Η σχέση με ΗΠΑ ενοχλεί την Ευρώπη. Του Παναγιώτη Ιωακειμίδη

Πόσο ευθυγραμμίζεται η ολοένα και στενότερη, οιονεί βαθιά ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ με τη θέση και ρόλο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ); Και ειδικότερα με τις πρωτοβουλίες, σχεδιασμούς, πολιτικές που χαράσσονται αυτή την περίοδο από κράτη μέλη όπως Γαλλία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κ.α. για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, στρατηγική αυτονομία και να ελαχιστοποιηθούν οι εξαρτήσεις της Ευρώπης κυρίως από τις ΗΠΑ( εν όψει και πιθανής επιστροφής Ντ. Τράμπ) ; Καθώς ο πρωθυπουργός φαίνεται να ετοιμάζει νέο ταξίδι στην Ουάσιγκτον/Λευκό Οίκο  στις αρχές Απριλίου,  σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια, η απάντηση των Ευρωπαίων στο  ερώτημα είναι ότι δεν ευθυγραμμίζεται.  Εμφανίζεται ολίγον ως προβληματική … εξωσυζυγική σχέση. Και γι’ αυτό εκφράζεται ήδη δυσαρέσκεια από χώρες-μέλη  και θεσμούς, μεταξύ των οποίων την πλέον στενή μας χώρα-εταίρο εντός ΕΕ, δηλαδή τη Γαλλία. Καθώς το είδος των δεσμεύσεων που προωθούμε με τις ΗΠΑ εμφανίζεται στα μάτια των Ευρωπαίων να μη συμβάλλουν και τόσο ενεργά ούτε στην ευρωπαϊκη κυριαρχία και στρατηγική αυτονομία ούτε στη μείωση των εξαρτήσεων.  Το αντίθετο, η κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα (από Σούδα μέχρι Αλεξανδρούπολη), η αγορά αεροσκαφών από   F-16  μέχρι F-35, κλπ.,  εμφανίζονται να δένουν την Ελλάδα περισσότερο στο άρμα των ΗΠΑ (ενώ ως γνωστόν στόχος του Κ. Καραμανλή όταν επέλεγε την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ ήταν μεταξύ άλλων να μειώσει ή και να ακυρώσει την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ). Όπως και η μάλλον αμέριμνη στάση/ ανίδραση του πρωθυπουργού στο ενδεχόμενο επανεκλογής Τραμπ ενώ άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εκφρασθεί ανοιχτά απορριπτικά. .

Ειδικότερα η απανωτή προμήθεια  μαχητικών (F-16, F-35) από τις Ην. Πολιτείες προκαλεί δυσανεξία στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Μόλις την περασμένη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αποφάσισε ότι η Ευρώπη  πρέπει «να μειώσει τις στρατηγικές εξαρτήσεις της και να αυξήσει τις ικανότητές της», την ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία. Ενώ η σχετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS) προβλέπει, μεταξύ άλλων,  ως στόχο «τη διάθεση τουλάχιστον του 50% του προϋπολογισμού προμηθειών των κρατών μελών  σε όπλα που παράγονται στην Ευρώπη». Σύμφωνα όμως  με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης (ISPRI) της Στοκχόλμης το 55% των εισαγωγών όπλων της Ευρώπης μεταξύ 2019-2023 προήλθε από τις ΗΠΑ ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την περίοδο 2014-2018 ήταν 35%.  Στη  Γερμανία αντιστοιχεί το 6,4% των προμηθειών όπλων και στη Γαλλία το 4,6%.  Οι ΗΠΑ παραμένουν βεβαίως η κύρια χώρα – εξαγωγέας όπλων παγκοσμίως με μερίδιο 42% ενώ η Γαλλία  κατέχει τη δεύτερη παγκόσμια θέση με 11% αν και οι εξαγωγές εστιάζονται κυρίως στην πώληση των μαχητικών αεροσκαφών (Rafall) σε Ινδία, Κατάρ, Αίγυπτο (και Ελλάδα). Συνολικά οι εισαγωγές όπλων από την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 94% στην περίοδο 2019-2023 λόγω κυρίως του πολέμου στην Ουκρανία.

Στόχος  της Γαλλίας είναι η πολεμική της βιομηχανία να καταλάβει την πρώτη θέση στις προμήθειες πολεμικού υλικού στην Ευρώπη. Εξ ού και η έμφαση στη «μείωση των εξαρτήσεων» και στην «ενίσχυση της κυριαρχίας» με την προώθηση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής για την άμυνα και η ενόχληση για την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο με το ενδεχόμενο επιστροφής του Ντ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και οτιδήποτε μπορεί να συνεπάγεται για τις διατλαντικές, αμυντικές  σχέσεις , ΝΑΤΟ, κλπ. 

Συμπερασματικά, αναγκαία και επωφελής η στενή σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην Ευρώπη…