Και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι…και στα δημόσια νομικά πρόσωπα. Του Παναγιώτη Καρκατσούλη

Ένας ακόμη νόμος με τον τίτλο «Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα, ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους και λοιπές διατάξεις» (ν. 5062/23) μόλις ψηφίστηκε.

Εν πρώτοις, ο νέος νόμος ακολουθεί τη νομοθετική πρακτική που αναδείχτηκε και απογειώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι τίτλοι των νόμων αντί να περιγράφουν το αντικείμενο της ρύθμισης επιχειρούν τη λήψη του ζητουμένου- δηλαδή, διακηρύσσουν ως δεδομένο εκείνο που πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να πετύχουν. Το εάν, δηλαδή, θα ενισχυθεί η αποδοτικότητα των δημοσίων φορέων είναι ζητούμενο και καθόλου δεδομένο.

Ένας παραπάνω λόγος σκεπτικισμού σε σχέση με το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ότι ο νόμος αυτός ήρθε να προστεθεί σε μια μακρά αλυσίδα νόμων που εξαγγέλλουν, εδώ και περισσότερο από μια εικοσαετία, ότι θα εξορθολογίσουν το πελατειακό οικοδόμημα του ελληνικού κράτους αλλά τα αποτελέσματά τους είναι πολύ κατώτερα των προσδοκιών.

Tα δημόσια νομικά πρόσωπα (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν ένα νομικό ένδυμα υπό το οποίο ο πελατειασμός- το ελληνικό μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους- μπορεί να αναπτυχθεί άνετα. Με το πρόσχημα του «ειδικού σκοπού», έχουν δημιουργηθεί πλείστα όσα διοικητικά μορφώματα που συνδέονται, τις περισσότερες αν όχι όλες τις φορές, με χρηματοδοτήσεις η με την δυνατότητα είσπραξης εσόδων από υπηρεσίες/προϊόντα που παράγουν. Για να λειτουργήσουν αυτά υπέρ των σκοπών του πελατειακού κράτους δεν χρειάζεται παρά μόνον η εγγύηση της κομματικής αφοσίωσης των διοικήσεών τους. Κι ο ευκολότερος και ασφαλέστερος τρόπος για να επιτευχθεί ο μείζων αυτός στόχος ήταν και είναι η εκάστοτε κυβέρνηση να διορίζει τους διοικητές και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων τους.

Βεβαίως, η επιδίωξη της νομής της εξουσίας και του χρήματος μέσω ευνοιοκρατίας και περιφρόνησης των βασικών αξιών της αξιοκρατίας και της ισότητας των ευκαιριών δεν γίνεται αποδεκτή ούτε από τους ευρωπαίους εταίρους μας ούτε, όμως, και από τους γρηγορούντες Έλληνες πολίτες που αγωνίζονται, διαχρονικά, για την επικράτησή τους. 

Η έγνοια, λοιπόν, των κυβερνήσεων των δύο τελευταίων δεκαετιών ήταν να προσπαθούν να μειώσουν την πίεση που τους ασκούσαν οι Έλληνες και ξένοι μεταρρυθμιστές με παράλληλη, όμως, διάσωση του πυρήνα του πελατειασμού που τους διασφάλιζε την άνοδο και παραμονή στην εξουσία.

Η λύση που βρέθηκε ήταν να προσποιούνται ότι απεκδύονται την ρουσφετολογική τους λειτουργία και να ενδύονται τη λεοντή του μεταρρυθμιστή.

Αρχής γενομένης από τον ν. 3230/2004 που θέσπισε ένα σύστημα στοχοθεσίας και μέτρησης της αποτελεσματικότητας και τον ν. 3249/2005 για τις ΔΕΚΟ που εισήγαγε τις έννοιες των συμβολαίων απόδοσης και αξιολόγησης των επικεφαλής τους βάσει του βαθμού επίτευξης των στόχων, και ακολούθως από μια πλειάδα νομοθετικών ρυθμίσεων στην ίδια κατεύθυνση, διαμορφώθηκε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο επαρκές στα χαρτιά και εντελώς αδύναμο στην εφαρμογή του. Αυτή ήταν άλλοτε ανύπαρκτη (συνδεόμενη με την έκδοση παράγωγων κανονιστικών ρυθμίσεων), άλλοτε εθελοντική (!), άλλοτε πιλοτική κι άλλοτε υπονομευόταν με έναν νεότερο νόμο.

Το πελατειακό οικοδόμημα έμεινε, οπωσδήποτε, άθικτο στον πυρήνα του. Εκσυγχρονίστηκε, βεβαίως, κι αυτό εξελισσόμενο παράλληλα προς τις μεταρρυθμίσεις κι έτσι απέχει πολύ από την εποχή του «μπάρμπα στην Κορώνη». Ο πελατειασμός εκτείνεται στο σύνολο των μερών του διοικητικού συστήματος (δομές, λειτουργίες και λήψη αποφάσεων) κι όχι μόνον στις προσλήψεις.

Στη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού, ειδικότερα, τα πιθανολογούμενα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων ακυρώνονται από τις βαριές ισοπεδωτικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και του μισθολογίου. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν τα μπόνους παραγωγικότητας συνυπάρχουν με τα επιδόματα που μοιράζονται αδιακρίτως σε όλους.

Αναδημοσίευση από athensvoice.gr