Οι αυτοκρατορικές βλέψεις του νέου τσάρου. Του ΑΝΤΡΕΑ ΓΚΡΑΤΣΙΟΖΙ* (Επιμέλεια Θ. ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ)

Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια καμπή, γιατί μας υποχρεώνει να αντικρίσουμε την πραγματικότητα και να βγούμε από τη «φούσκα» στην οποία μας είχαν κλείσει κάμποσες δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας στην Ευρώπη. Ο Πούτιν είναι ένας «τρελός», ο οποίος υποκινείται από ένα σαφές σχέδιο, αλλά προτιμήσαμε να τον αγνοήσουμε. Αρκεί ωστόσο να ακούσουμε τον «λόγο» του. Εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια, ο Πούτιν διατυπώνει την ιδέα της ανασυγκρότησης μιας μεγάλης σλαβικής δύναμης, κυριαρχούμενης από τη Ρωσία και βασιζόμενης στην τάξη, την ιεραρχία, τη μη φιλελεύθερη ιδεολογία και την περιφρόνηση για τη διεφθαρμένη Δύση. Η ρητορική του τροφοδοτείται από πολύ διαφορετικά κομμάτια της ιστορίας.

Από τη μια μεριά, ανάγεται στον προηγούμενο –του 1914– μεγαλορωσικό εθνικισμό, ενώ από την άλλη ανακτά την κληρονομιά του Στάλιν, επιλέγοντας ως νομιμοποιητικό γεγονός του νέου ρωσικού κράτους τη σοβιετική νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο· έναν πόλεμο απελευθέρωσης από τους ναζιστές σίγουρα, αλλά και –όπως μας αφηγήθηκε ο Βασίλι Γκρόσμαν– έναν πόλεμο που κατέληξε στην καταπίεση των λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Σε αυτές τις ιστορικές ρίζες προστίθεται η ρητορική της ταπείνωσης που υπέστη ο ρωσικός λαός, αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ο μύθος του ταπεινωμένου έθνους είναι ένας μύθος που υποκινεί τους πολέμους. Αρκεί να σκεφτούμε τη χρήση αυτού του μύθου που έκανε ο Χίτλερ.

Η επίθεση στην Ουκρανία γεννιέται στο εσωτερικό αυτού του «λόγου» ενός τσάρου που επανιδρύει την αυτοκρατορία. Από το 2014, ο Πούτιν προσπαθεί να κυριεύσει μία χώρα, την αυτονομία της οποίας δεν αναγνωρίζει. Γι’ αυτόν οι Ουκρανοί είναι Ρώσοι που καθοδηγούνται από μια παράνομη κυβέρνηση, την οποία έφτιαξαν οι δυτικοί μετά την αποπομπή του πράκτορά του Γιανουκόβιτς. Από δω προέρχεται η επίσημη ρητορική, σύμφωνα με την οποία στέλνει τα άρματα μάχης για να απελευθερώσει τον λαό από τους «ναρκομανείς» και «ναζιστές» κυβερνώντες.

Αλλά η αντίσταση των Ουκρανών διέψευσε την ιδεολογία του. Εχετε δει ποτέ έναν απελευθερωτή να αποκρούεται με αυτόν τον τρόπο; Μια άλλη αλήθεια που κατέδειξε αυτός ο πόλεμος είναι ότι, για να υπάρχεις, πρέπει να αντιστέκεσαι. Η Ουκρανία υπήρχε και πριν, αλλά πόσο αληθινά αναγνωριζόταν από τους Ευρωπαίους; Στην πραγματικότητα, ήμασταν πολιτισμικά υποτελείς στην προπαγάνδα του Πούτιν: βλέπαμε μόνο τη Ρωσία και είχαμε παραμελήσει «τη χώρα των απατεώνων». Η αντίσταση στην εισβολή ξανάβαλε την Ουκρανία στον νοητικό χάρτη της Ευρώπης -και όχι μόνον.

Στην πραγματικότητα, αυτός ο πόλεμος μας επαναφέρει στις αρχές του εικοστού αιώνα, σε μια εποχή προηγούμενη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν υπήρχαν οι μεγάλες δυνάμεις και οι διεθνείς σχέσεις δεν είχαν ακόμα γνωρίσει την καμπή του Γούντροου Ουίλσον και την αρχή της αυτοδιάθεσης. Η Ρωσία και η Τουρκία παραμένουν δέσμιες αυτού του σχήματος, μιας πολιτικής προσαρτήσεων και διαμοιρασμών. Σήμερα, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης θέλουν τον διαμοιρασμό της Ουκρανίας. Επί εβδομήντα χρόνια, η Ρωσία έζησε διαχωρισμένη από την Ευρώπη. Οταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ, ελπίσαμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια σύγκλιση με την Ευρώπη και με τις δημοκρατικές αξίες της Δύσης. Αυτή η διαδικασία, όμως, έχει προς το παρόν αποτύχει. Η πληγή που άνοιξε το 1917 δεν έχει ακόμα κλείσει.

Ο Στάλιν, το 1932, είχε χρησιμοποιήσει τον λιμό για να συντρίψει την εθνική οικοδόμηση της Ουκρανίας, που είχε αρχίσει στη δεκαετία του 1920. Και στη σύγχρονη μνήμη των Ουκρανών, το Γολοντομόρ είναι η εμπειρία που ορίζει τον δικό τους εικοστό αιώνα, εκτός του ότι είναι και θεμέλιο της κρατικής ανοικοδόμησης του 1991. Εξαιτίας αυτής της επιλογής, η Ουκρανία υποχρεώθηκε να τοποθετηθεί ως ανοιχτό, συμπεριληπτικό, και όχι εθνοτικά κλειστό έθνος. Δεν είναι τυχαίο που ο πρόεδρός της είναι Εβραίος. Και είναι ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση αυτής της μνήμης του θύματος στη ρωσική μνήμη, που, όπως είδαμε, θεμελιώνεται στον εγκωμιασμό της ισχύος.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει σήμερα μια πρόκληση μεγαλύτερη σε σχέση με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1991. Τότε, φαινόταν ότι υπήρχε μια ισχυρή Δύση: αρκούσε να τοποθετηθείς με τη «σωστή» πλευρά, για να λύσεις όλα σου τα προβλήματα. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει πλέον ένα αξιόπιστο μοντέλο. Στην Αμερική υπήρξε ο Τραμπ, ενώ στην Ευρώπη πνέουν οι άνεμοι των θιασωτών της αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας. Σήμερα, οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι η Δύση που γεννήθηκε το 1945 από μια μικρή Ευρώπη και από τον αμερικανικό γίγαντα, δεν υπάρχει πλέον. Χρειάζεται, επομένως, να επινοήσουμε μια νέα Δύση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μάς δίνει την αφορμή για να το ξανασκεφτούμε.

*Ο Ιταλός ιστορικός Αντρέα Γκρατσιόζι είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης και έχει μελετήσει ιδιαίτερα την ιστορία της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνισμού. Το κείμενό του είναι απόσπασμα συνέντευξης στην εφημερίδα La Repubblica (3/3/22).

Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”