Οι δικοί μας και οι «άλλοι». Της ΜΥΡΤΩΣ ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ
Στο νηπιαγωγείο το όνομά σου δεν έχει σημασία. Οσο πιο σπάνιο και περίεργο είναι, τόσο πιο ενδιαφέρον. Ούτε το χρώμα σου έχει σημασία ούτε η θρησκεία σου.
Αυτή η πρώτη κοινωνικοποίηση έρχεται σε μια στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη βουτήξει στα στερεότυπα, δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει τους «δικούς μας» από τους «άλλους», ούτε έχει ακόμη τη σκληράδα που εμφανίζεται στα παιδιά του δημοτικού: στο νηπιαγωγείο μοιράζεσαι τον μαρκαδόρο σου πολύ ευκολότερα, με λιγότερο δράμα και περισσότερη αλληλεγγύη.
Ολοι οι συγκεντρωμένοι βρίσκεστε στην ίδια πρωτόγνωρη κατάσταση, μακριά από το γνώριμο περιβάλλον του σπιτιού, έτοιμοι για το επόμενο βήμα στον κόσμο. Αυτή είναι η πιο κρίσιμη χρονική στιγμή, η στιγμή που μπορεί να κάνει τη διαφορά και την πολιτεία, είκοσι χρόνια αργότερα, δέκα φορές καλύτερη.
Η στιγμή, όμως, μπορεί να φύγει τόσο γρήγορα όσο ήρθε, ειδικά αν δεν της δώσουμε προσοχή. Τι είναι αυτό που μας ενοχλεί στις τάξεις με παιδιά μεταναστών και βγάζουμε τον ρατσισμό μας πάνω τους – τόσο που ακόμα και η δημοσίευση των ονομάτων νηπίων ξεχνιέται ύστερα από κάνα δύο μέρες, χαμένη κάτω από τόνους άλλης, φαινομενικά πιο σημαντικής επικαιρότητας;
Η αίσθηση πως η χώρα βρίσκεται υπό διαρκή απειλή, άρα ακόμα και απέναντι σε μικρά παιδιά απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση, δεν είναι προνόμιο των Ελλήνων, αλλά βαθιά πεποίθηση σε όλους τους λαούς που εκπαιδεύτηκαν να πιστεύουν πως είναι ξεχωριστοί.
Η ελληνική βεβαιότητα ανωτερότητας ενισχύθηκε λόγω της ιστορίας της χώρας, αλλά και της διαρκούς επιλογής (όχι πάντα ανώδυνης) να τασσόμαστε στην ίδια πλευρά με τον αναπτυγμένο κόσμο.
Όταν «οι δικοί μας» ήταν «οι άλλοι»
Ακόμα και μπροστά στις κακοτοπιές, όταν οι «δικοί μας» ήταν «άλλοι», μιλούσαν αγγλικά με βαριά μεσογειακή προφορά και κάθε 25η Μαρτίου το σπίτι τους μύριζε σκορδαλιά, έμοιαζαν στα μάτια μας πολύ καλύτεροι από εκείνους που βρίσκονται σήμερα στις ακτές του Αιγαίου.
Αξιζαν, πιστεύουμε με πάθος, να ενσωματωθούν σε κοινωνίες που κοιμούνται από τις δέκα το βράδυ (εκείνοι, που στα γλέντια τους ξημέρωναν έξω από το σπίτι), άξιζαν να ψηφίσουν στις εκλογές τους (κι ας είχαν εικόνισμα τους Παπανδρέου και τους Καραμανλήδες) και, προφανώς, άξιζαν να στείλουν τα παιδιά τους σε κανονικά νηπιαγωγεία.
Είχαν δικαίωμα να προβάλλουν τον πολιτισμό τους χαλώντας την αισθητική ενός ολόκληρου δρόμου στα αμερικανικά προάστια με αρχαιοελληνικούς κίονες και να αναγκάζουν τους μέλλοντες γαμπρούς και τις μέλλουσες νύφες να βαφτίζονται χριστιανοί ορθόδοξοι – η ταινία της Νία Βαρντάλος που έκανε διάσημη και στο εξωτερικό τη φράση «όταν εμείς μαθαίναμε φιλοσοφία, εσείς κρεμόσασταν από τα δέντρα» βασίζεται σε αληθινή ιστορία.
Ούτε αξία ούτε δικαίωμα για τους εδώ μετανάστες. Οταν νήπια κάθονται δίπλα σε νήπια, τότε το πρόβλημα παίρνει ξαφνικά διαστάσεις εθνικές.
Τι κι αν ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά βρίσκεται ο επόμενος Αντετοκούνμπο και σε μερικά χρόνια τρέχουμε για τιμητικές πολιτογραφήσεις; Τι κι αν τα παιδιά αυτών των νηπίων θα λογαριάζουν την Ελλάδα για πατρίδα τους;
Προτιμούμε να ζήσουμε άλλη μια γενιά να μεγαλώνει στη γωνία, τιμωρημένη, για κάτι που δεν έφταιξε. Με τον διαρκή φόβο αναζωπύρωσης της Ακροδεξιάς, που δεν ξεριζώθηκε όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου για τη Χρυσή Αυγή.
Προτιμούμε να γκρινιάζουμε για το Δημογραφικό, για τον γερασμένο πληθυσμό, για να νησιά που αδειάζουν για να μεγαλώνουν οι πόλεις.
Για όλα αυτά, είναι πάντα πιο εύκολο ο φταίχτης να είναι «άλλος».
Αν είναι «δικός μας», την κάτσαμε.
Δημοσίευση από “in.gr”