Οι αόρατοι. Του Κώστα Καλλίτση

Το δί­δυ­μο της απο­τυ­χί­ας: Μια προ­βλη­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή συν­δυα­σμέ­νη με μια προ­βλη­μα­τι­κή δια­χεί­ρι­ση. Εν αρχή, μια προ­βλη­μα­τι­κή πρά­σι­νη Κοινή Αγρο­τι­κή Πολι­τι­κή (ΚΑ­Π). Πολύ σω­στά, εντά­χθη­κε στη γε­νι­κό­τε­ρη προ­σπά­θεια της Ευρώ­πης να μειώ­σει του­λά­χι­στον 55% τις εκ­πο­μπές ρύ­πων έως το 2030 και να τις μη­δε­νί­σει έως το 2050. Πώς θα το πε­τύ­χει, εί­ναι άλλο, δια­φο­ρε­τι­κό θέμα. Αν η αντι­με­τώ­πι­ση της κλι­μα­τι­κής κρί­σης εί­ναι μο­νό­δρο­μος, υπάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρες εναλ­λα­κτι­κές όσον αφο­ρά τις πο­λι­τι­κές με τις οποί­ες θα επι­διω­χθεί ο ίδιος στό­χος. Υπάρ­χουν, μά­λι­στα, και πο­λι­τι­κές οι οποί­ες τε­λι­κά αντι­στρα­τεύ­ο­νται τον στό­χο τον οποίο θέ­λουν να υπη­ρε­τή­σουν.

Αν, πα­ρά­δειγ­μα, θέ­τεις στό­χο να μειώ­σεις 50% τα φυ­το­φάρ­μα­κα, 20% τα λι­πά­σμα­τα και λοι­πές δρά­σεις που ξέ­ρεις ότι θα βυ­θί­σουν την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα στον αγρο­τι­κό το­μέα, έχεις δύο βα­σι­κές εναλ­λα­κτι­κές: Να ορ­γα­νώ­σεις έγκαι­ρα μια πραγ­μα­τι­κή επα­νά­στα­ση, μια πρω­το­φα­νή κι­νη­το­ποί­η­ση επι­στη­μο­νι­κού δυ­να­μι­κού και κε­φα­λαί­ων για να γί­νουν με­γά­λες επεν­δύ­σεις, να πα­ρα­χθούν νέα σκευά­σμα­τα σε ικα­νο­ποι­η­τι­κές πο­σό­τη­τες και τι­μές, να δια­χυ­θούν γνώ­ση και και­νο­το­μί­ες, ώστε να ενι­σχυ­θεί η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα και να μην αφε­θεί να κα­ταρ­ρεύ­σει -μαζί με πα­ρα­γω­γή και αγρό­τες.

Είτε να μεί­νεις να θω­ρείς ακί­νη­τος τις δυ­νά­μεις της αγο­ράς (όπως πράτ­τουν οι ισχυ­ροί της Ευρώ­πης εδώ και μια τριε­τία) πε­ρι­μέ­νο­ντας αυ­τές οι δυ­νά­μεις να απο­κα­τα­στή­σουν μια νέα ισορ­ρο­πία με το μο­να­δι­κό τρό­πο που αυ­τές γνω­ρί­ζουν: Κατα­στρέ­φο­ντας 10-20% του αγρο­τι­κού ει­σο­δή­μα­τος. Ε­, αυτό, που­θε­νά στην Ευρώ­πη δεν θα το υπο­δέ­χο­νταν με τρια­ντά­φυλ­λα! Αυτό που εύ­λο­γα θα συ­νέ­βαι­νε, εί­ναι αυτό που συμ­βαί­νει: Με τις πρώ­τες αντι­δρά­σεις, θα άρ­χι­ζε το ξή­λω­μα των μέ­τρων -όπως γί­νε­ται από προ­χθές στη Γαλ­λία. Η ατε­λής πρά­σι­νη ΚΑ­Π, κα­τα­τεί­νει να αντι­στρα­τεύ­ε­ται τους στό­χους της.

Αυτή η προ­βλη­μα­τι­κή ευ­ρω­παϊ­κή πο­λι­τι­κή, που θέ­λει αλλά δεν ξέ­ρει, κι αν ξέ­ρει δεν τολ­μά, που εί­ναι και δεν εί­ναι, που ισχύ­ει και δεν ισχύ­ει, που επι­βάλ­λε­ται στη Γερ­μα­νία αλλά ξη­λώ­νε­ται στη Γαλ­λία, έρ­χε­ται να συν­δυα­στεί με την εξαι­ρε­τι­κά προ­βλη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση (παρά τις νη­σί­δες και­νο­το­μί­ας και υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας που υπάρ­χουν σε αυ­τήν) της καθ’ ημάς αγρο­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ποτέ δεν έχει γί­νει μια συ­γκρο­τη­μέ­νη, υπεύ­θυ­νη συ­ζή­τη­ση, τί εί­δους αγρο­τι­κή οι­κο­νο­μία θέ­λου­με. Γιατί;

Ίσως η απά­ντη­ση κρύ­βε­ται σε δυο αριθ­μούς που δεί­χνουν τον δρό­μο του κέρ­δους: Όπως έχουν υπο­λο­γί­σει στε­λέ­χη αρ­μό­διων ευ­ρω­παϊ­κών υπη­ρε­σιών, σε κάθε 100 μο­νά­δες της τι­μής που πλη­ρώ­νει ο Έλλη­νας κα­τα­να­λω­τής για αγρο­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα, αυτά που ει­σπράτ­τει ο πα­ρα­γω­γός εί­ναι μόνο 17 μο­νά­δες. Όλα τα άλλα, οι 83 μο­νά­δες από τις 100, γί­νο­νται ει­σο­δή­μα­τα που τρο­φο­δο­τούν εν­διά­με­σες επι­χει­ρή­σεις και υπη­ρε­σί­ες, ένα σε με­γά­λο βαθ­μό ελά­χι­στα πα­ρα­γω­γι­κό πλην όμως πλού­σιο και με επιρ­ροή κα­τε­στη­μέ­νο, που δεν έχει λό­γους να θέ­λει αλ­λα­γές -μάλ­λον το αντί­θε­το.

Καπά­κι σε αυτά, ήρθε η πρω­το­φα­νής κα­τα­στρο­φή στον θεσ­σα­λι­κό κά­μπο από τον Ντά­νιελ, το πρώ­το καθ’ ημάς φαι­νό­με­νο γέν­νη­μα-θρέμ­μα της κλι­μα­τι­κής κρί­σης. Και, το απο­κο­ρύ­φω­μα, μια ακραία ατυ­χής δια­χεί­ρι­ση των αγρο­τι­κών θε­μά­των. Ενδει­κτι­κή ήταν η αδια­φο­ρία να μην κο­πεί το ρεύ­μα στους πλημ­μυ­ρο­πα­θείς αγρό­τες του θεσ­σα­λι­κού κά­μπου –χρειά­στη­καν τρεις μή­νες πε­ρί­που για να φτά­σει η σχε­τι­κή ρύθ­μι­ση στη Βουλή. Θορυ­βώ­δης και αναι­δέ­στα­τη, η αλα­ζο­νεία του υπουρ­γεί­ου Αγρο­τι­κής Ανά­πτυ­ξης –περί «υπο­κι­νού­με­νων» με «αλ­λο­πρό­σαλ­λα» αι­τή­μα­τα. Αλλά και οι ισχυ­ρι­σμοί ότι η κυ­βέρ­νη­ση αντι­δρά με μο­να­δι­κή στην ιστο­ρία απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, ίσως πίσω από την αυ­τα­ρέ­σκεια των λό­γων έκρυ­βαν μια δι­καιο­λο­γη­μέ­νη αμη­χα­νία: Τί, αλή­θεια, να πεις σε αυ­τούς που ήταν «αό­ρα­τοι» μέ­χρις ότου ανέ­βη­καν στα τρα­κτέρ και βγή­καν στους δρό­μους;..

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή της Κυριακής