Μεγάλη κυβέρνηση δεν σημαίνει, οπωσδήποτε, αποτελεσματική κυβέρνηση. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ

Οι συζητήσεις μεταξύ πολιτικών και διοικητικών επιστημόνων για το «ιδεώδες» μέγεθος μιας κυβέρνησης συνεχίζονται, εδώ και χρόνια, χωρίς διακοπή. Κατά περιόδους επικρατούν διαφορετικές απόψεις –για παράδειγμα, την περίοδο επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, το «smallisbeautiful» του Schumacher είχε επικρατήσει του «biggerisbetter» που είχε πρυτανεύσει μερικά χρόνια πριν. Το ίδιο σύνθημα επανήλθε, όμως, με την κρίση του κορωνοϊού και συντηρείται στο περιβάλλον των διαρκών και αλλεπάλληλων κρίσεων. Αποδίδοντας ο Εconomist αυτή την τάση, έκανε ως πρωτοσέλιδό του, πριν από δύο χρόνια, την βεβαιότητα ότι «ο κόσμος εισέρχεται στην εποχή των μεγάλων κυβερνήσεων» («Theworldisenteringaneweraofbiggovernment»).

Η μεγέθυνση της κυβέρνησης (άρα, και του κράτους) ήταν και εξακολουθεί να είναι μόνιμο desideratum των αριστερών διανοούμενων. Μάλιστα, στις μείζονες κοινωνικές κρίσεις, η θέση τους εμφανίζεται να συνιστά απόδειξη της αναγκαιότητάς της. Μια χαρακτηριστική περίπτωση, γνωστή και στην Ελλάδα, είναι εκείνη της αριστερής δεξαμενής σκέψης, του Levy Economics Institute, το οποίο, ήδη από το 2009, προεξοφλούσε ότι ζούμε την «επιστροφή των μεγάλων κυβερνήσεων» («Thereturnofbiggovernment»).

Η μακρά αυτή εισαγωγή θα αρκούσε για να αποδείξει ότι η νέα κυβέρνηση της ΝΔ με 63 άτομα που είναι μια μεγάλη κυβέρνηση, συμβαδίζει με μια γενικευμένη τάση διόγκωσης των κεντρικών κυβερνήσεων.
Τα φαινόμενα, ωστόσο, απατούν. Η περίπτωση της Ελλάδας διαφέρει και χρήζει πιο προσεκτικής εξέτασης. Τούτο διότι, η συγκρότηση των κυβερνήσεων και των διοικητικών δομών της, εν γένει, δεν επηρεάζονται ουσιωδώς από συγκυριακές καταστάσεις. Βρίσκεται, συνεχώς, υπό την πίεση της διόγκωσής τους, η οποία οφείλεται στην κατίσχυση του πελατειασμού ως βασικού μοντέλου οργάνωσης και διοίκησης του ελληνικού κράτους.

Η Ελλάδα, λοιπόν, αρχής γενομένης από την μεταπολίτευση και εντεύθεν είχε, σταθερά και ανεξαρτήτως των κρίσεων που μεσολάβησαν, μεγάλες κυβερνήσεις, με μέσο όρο μελών του υπουργικού συμβουλίου τα 40 άτομα. Ο αριθμός αυτός είναι δύο και τρείς φορές μεγαλύτερος σε σχέση με εκείνο των κυβερνήσεων χωρών της Ευρώπης με τον ίδιο, περίπου, πληθυσμό.

Η πρόσφατη κυβέρνηση έκανε, όμως, ένα εντυπωσιακό άλμα, ξεπερνώντας όλες τις προηγούμενες: Αριθμεί 63 άτομα, εν συνόλω, με 23 υπουργούς, 4 αναπληρωτές, 35 υφυπουργούς και έναν κυβερνητικό εκπρόσωπο. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και τα κομματικά στελέχη που αναλαμβάνουν διοικητικές θέσεις, όπως είναι οι γενικοί γραμματείς, οι αναπληρωτές τους και οι ειδικοί γραμματείς.

Η αύξηση του αριθμού των μελών της κυβέρνησης θα συμπαρασύρει και τους μετακλητούς προκαλώντας ένα, όχι αμελητέο κόστος συντήρησής τους.

Οι μετακλητοί τον Δεκέμβριο 2022 είχαν καταρρίψει ένα ρεκόρ, ανταγωνιζόμενοι τον εαυτό τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του apografi.gov.gr, ανέρχονταν σε 3.347 άτομα. Είχαν υπερβεί το προηγούμενο δικό τους όριο, του Δεκεμβρίου 2021, όταν μετρούσαν 3.153 άτομα, το οποίο, με τη σειρά του, είχε καταρρίψει το προηγούμνο του Δεκεμβρίου 2020, με 2.994 άτομα.

Η συνεχής αύξηση του αριθμού τους ακυρώνει, εν τοις πράγμασι, την προσπάθεια της ίδιας κυβέρνησης να ορίσει αυστηρά τον αριθμό τους. Στον ν. 4622/19 (τον επιλεγόμενο ως νόμο του «επιτελικού κράτους) ο νομοθέτης οριοθέτησε τον αριθμό των μετακλητών σε υπουργούς έως 8, σε υφυπουργούς εώς 6, στους Γενικούς Γραμματείς έως 3 και στους Ειδικούς Γραμματείς έως 2.

Από την αύξηση των μελών της κυβέρνησης θα προκύψει, όμως, νέα αύξηση των θέσεων των μετακλητών.
Παρά τις ερωτήσεις που έχουν, κατά καιρούς, υποβληθεί στην κυβέρνηση για τις κατηγορίες των μετακλητών και, ιδίως, για την μισθολογική επιβάρυνση του προϋπολογισμού που προκαλούν, δεν υπάρχουν σαφείς απαντήσεις.

Σημειωτέον, ότι οι μετακλητοί καλύπτουν, πλέον, και θέσεις Διευθυντών και Γενικών Διευθυντών, συμμετέχουν σε επιτροπές αξιολόγησης προσώπων και έργων, αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις και ευθύνες που μπορούν, κατά την κείμενη διοικητική τάξη, να αναληφθούν μόνον από υπαλλήλους δημοσίου δικαίου.

Τελευταία αλλ’ όχι έσχατη παρατήρηση στο νέο κυβερνητικό σχήμα:

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, εδώ και χρόνια, εποπτεύονται ως προς την λειτουργία τους από κάποιο- ολιγομελές, στο παρελθόν, πολυπληθές, εν συνεχεία- όργανο. Σήμερα το όργανο αυτό έχει πάρει τον χαρακτήρα μιας μικρής κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης εντός της κυβέρνησης. Ονομάζεται «προεδρία της κυβέρνησης» και επικεφαλής της βρίσκονται τρεις Υπουργοί!

Εν τέλει, ο αμιγώς πολιτικός χαρακτήρας της επιλογής των μελών της κυβέρνησης (βλ. ισορροπίες μεταξύ ομάδων και ομαδαρχών) επιβεβαιώνει την εκτίμηση των ειδικών ότι, στη χώρα μας, οι κυβερνήσεις δεν υπακούουν σε κριτήρια αποτελεσματικότητας, πολλώ δε, μάλλον, αποδοτικότητας. Η κυβέρνηση, αντίθετα από τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, δεν είναι μια «εργαζόμενη κυβέρνηση». Εάν ήταν, τότε, τα αποτελέσματά της θα έπρεπε να ήταν όχι μόνον δημόσια αλλά και καθοριστικά για την επιτυχία ή την αποτυχία των μελών της. Δεν αρκεί η επανάληψη της ίδιας παράστασης με τους «μπλε φακέλους» που δίδονται στους υπουργούς στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, αλλά δεν μαθαίνουμε ποτέ την τύχη του περιεχομένου τους.

Θα έχει συντελεστεί, ωστόσο, ένα σημαντικό βήμα προόδου στην κατεύθυνση ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, όταν οι υπουργοί, όπως και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί, θα κρίνονται με βάση τα αποτελέσματα κι όχι τις προθέσεις τους. Δεν αρκεί η ανάληψη «πολιτικής ευθύνης» για σφάλματα και παραλείψεις τους. Πρέπει να γνωρίζουμε κατά πόσον οι επιλογές τους επιβάρυναν η βοήθησαν την εθνική οικονομία και εάν από τις αποφάσεις τους παρήχθησαν αποτελέσματα που προωθούν την κοινωνική συνοχή και την ευημερία των πολιτών.

Είναι σημαντικό να υπάρξει ένας προγραμματισμός του κυβερνητικού έργου που δεν θα μεταφράζεται σε «σχέδια δράσης» που μένουν στα χαρτιά (ποιος δεν θυμάται το εξαιρετικό, κατά τα λοιπά, σχέδιο δράσης του Υπουργείου Μεταφορών για την ενδυνάμωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων που εγκρίθηκε πριν τα Τέμπη αλλά κανένας δεν παρακολουθούσε την εφαρμογή του;)

Η κυβέρνηση λειτουργούσα ως συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων με διφυή χαρακτήρα (πολιτικό και διοικητικό) δεν απομειώνεται ούτε φαλκιδεύεται με την «επιστημονικοποίηση» της δράσης της. Αντιθέτως, η ευθυγράμμισή της με τις καλές πρακτικές άλλων κυβερνήσεων μπορεί να αναβαθμίσει την ποιότητα των αποφάσεών της.

Αναδημοσίευση από “ieidiseis.gr”