Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Παρότι ο κοινός νους ταυτίζει συχνά τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία, χωρίς την πίεση από τα κάτω μιας οργανωμένης εργατικής τάξης οι καπιταλιστές δεν θα είχαν υποστηρίξει ποτέ δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Αρθρο του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα και ακτιβιστή Τζόζεφ Σβαρτς που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin
Σε μιαν ολόκληρη γενιά Αμερικανών τής αφηγήθηκαν τον Ψυχρό Πόλεμο σαν μια σύγκρουση ανάμεσα σε ελευθερία και τυραννία, που έληξε με την καθαρή νίκη του δημοκρατικού καπιταλισμού. Ο σοσιαλισμός κάθε τύπου ταυτίστηκε με τα εγκλήματα της Σοβιετικής Ενωσης και γι’ αυτό καταδικάστηκε να ριχτεί στον σκουπιδοτενεκέ των χείριστων ιδεών. Και όμως οι σοσιαλιστές ήταν από τους πιο μαχητικούς αντίπαλους τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού αυταρχισμού. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε κατανοήσει ότι μόνο μέσω της εξουσίας μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να οικοδομήσουν τη σοσιαλιστική κοινωνία. Γι’ αυτό και το «Μανιφέστο» τελειώνει με μια φλογερή έκκληση στους εργαζόμενους να νικήσουν στη μάχη για τη δημοκρατία εναντίον των αριστοκρατικών και αντιδραστικών δυνάμεων. Πολλοί σοσιαλιστές ακολούθησαν πιστά αυτή την υπόδειξη, υπερασπιζόμενοι με πάθος τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ παράλληλα μάχονταν για να καταστήσουν πιο δημοκρατική την πολιτιστική και οικονομική ζωή, διευρύνοντας το φάσμα των κοινωνικών δικαιωμάτων και παλεύοντας για τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας.
Παρότι ο κοινός νους ταυτίζει συχνά τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία, χωρίς την πίεση από τα κάτω μιας οργανωμένης εργατικής τάξης οι καπιταλιστές δεν θα είχαν υποστηρίξει ποτέ δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες η καθολική ψήφος για τους λευκούς άνδρες παραχωρήθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές χρειάστηκε να παλέψουν εναντίον αυταρχικών καπιταλιστικών καθεστώτων στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα για να κατακτήσουν το δικαίωμα ψήφου για τους φτωχούς και για την εργατική τάξη. Οι σοσιαλιστές θα κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη ως πρόμαχοι της καθολικής ανδρικής ψήφου –και από ένα σημείο κι έπειτα και της γυναικείας- και ως υπερασπιστές του δικαιώματος συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Οι σοσιαλιστές και οι σύμμαχοί τους στο εργατικό κίνημα είχαν κατανοήσει από παλιά ότι ένα πρόσωπο σε κατάσταση ένδειας δεν θα μπορεί ποτέ να είναι αληθινά ελεύθερο. Γι’ αυτό η σοσιαλιστική παράδοση, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, ταυτίζεται γενικά με τις μάχες για τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η φροντίδα για τα παιδιά και οι συντάξεις για τους γέρους. Ακόμη και στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, η υποστήριξη σε αυτές τις μάχες δόθηκε συχνά από τους σοσιαλιστές. Πολλοί σοσιαλιστές υποστήριξαν απροϋπόθετα τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά ήταν πάντοτε πεπεισμένοι ότι η αναγκαία ταξική δύναμη, προκειμένου να αναχαιτιστεί η ισχύς του κεφαλαίου, έπρεπε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, έτσι ώστε να επιτρέπει στους εργαζόμενους να έχουν τον ολικό έλεγχο της οικονομικής και κοινωνικής τους μοίρας.
Ενώ όμως κατηγορούσαν τον καπιταλισμό ότι είναι αντιδημοκρατικός, οι δημοκράτες σοσιαλιστές αντιτάσσονταν με όλες τους τις δυνάμεις και στις αυταρχικές κυβερνήσεις που χαρακτηρίζονταν σοσιαλιστικές. Επαναστάτες, όπως ο Βικτόρ Σερζ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, θα ασκήσουν κριτική στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής κυριαρχίας για την απαγόρευση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, την καταπίεση των δημοκρατικών πειραμάτων στους χώρους εργασίας και την απουσία πολιτικού πλουραλισμού και πολιτικών ελευθεριών. Αν το κράτος κατέχει τα μέσα παραγωγής, ένα ερώτημα παραμένει πράγματι ανοιχτό: πόσο δημοκρατικό είναι το κράτος; Οπως έγραψε η Λούξεμπουργκ το 1918, σε μια πολεμική της για τη Ρωσική Επανάσταση, «χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο».
Η Λούξεμπουργκ θύμιζε ότι η Κομμούνα του Παρισιού του 1871, εκείνο το σύντομο πείραμα ριζοσπαστικής δημοκρατίας στο οποίο οι Μαρξ και Ενγκελς αναφέρονταν ως μοναδικό παράδειγμα κυβέρνησης της εργατικής τάξης, περιλάμβανε στους κόλπους του δημοτικού συμβουλίου διάφορα κόμματα, από τα οποία μόνον ένα ανήκε στη Διεθνή Ενωση των Εργατών του Μαρξ. Πιστοί σε αυτές τις αξίες, σοσιαλιστές, διαφωνούντες κομμουνιστές και ανεξάρτητοι συνδικαλιστές θα καθοδηγήσουν τις εξεγέρσεις εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Πολωνία το 1956, το 1968 και το 1980. Οι δημοκράτες σοσιαλιστές ήταν επικεφαλής και του σύντομου αλλά εξαιρετικού πειράματος του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» της κυβέρνησης Ντούμπτσεκ, στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Εξεγέρσεις όλες αυτές που θα συντριβούν από τα σοβιετικά άρματα μάχης.
Οι σοσιαλιστές αμφισβητούν την αξίωση της καπιταλιστικής δημοκρατίας να θεωρείται πλήρως δημοκρατική. Επειδή, στην πραγματικότητα, κάθε φορά που αισθάνονταν ότι απειλούνται από τα κινήματα των εργαζομένων, οι πλούσιοι εγκατέλειπαν κάθε σεβασμό προς τους πιο στοιχειώδεις δημοκρατικούς κανόνες. Η ανάλυση του Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ» για την υποστήριξη του πραξικοπήματος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη από τους Γάλλους καπιταλιστές είναι μια τρομακτική προεικόνιση της υποστήριξης του φασισμού από το κεφάλαιο κατά τη δεκαετία του 1930. Και στις δύο περιπτώσεις, μια παρακμάζουσα μικροαστική τάξη, μια πολιορκημένη μεσαία τάξη και η παραδοσιακή γαιοκτημονική ελίτ αποφάσισαν να ανατρέψουν τις δημοκρατικές κυβερνήσεις και κέρδισαν την υποστήριξη των καπιταλιστών.
Με τον ίδιο τρόπο, στη Λατινική Αμερική, τα αυταρχικά καθεστώτα των δεκαετιών 1970 και 1980 απολάμβαναν παρόμοια υποστήριξη από το κεφάλαιο. Μεγάλο μέρος του κύρους της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής Αριστεράς πήγαζε ακριβώς από τη συνεπή αντίθεσή της στον φασισμό.
Τα σοσιαλιστικά και αντιαποικιακά κινήματα του εικοστού αιώνα είχαν κατανοήσει ότι οι δημοκρατικοί στόχοι της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν όσο οι οικονομικές ανισότητες θα προκαλούν τις πολιτικές ανισότητες και όσο οι εργαζόμενοι θα είναι υποταγμένοι στο κεφάλαιο. Οι σοσιαλιστές μάχονται για την οικονομική δημοκρατία με βάση τη ριζική δημοκρατική πεποίθηση ότι «αυτό που αφορά όλους θα πρέπει να αποφασίζεται από όλους».
Η καπιταλιστική επιχειρηματολογία, που θέλει να ταυτίζει την έννοια της ελευθερίας με τις ατομικές επιλογές που γίνονται στην ελεύθερη αγορά, συγκαλύπτει την πραγματικότητα ενός συστηματικά αντιδημοκρατικού καπιταλισμού, στον οποίο η πλειονότητα των προσώπων ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της υπό μία «τυραννία».
Οι επιχειρήσεις πράγματι είναι στην πράξη ιεραρχικές δικτατορίες, όπου ο εργαζόμενος δεν έχει λόγο γι’ αυτό που παράγεται, για το πώς παράγεται και για το πώς χρησιμοποιείται το κέρδος που προκύπτει. […]
Ο Τζόζεφ Σβαρτς είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Temple της Φιλαδέλφειας και αντιπρόεδρος της πολιτικής οργάνωσης Democratic Socialists of America (DSA). Το διδακτικό και συγγραφικό του έργο αναφέρεται στην ιστορία της ριζοσπαστικής και σοσιαλιστικής σκέψης, στη θεωρία της δημοκρατίας και στις αμερικανικές πολιτικές εξελίξεις.
Αντιπροσωπευτικά βιβλία του είναι μεταξύ άλλων τα: «The Permanence of the Political» (Princeton 1995) και «The Future of Democratic Equality» (Routledge 2009).
Αναδημοσίευση από ‘Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”