Η πυρκαγιά ως «ανωτέρα βία» και η πολιτική κατά των καταστροφών. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Σε έφεση που άσκησε το ελληνικό Δημόσιο εναντίον της πρωτόδικης απόφασης που δικαίωνε τους συγγενείς μιας γυναίκας που κάηκε στο Μάτι, η πυρκαγιά του 2018 χαρακτηρίστηκε «περιστατικό ανωτέρας βίας». Μάλιστα, στην επιχειρηματολογία των δικηγόρων του ελληνικού δημοσίου αντιπαραβαλλόταν η εδώ καταστροφή με μια αντίστοιχη στην Καλιφόρνια, όπου κι εκεί, παρά την ανωτερότητά τους σε σχέδια και εξοπλισμό, οι Αρχές δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την έκταση της καταστροφής.
Το ενδιαφέρον και κρίσιμο σ’ αυτή την έφεση δεν βρίσκεται στην δικονομική τάξη των πραγμάτων. Οιοδήποτε Δημόσιο θα διεκδικούσε με κάθε πρόσφορο μέσον τα «συμφέροντά» του, εν προκειμένω τα του Υπουργείου Οικονομικών.
Βρίσκεται στην αντιποίηση της επιχειρηματολογίας των δικηγόρων από εκείνους που έχουν την ευθύνη της εκπόνησης, εφαρμογής και αξιολόγησης μιας δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση των φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών. Η Πολιτεία εξακολουθεί να θεωρεί την πυρκαγιά ως «θεομηνία», αντί ν’ αντιπαραθέτει στην αναχρονιστική αυτή άποψη, μια συγκροτημένη πολιτική για την αντιμετώπιση των καταστροφών.
Το Μάτι αποτέλεσε μια στιγμή αποκάλυψης των προβλημάτων που υπήρχαν στην Πολιτική Προστασία. Δημοσιοποιήθηκαν όχι μόνον τα δικά της, ιδιαίτερα προβλήματα αλλά και η απουσία μιας σύγχρονης δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση των καταστροφών. Οι πυρκαγιές, για να αναφερθούμε μόνον σ’ αυτές, αντιμετωπίζονταν με πενιχρά μέσα, ελπίζοντας, κάθε φορά, ότι η φύση, ο «στρατηγός άνεμος», κάποιος, τέλος πάντων, θα τις σταματούσε.
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, ενώ η κλιματική κρίση παροξύνθηκε, τα βήματα που έγιναν για να αποκτήσουμε μια άρτια Πολιτική Προστασία ήταν δειλά, λίγα και αποσπασματικά.
Η Πολιτική Προστασία εξακολουθεί να μην συναρτάται με την «μεγαλύτερη εικόνα» της διακυβέρνησης. Δεν βλέπει τον εαυτό της ως μέρος μιας οριζόντιας πολιτικής, μιας ομπρέλας, με εμφανή διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις άλλες δημόσιες πολιτικές. Παράγει τα όποια αποτελέσματά της μέσα από μια καθετοποιημένη δομή, το γλίσχρο από άποψη δυνάμεων και παραγωγής πολιτικής αλλά μ’ εντυπωσιακό τίτλο «Υπουργείο κλιματικής κρίσης και Πολιτικής Προστασίας». Μ’ έναν βερμπαλιστικό και τυπολατρικό «Ξενοκράτη», με παρωχημένες, διασκορπισμένες, επικαλυπτόμενες κι αντιφατικές αρμοδιότητες, με δομές απομονωμένες και ανύπαρκτη συνεργασία των επιπέδων διοίκησης και μ’ ένα εξαιρετικά αδύναμο κίνημα εθελοντισμού, η Πολιτική Προστασία δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε την ασφάλειά μας ούτε την προστασία του περιβάλλοντος.
Αντιστρόφως ανάλογη, είναι η ένταση της κυβερνητικής προπαγάνδας η οποία προσπαθεί να ωραιοποιήσει τις όποιες επιτυχίες του μηχανισμού και ν’ αποκρύψει τα μεγάλα ελλείμματά του. Όμως, ο πολλαπλασιασμός των κινδύνων, οι ευάλωτες υποδομές, ιδίως, εκείνες των μεγαλουπόλεων, η ψηφιακή και ηλεκτρονική αδράνεια που εξαντλείται στο «112», το ανθρώπινο δυναμικό της Πυροσβεστικής που συμπιέζεται μεταξύ αναχρονιστικών μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης και ενός κακώς εννοούμενου δημοσιοϋπαλληλικού πνεύματος, η ανύπαρκτη δικτύωση των δημοσίων οργανώσεων με τις ιδιωτικές κι εκείνες του τρίτου τομέα, απειλούν με δραματικές επιπτώσεις στις επερχόμενες κρίσεις και καταστροφές.
Η αναβάθμιση της Πολιτικής Προστασίας επείγει. Μάλιστα, σήμερα, η σύνδεσή της με τα ζητήματα της δημόσιας ασφάλειας, την κατατάσσει μεταξύ των σημαντικότερων δημοσίων πολιτικών. Εάν, όμως, συνεχίσουμε να αρνούμαστε την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας συνεκτικής και αποδοτικής Πολιτικής Προστασίας και δεν προνοήσουμε για τα μελλούμενα, θα συνεχίσουμε να φρίττουμε μπροστά στην αναλγησία που εκδηλώνεται κάθε φορά που οι πολίτες προσφεύγουν στα δικαστήρια ως ύστατη καταφυγή για να διεκδικήσουν κάποια από τα δίκαιά τους που η Πολιτεία αρνείται να αναγνωρίσει.
Αναδημοσίευση από “thecaller.gr”