Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Καληνύχτα σας, κ. Βέμπερ». Του ΝΙΚΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΗ

Τον κορυφαίο πολιτικό κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ επιστράτευσε ο – κατά τα άλλα σεβαστός – Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, προκειμένου να εκδηλώσει τις ενστάσεις της Ι. Συνόδου, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από την 1η Εξουσία (!!!) ως, περίπου, κομμωτήριο ή σούπερ-μάρκετ. Και όταν δεν υφίσταται «αρμονία» και κατανόηση, όπως είπε, μεταξύ των τριών (!!!) Εξουσιών, τότε υφίσταται «θεσμική εκτροπή»!

Προκειμένου, μάλιστα, ο σεβασμιότατος να πείσει για την επιστημονική, επί του ζητήματος, επάρκειά του, ισχυρίστηκε ότι έχει… μελετήσει τον Βέμπερ, παραθέτοντας ταυτοχρόνως και τους τίτλους τριών από τα επιφανέστερα συγγραφικά του πονήματα.

Οι αναφορές του προκάλεσαν πολλές και δίκαιες αντιδράσεις, που άρχιζαν από τη δική του «Επιστημονική εκτροπή» ως προς αυτές καθ΄ εαυτές τις θέσεις του κορυφαίου διανοητή και έφταναν μέχρι τους μύχιους πόθους εκκλησιαστικών παραγόντων ότι η Εκκλησία συγκροτεί μία από τις τρεις «Εξουσίες» που υποτίθεται ότι συνυπάρχουν και συνεργάζονται στις σύγχρονες κοσμικές και φιλελεύθερες Δημοκρατίες.

ΟΜΩΣ: Ο Μαξ Βέμπερ, θεμελίωσε τη διάκριση τριών ΚΑΘΑΡΩΝ ΤΥΠΩΝ/ΕΙΔΩΝ εξουσίας, οι οποίες δεν μπορεί να ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΝ και να ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ, στο πλαίσιο κάθε συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ειδικότερα, περιέγραψε τους τρεις τύπους εξουσίας, ως εξής:

α) Τη Νόμιμη ή Ορθολογική εξουσία, με τον καθαρότερο τύπο της τη Γραφειοκρατική (επιστημονικός όρος)

β) την Παραδοσιακή εξουσία και

γ) τη Χαρισματική εξουσία.

Σύμφωνα, πάντα με τον Βέμπερ, η πρώτη εξουσία (Νόμιμη) χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της οφειλόμενης υπακοής σε κανόνες δικαίου και όχι σε πρόσωπα, στο ότι οι νόμιμοι «εξουσιάζοντες είναι «προϊστάμενοι» των «εξουσιαζομένων» και οι τελευταίοι είναι «πολίτες» και τέλος στο ότι η θέσπιση των νόμων γίνεται με τυπικά νόμιμες διαδικασίες.

Η «Παραδοσιακή εξουσία» με ιδιαίτερο γνώρισμα ότι η «νομιμοποίηση» εδράζεται στην ιερότητα μιας ορισμένης παράδοσης. Η υπακοή στον τύπο αυτό της εξουσίας δεν οφείλεται σε κάποιους γενικούς κανόνες δικαίου αλλά σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο «εξουσιάζων» δεν είναι «προϊστάμενος» αλλά κύριος- αφέντης (Herr, τον αποκαλεί ο Βέμπερ) και οι εξουσιαζόμενοι είναι «υπήκοοι».

Και η «Χαρισματική εξουσία» με θεμέλιο στοιχείο της τις «υπερφυσικές» ικανότητες τού «εξουσιάζοντος», ο οποίος εξασφαλίζει τη νομιμοποίησή του με την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό των «εξουσιαζομένων» στις χαρισματικές ιδιότητές του.

Για όποιον έχει εντρυφήσει στοιχειωδώς στις σκέψεις του κορυφαίου διανοητή, αντιλαμβάνεται ότι υπό τον όρο «Εξουσία» εννοεί ΜΟΝΟ τη ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΗ άσκηση ισχύος (επιταγή-υποταγή), νομιμοποίηση που εξασφαλίζεται ΜΟΝΟ με την καθολική εκλογή και νομιμοποίηση εκ μέρους των «εξουσιαζόντων», δηλαδή των πολιτών. Στο πλαίσιο της νομιμοποιημένης και μόνης αυτής εξουσίας, η οποία στα σύγχρονα κράτη εκδηλώνεται με τις τρεις γνωστές «πολιτειακές εξουσίες», λειτουργούν «φορείς» οι οποίοι αντλούν την «ισχύ» τους κατόπιν εκχώρησης εκ μέρους της μίας και μοναδικής «Εξουσίας»., που είναι το (κατά Βεμπερ) «Κράτος». Η Εκκλησία είναι απλώς ένας «θεσμός» του ελληνικού κράτους και σε καμία περίπτωση «Εξουσία» και οποιαδήποτε «ισχύς» της επί των κοσμικών υφίσταται επειδή της την παραχωρεί το ίδιο το κράτος σύμφωνα με το ισχύον συνταγματικό και δικαιικό πλαίσιο.

Ετσι τα περιγράφει grosso modo ο Μαξ Βέμπερ και το ελληνικό κράτος – από τη γέννησή του – έχει επιλέξει να συγκροτηθεί σύμφωνα με τον πρώτο προαναφερόμενο τύπο, αυτό της «Νόμιμης – Ορθολογικής Εξουσίας».

Τώρα, εάν ο σεβασμιότατος διατηρεί μύχιους πόθους να καταστεί μία από τις νομιμοποιημένες εξουσίες, ας επιλέξει μία από τις τρεις που προαναφέρονται.

Μόνο μία, όμως, και όχι ως παράλληλη με τις άλλες δύο.

Δημοσίευση από εφημερίδα “ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ”