Μια ηθική για… εγωιστές. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Το ακόλουθο κείμενο του Βουλγαρογάλλου στοχαστή Τσβετάν Τοντορόφ (1939-2017) είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Lire et vivre» (Robert Laffont 2018), που συγκεντρώνει άρθρα και δοκίμιά του και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
Oι ανθρώπινες δράσεις υποκινούνται βέβαια από την επιθυμία για ευτυχία, αλλά ο δρόμος για την επίτευξή της περνάει άραγε υποχρεωτικά από την ικανοποίηση του προσωπικού συμφέροντος; Η ψυχολογία (ή η ανθρωπολογία) που καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα μου φαίνεται ανεπαρκής. Ακόμη και οι πιο «εγωιστές» συγγραφείς σκέφτονταν διαφορετικά. «Καμιά απόλαυση δεν έχει χάρη για μένα αν δεν μπορώ να τη μοιραστώ», υποστήριζε ο Μοντέν, και ο Ρουσό επιβεβαίωνε: «Η πιο ωραία μορφή ύπαρξης είναι για μας εκείνη που αποτελείται από σχέσεις και το αληθινό μας εγώ δεν βρίσκεται όλο σε μας μόνο». Οι άλλοι μάς φοβίζουν, είναι αλήθεια, και η πρώτη αντίδρασή μας είναι να αναδιπλωνόμαστε στους εαυτούς μας, σε ένα όνειρο αυτάρκειας. Αν ωστόσο ξεπεράσουμε αυτό τον φόβο, ανακαλύπτουμε ότι η χαρά που πηγάζει από τη σχέση μας με τους άλλους, από τις φροντίδες που αφιερώνουμε σε αυτούς, μας οδηγεί πιο μακριά από την ικανοποίηση του άμεσου συμφέροντός μας, που είναι πηγή μιας εφήμερης απόλαυσης.
Για να είμαστε ηθικοί, δεν είναι αναγκαίο να αντικαταστήσουμε την ευτυχία με το χρέος. Για να πούμε την αλήθεια, δρώντας σύμφωνα με την ηθική, το άτομο δεν δρα εναντίον του συμφέροντός του (δεν δρα με τρόπο καθαρά ανιδιοτελή). Η ευτυχία των άλλων μάς προσφέρει μια πελώρια ικανοποίηση, γι’ αυτό και δεν δέχεται καμιά αμοιβή. Είναι, αν το θέλετε, μια μορφή εγωισμού, αλλά ενός είδους εγωισμού τόσο διαφορετικού από εκείνον που εννοούμε συνήθως με αυτόν τον όρο. Η επιλογή μιας ηθικής θέσης σήμερα δεν μας επιβάλλεται πλέον από μια αδιαμφισβήτητη εξωτερική αρχή (εκτός αν αρκούμαστε να θεωρούμε καλό αυτό που συστήνει ο Πάπας). Και η επιστήμη, που είναι τόσο σεβαστή στην εποχή μας, δεν μπορεί προφανώς να νομιμοποιεί μια επιλογή σε βάρος των άλλων, επειδή το δέον είναι δεν ταυτίζεται με το είναι. Και αν υποθέσουμε ότι στο μέλλον θα αποδειχθεί επιστημονικά ότι οι άνδρες είναι πιο ευφυείς από τις γυναίκες ή το αντίστροφο, δεν θα μπορούμε πάντως να συμπεράνουμε ότι οι γυναίκες θα πρέπει να υποτάσσονται στους άνδρες. Εχω όμως εξαντλήσει με αυτό κάθε δυνατή νομιμοποίηση και πρέπει να δεχθώ να δικαιολογώ την ηθική μου μόνο με το γεγονός ότι είναι δική μου, καρπός της βούλησής μου και όχι κάποιας άλλης;
Αν προτιμώ τον αντιρατσισμό από τον ρατσισμό, δεν το κάνω μόνον επειδή ο πρώτος μου αρέσει περισσότερο, αλλά και επειδή διεκδικώ τις αρχές της οικουμενικότητας και της προσωπικής αξιοπρέπειας. Και η ανωτερότητα αυτών των αρχών μπορεί να υποστηριχθεί με ορθολογικά επιχειρήματα. Το στοιχείο που διακρίνει τη σύγχρονη ηθική μου φαίνεται ότι είναι λιγότερο η απουσία νομιμοποίησής της και περισσότερο η έλλειψη σχέσεων με τις αρμόδιες εξουσίες. Μπορούμε να συμφωνήσουμε για το τι είναι καλό και τι είναι κακό, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε. Θα πρέπει να μετανιώσουμε γι’ αυτό; Οι δημόσιες συζητήσεις, η κοπιώδης αναζήτηση της συναίνεσης και οι διαβουλεύσεις των διάφορων επιτροπών ηθικής δεν παράγουν άμεσα αποτελέσματα, αλλά αυτή η βραδύτητα συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία της δημοκρατίας. Σε τελική ανάλυση, εγώ την προτιμώ. Στον σύγχρονο κόσμο η ιδιωτική σφαίρα έχει σίγουρα διευρυνθεί σε βάρος της δημόσιας, αν και όχι στον βαθμό που φανταζόταν η Αρεντ. Γιατί όμως το ιδιωτικό θα υποβαθμιζόταν στη ζωική λειτουργία της επιβίωσης;
Εγώ αντίθετα έχω την αίσθηση ότι η ηθική δράση, μη διακινδυνεύοντας να υπηρετεί την πολιτεία ή την πατρίδα, τον Θεό ή τον κομμουνισμό, ασκείται πιο εύκολα στην ιδιωτική σφαίρα από όσο αλλού. Αυτή μπορεί να απευθύνεται πράγματι μόνο σε συγκεκριμένες ανθρώπινες υπάρξεις, επειδή στην ιδιωτική σφαίρα μόνον αυτές υπάρχουν. Η αρετή δεν είναι διόλου απούσα σε αυτόν τον κόσμο, αλλά είναι μια οικεία ή καθημερινή αρετή. Αυτή εκφράζεται κυρίως με το ενδιαφέρον για τους άλλους (πράγμα που προφανώς δεν σημαίνει να τοποθετούμε τη «ζωή» πάνω από όλες τις άλλες αξίες), αλλά παίρνει και άλλες μορφές. Ακόμη και η διανοητική δραστηριότητα είναι μια ιδιωτική αρετή, επειδή αφορά και άλλα άτομα εκτός από εμένα. Αυτό ισχύει για τη δημιουργία ή κατανάλωση τέχνης, για την παραγωγή ή απόκτηση γνώσης. Ακόμη και η αξιοπρέπεια είναι μια ιδιωτική αρετή, παρόλο που απευθύνεται σε μας τους ίδιους και όχι στους άλλους: δρώντας σύμφωνα με τη δική μας βούληση, μπορούμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπο που διατηρεί την αυτοεκτίμησή μας.
Η ιδιωτική ηθική είναι προσιτή σε όλους και δεν είναι προνόμιο μόνο των σοφών και των αγίων. Δεν είναι όμως, εξαιτίας αυτού του λόγου, μια ηθική κατώτερης στάθμης. Η ηθική δεν είναι επομένως ξένη προς την ιδιωτική σφαίρα, όπου μάλιστα βολεύεται ιδιαίτερα άνετα. Δεν αληθεύει όμως το ότι, όπως έλεγε ο Σέξπιρ, «όλα είναι θεμιτά στον έρωτα και στον πόλεμο»; Αυτά τα δύο πεδία δεν διαφεύγουν από τη ρύθμιση της δημόσιας ζωής, είτε επειδή οι εμπλεκόμενοι είναι υπερβολικά κοντινοί είτε επειδή είναι υπερβολικά μακρινοί; Αν όλα είναι θεμιτά, αν όλα είναι μάλιστα ορθά, τι ρόλο παίζει το ηθικό αίτημα; Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι αυτές οι δύο σφαίρες είναι τόσο ξένες προς την ηθική όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. Αρκεί να διαβάσουμε μια οποιαδήποτε μαρτυρία προερχόμενη από μια περίοδο πολέμου: οι αφηγήσεις βαρβαροτήτων συνοδεύονται από εκείνες που επιβεβαιώνουν την επιβίωση ηθικών αναστολών.
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το χωριό Le Chambon sur Lignon μπόρεσε να γίνει ένα καταφύγιο για τους διωκόμενους Εβραίους, όχι μόνον επειδή μερικοί Γάλλοι προσπάθησαν να βοηθήσουν όσους είχαν ανάγκη, αλλά και επειδή ένα ανώτερο στέλεχος της Βέρμαχτ, θαυμάζοντας τον αλτρουισμό των αρωγών, αντιτάχθηκε στην αποστολή του στρατού σε αυτό το χωριό. Η ίδια η ιδέα του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας υπερβαίνει το στενά νομικό πεδίο, για να μπει στο πεδίο της ηθικής, αφού οι δράσεις τις οποίες στοχεύει δεν είναι παράνομες, αλλά είναι αντίθετες σε ορισμένες αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνονται και οι ηθικές κρίσεις. Και ο έρωτας; Το να αγαπάμε κάποιον δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική. Ούτε και το να πάψουμε να τον αγαπάμε, ό,τι και να σκέφτεται γι’ αυτό ο απογοητευμένος εραστής. Μετά από δωδεκάμισι χρόνια συμβίωσης, ο γείτονάς μου Κ. εγκατέλειψε τη σύζυγό του, η οποία είχε πριν από λίγο καιρό διαγνωστεί ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας. Προφανώς δεν το έκανε από εγωισμό -έτσι λέει ο ίδιος-, αλλά επειδή γι’ αυτήν θα ήταν καλύτερο να μην αισθάνεται ότι έγινε το αντικείμενο του οίκτου του. Κατανοώ το ότι αυτός δεν θέλει να φροντίζει μια άρρωστη για το υπόλοιπο της ζωής του, αλλά δεν κατορθώνω να πείσω τον εαυτό μου ότι η συμπεριφορά του δεν έχει τίποτα το ανήθικο.
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”