτικών μηχανισμών (ΣΔΟΕ, Σώμα
ελεγκτών).
Παρά τις μεταρρυθμίσεις αυτές η Ελλάδα εξακολουθεί να μην έχει μια
αξιόπιστη δημόσια διοίκηση και πολλά ακόμη πρέπει ν’ αλλάξουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίοδος διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ
αποτέλεσε μια από τις περιόδους στην ιστορία της ελληνικής δημόσιας
διοίκησης, όπου όχι μόνον δεν προωθήθηκε καμία ουσιαστική
μεταρρύθμιση αλλά, αντιθέτως, υπονομεύθηκαν και εκείνες που
υπήρχαν ήδη. Η διακυβέρνηση αυτή ανέδειξε την «αριστερή» όψη του
πελατειακού κράτους η οποία συναρτάται προς την «δεξιά» για την
οποία είχαν γραφτεί και ειπωθεί πολλά.
Χρέος πολιτικό και κοινωνικό της Κεντροαριστεράς είναι, λοιπόν, η
υποστήριξη μιας ατζέντας διοικητικών μεταρρυθμίσεων που θα
απαντούν τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νεώτερα προβλήματα.
Θεωρώ, δε, ότι η ατζέντα αυτή πρέπει να προταχθεί έναντι των
υπολοίπων προτάσεων και μέτρων πολιτικής διότι, από την ποιότητα
των επεξεργασιών και των προτάσεών της θα επηρεαστούν,
αναλόγως, όλες οι υπόλοιπες προτάσεις μας.
Ο χαρακτήρας των διοικητικών μεταρρυθμίσεων είναι, βαθύτατα,
πολιτικός, αφού απαντά τόσο στις νεες προκλήσεις του αυταρχισμού
και του λαϊκισμού, της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής
επανάστασης, όσο και στις παλαιότερες του πελατειασμού και της
κομματοκρατίας. Η δημοκρατική παράταξη, η σύγχρονη
Κεντροαριστερά θα συνεχίσι να επιδιώκει τους ίδιους στόχους με νέα
μέσα. Είμαι, δε, βέβαιος ότι η επιτυχία των στόχων αυτών μπορεί να
σημάνει και την ολική επαναφορά της στο πολιτικό προσκήνιο.
Γ.ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ
Η ένταση στα ελληνοτουρκικά υποδέχτηκε πανηγυρικά τη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως ακριβώς είχε υποδεχτεί πριν 23 χρόνια περίπου τη νεοεκλεγμένη τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Η επανάληψη ενός θερμού επεισοδίου, όπως έγινε τότε στα Ίμια, πλανιέται σαν φάντασμα τους τελευταίους μήνες πάνω από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η ακραία προκλητική στάση του Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί παρά ένα καλά σχεδιασμένο κομμάτι στο παζλ της υπερδυναμοποίησης της Τουρκίας στην περιοχή και των επεκτατικών του σχεδίων σε Συρία, Λιβύη, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Οι διεκδικήσεις του Ερντογάν δεν έπεσαν βέβαια ως κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα είχε την «εντιμότητα» να τις θέσει πολύ καθαρά μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο της Αθήνας, ενώπιον του απερχομένου ΠτΔ, αμφισβητώντας ανοιχτά την συνθήκη της Λωζάνης την οποία παρουσίασε ως ξεπερασμένη. Να θυμηθούμε επίσης ότι η αμφισβήτηση των συνόρων της συνθήκης της Λωζάνης αφορά περιμετρικά τα σύνορα της Τουρκίας, όπου την… παιρνει να τα αμφισβητήσει φυσικά. Κι ακόμα ότι η αμφισβήτηση αυτή δεν γίνεται αποκλειστικά από τον Ερντογάν αφού και η Κεμαλική αντιπολίτευση τον υπερακοντίζει συχνά σε νησιωτικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, σε υφαλοκρηπίδες κλπ.
Η χώρα μας εμφανίζεται για μια ακόμη φορά αιφνιδιασμένη και διπλωματικά απροετοίμαστη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η διαχρονική αντιμετώπιση των εθνικών μας θεμάτων δεν γίνεται στη βάση μιας πολύπλευρα επεξεργασμένης, καλά μεθοδευμένης και διακομματικά συμφωνημένης εθνικής στρατηγικής. Γίνεται κάθε φορά που οι Τούρκοι ανακινούν, για τους δικούς τους λόγους, τα θέματα των διεκδικήσεών τους, με ευθύνη και χειρισμούς αποκλειστικά της κάθε κυβερνητικής πλειοψηφίας και πάντα με χρυσό οδηγό τη σκέψη «να τη γλυτώσουμε κι αυτή τη φορά».
Οι λεονταρισμοί των εν αποστρατεία παρευλανόντων στα κανάλια – κατά σύμπτωση οι εν αποστρατεία είναι οι πλέον πολεμοχαρείς – και η αναβίωση του συνθήματος «ΕΛΛΑΣ-ΓΑΛΛΙΑ-ΣΥΜΜΑΧΙΑ» που ευτυχώς ο Μακρόν επιβεβαίωσε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο για μια ακόμα φορά, δεν είναι αρκετά για να περιορίσουν στη «γαλάζια πατρίδα» του Σουλτάνου.
Η «γαλάζια πατρίδα» δεν αντιμετωπίζεται αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια δική μας «γαλανόλευκη πατρίδα». Η αναγκαία ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, δεν μπορεί να αποτελεί την μοναδική δική μας περήφανη απάντηση στα σχέδια του τουρκικού επεκτατισμού. Το σύνθημα «προετοιμαζόμαστε για τον πόλεμο για να έχουμε ειρήνη» που ενστερνίζονται οι πάντες σχεδόν, πρέπει να γίνει «εργαζόμαστε για την ειρήνη για να μην έχουμε πόλεμο». Δεν μπορεί να θυμόμαστε την οικοδόμηση των συμμαχιών μας, την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και συμφερόντων μας, την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης με τους γείτονές μας, μόνο κάθε φορά που εκείνοι μας απειλούν. Ούτε επιτρέπεται να ξανασυζητάμε κάθε φορά – εμείς που θεωρούμε ότι εκπροσωπούμε τη διεθνή νομιμότητα – αν θα πάμε στη Χάγη. Έπρεπε από χρόνια και ανεξαρτήτως κυβερνητικών πλειοψηφιών, να προετοιμαζόμαστε νομικά και διπλωματικά για τη δύσκολη μάχη της Χάγης που κάποια στιγμή θα υποχρεωθούμε να δώσουμε. Το επιχείρημα ότι «θα χάσουμε κι εμείς κάτι» αποδυναμώνει προκαταβολικά τη θέση μας αλλά και την ειλικρίνεια της προσήλωσής μας στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υποδαυλίζεται από δύο σοβαρές αιτίες, κάνοντάς την κατάσταση ακόμα πιο εκκρηκτική. Ο ένας είναι η εκκρεμότητα του άλυτου Κυπριακού προβλήματος. Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι μια ενιαία Κυπριακή κρατική οντότητα θα διαχειριζόταν σήμερα η ίδια τις έρευνες στα θαλάσσια οικόπεδά της και θα καρπωνόταν τα κέρδη που θα προέκυπταν χωρίς να δίνει σε κανέναν το πρόσχημα της δήθεν προστατευτικής επέμβασης.
Δυστυχώς χάθηκαν αρκετές ευκαιρίες για να δοθεί μια αξιοπρεπής λύση. Οι απρσχημάτιστες παρεμβάσεις της Τουρκίας αλλά και οι εθνικιστικές εξάρσεις που επεκράτησαν, με φωτεινές εξαιρέσεις, στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά δεν επέτρεψαν την επικύρωση μιας βιώσιμης συμφωνίας. Η πεποίθηση ότι η ιστορία αρχίζει κάθε φορά από εκεί που μας συμφέρει έχει αποδειχθεί ολέθρια πολλές φορές. Πιο σημαντική ήταν η ευκαιρία που χάθηκε με την καταψήφιση από τους ελληνοκύπριους του σχεδίου Ανάν που είχε υπερψηφίσει η άλλη πλευρά. Καθοριστική στην εξέλιξη αυτή ήταν η ευθύνη του Κώστα Καραμανλή και του Τάσσου Παπαδόπουλου. Ευτυχώς που ο Κώστας Σημίτης είχε προλάβει να εντάξει την Κύπρο στην ΕΕ.
Η επόμενη – και τελευταία μάλλον – ευκαιρία χάθηκε το ?17 στην Ελβετία, όπου διαφάνηκε συμφωνία για την εκ περιτροπής προεδρία αλλά έγινε και κατάθεση, για πρώτη φορά, συγκεκριμένων ρεαλιστικών χαρτών για το εδαφικό. Η εμμονική στάση της ελληνικής πλευράς και ιδιαίτερα τότε υπουργού εξωτερικών, για άμεση αποχώρηση όλων των Τούρκων στρατιωτών από το νησί – σημειωτέον, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε ένας με βάση το σχέδιο Ανάν – στάθηκε εμπόδιο για την διακοπή ουσιαστικά των συνομιλιών. Οι πρόσφατες προσπάθειες του ΓΓ του ΟΗΕ έχουν περισσότερο τυπικό χαρακτήρα ενώ η πιθανή αποχώρηση του Ακιντζί από την προεδρία των τουρκοκυπρίων φαίνεται να στέλνει την «ενιαία Κύπρο» οριστικά στις καλένδες. Από τη στιγμή μάλιστα που ο σημερινός Πρόεδρος, ο μοναδικός αρχηγός κόμματος που σήκωσε το πολιτικό κόστος της στήριξης του σχεδίου Ανάν, φαίνεται να έχει περάσει πλέον στην άλλη πλευρά. Δυστυχώς τα συνεχιζόμενα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα και, το κυριώτερο, τα βρίσκουμε και θα τα βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας.
Η δεύτερη αιτία είναι η εργαλειοποίηση του προσφυγικού που αξιοποιεί εκβιαστικά ο Ερντογάν όταν το κρίνει σκόπιμο. Η ψευτοδιεθνιστική ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ και οι κουτοπονηριές περί ηλιοθεραπείας και εξάτμισης των προσφύγων οδήγησαν τελικά στην επιβολή του κλεισίματος των συνόρων από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, παρά την υποδειγματική από τότε στάση της Μέρκελ και στο ζήτημα αυτό. Η εφαρμογή ωστόσο από τον Ερντογάν, κατά τα πρώτα χρόνια, της συμφωνίας με την Ευρώπη, προκειμένου να εισπράττει τα «φύλακτρα» προσφύγων απεσόβησαν την έκκρηξη του ζητήματος, περιορίζοντας το κοινωνικό πρόβλημα στα νησιά του Αν. Αιγαίου. Η σκόπιμη διαιώνιση από την προηγούμενη κυβέρνηση της διαδικασίας απονομής ασύλου, ως προσχήματος για την αποτροπή της επαναπροώθησης των μη δικαιουμένων, διόγκωσε το πρόβλημα δημιουργώντας αντιδράσεις με αρνητικές επιπτώσεις
Η κυβέρνηση της ΝΔ βρέθηκε αντιμέτωπη με την αλλαγή στάσης του Ερντογάν και την ανεξέλεγκτη αύξηση των μεταναστευτικών ροών για την οποία αποδείχτηκε αιφνιδιασμένη και απροετοίμαστη. Την αντιμετώπισε, μέχρι πρόσφατα, στο πλαίσιο της δικής της ιδεοληψίας που θεωρεί ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο ως μέρος της ατζέντας της προστασίας του πολίτη. Η αναγνώριση από τον πρωθυπουργό της αρχικής αυτής αντίληψης ως λάθους, η επανασύσταση του σχετικού υπουργείου και η εξαγγελία μέτρων επίσπευσης των διαδικασιών απονομής του ασύλου και αποσυμφόρησης των νησιών είναι σε θετική κατεύθυνση που μένει βέβαια να επιβεβαιωθεί.
Η πιο ευχάριστη είδηση ήρθε ωστόσο αυτές τις μέρες από τη Γερμανία με την απόφαση της Βουλής να προτείνει μια μεγάλη και ουσιαστική ανατροπή στην ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου με αναλογικό επιμερισμό των δικαιουμένων άσυλο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Είναι άγνωστο τι αντιδράσεις και αντιστάσεις θα συναντήσει η Γερμανική Προεδρία στην προσπάθειά της να περάσει τη θέση αυτή, αποδεικνύεται ωστόσο ότι, όπως και στην περίπτωση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και παρ? όλες τις δυσκολίες, μπορούμε να διεκδικήσουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με αξιώσεις και αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας.
Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης στην οποία προσκλήθηκα ως ομιλητής – κι ευχαριστώ την «Κίνηση Ανανεωτική Αριστερά» γι αυτό – θα ήταν πιο επίκαιρος και ουσιαστικός αν συμπληρωνόταν με ένα ακόμα «αλλάζει»: «Η κεντροαριστερά αλλάζει σε ένα κόσμο που αλλάζει» θα ήταν κατά τη γνώμη μου πιο ολοκληρωμένος και σωστός. Γιατί αν αλλάζει ο κόσμος και μάλιστα με τις σημερινές ασύλληπτες ταχύτητες και η κεντροαριστερά παραμένει ακίνητη, σε ρόλο παρατηρητή, τότε προφανώς ο κόσμος δεν έχει και πολλά να περιμένει από αυτήν. Θα καταντήσει ένα άδειο πολιτικά πουκάμισο που ο καθένας θα μπορεί να φορέσει ή μάλλον φοράει ήδη.
Η αναγκαία και επείγουσα αλλαγή – και η συζήτηση επομένως – αφορά όλες τις συνιστώσες της κεντροαριστεράς. Το όνομα «ανανεωτική αριστερά» δόθηκε στο κομμάτι της Αριστεράς που θέλησε πριν από πενηντατόσα χρόνια να διαχωριστεί ιδεολογικοπολιτικά και να αντιπαρατεθεί στη δογματική αριστερά. Ο όρος ανταποκρινόταν πλήρως στις συνθήκες και το πνεύμα της εποχής εκείνης. Ακόμα κι αν για λόγους ιστορικής προέλευσης επιμένετε να χρησιμοποιείτε-διεκδικείτε τον όρο, ως κίνηση που συμμετέχει σήμερα στο Κίνημα Αλλαγής, το πολιτικό του περιεχόμενο πρέπει να είναι ριζικά διαφορετικό. Η Ανανεωτική Αριστερά πρέπει να είναι σήμερα μια δύναμη βαθιά μεταρρυθμιστική και αντιλαϊκιστική αν θέλει να έχει ρόλο και συνεισφορά στη νέα εποχή.
Η Σοσιαλδημοκρατία στην εποχή της έκκρηξης του μεταναστευτικού, της κλιματικής αλλαγής και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης δεν μπορεί να είναι αμήχανη και άτολμη. Η εκλογική της υποχώρηση σε μια σειρά χώρες δεν οφείλεται στις πολιτικές της συνεργασίες, όπως απλοϊκα θέλουν να την ερμηνεύουν κάποιοι, αλλά στο ότι η ηγεσία της δεν κατάφερε να αρθρώσει έναν αυτόνομο λόγο, μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Παραχώρησε ακόμα και σε θέματα της δικής της ατζέντας όπως η Ευρωπαϊκή προοπτική (πχ. Εργατικοί στη Μ. Βρετανία) ή το μεταναστευτικό (πχ SPD) την πλήρη πρωτοβουλία στους αντιπάλους της και πτώχευσε φυσιολογικά. Η παρουσία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι αμυντική και παθητική μπροστά στις καταιγιστικές τεχνολογικές εξελίξεις. Η κοινωνία δεν έχει να φοβηθεί και να χάσει, αντίθετα έχει να επωφεληθεί και να κερδίσει απ? αυτές. Γι αυτό ακριβώς ο ρόλος, ο λόγος και ο αγώνας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι καθοριστικός. Αρκεί να τον συνειδητοποιήσουν.
Το «κέντρο» τέλος δεν είναι ένα πολιτικό συμπλήρωμα προκειμένου να εκπληρωθούν τα διευρυντικά πλάνα των κομματικών επιτελείων, εκτός αν κάποιοι θέλουν συνειδητά να παίξουν τον ρόλο του συμπληρώματος. Ούτε αφορά μια γεωγραφική ομάδα αναποφάσιστων ή διστακτικών πολιτών που διαρκώς αμφιταλαντεύονται δήθεν. Πρόκειται για το «Πολιτικό Κέντρο», για μια δύναμη με σταθερό μεταρρυθμιστικό και πολιτικά φιλελεύθερο προσανατολισμό που συμμετέχει συνειδητά και εποικοδομητικά στη διαμόρφωση της πορείας της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πολιτικό Κέντρο συνέβαλε σε κρίσιμες στιγμές αποφασιστικά στα εγχειρήματα εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης της χώρας.
Το Κίνημα Αλλαγής συγκροτήθηκε ως η προοδευτική παράταξη των σύγχρονων δυνάμεων της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και του Πολιτικού κέντρου. Η παράταξη αυτή, ξεκίνησε με σκοπό να αρθρώνει τον δικό της αυτόνομο προγραμματικό λόγο, προωθώντας και στηρίζοντας τις μεγάλες θεσμικές και δομικές αλλαγές, ιδιαίτερα μετά από μια πενταετία ιδεοληπτικής αδράνειας και μεταρρυθμιστικού πισωγυρίσματος των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Να στέκεται απέναντι σε ακροδεξιές φωνές και συντηρητικές υπαναχωρήσεις, αποφασισμένη να ασκεί σκληρή αντιπολίτευση στον λαϊκισμό είτε αυτός βρίσκεται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του Κινήματος Αλλαγής και από το κατά πόσο θα το κερδίσει, θα κριθεί και η πολιτική του ταυτότητα και προοπτική.