Η πυξίδα «Δεξιά – Αριστερά». Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου Μαουρίτσιο Φερέρα που δημοσιεύτηκε στο ένθετο La Lettura της Corriere della Sera
Χωρίς την πυξίδα «Δεξιά- Αριστερά», οι κοινωνίες μας θα έχαναν τα σημεία αναφοράς που εδώ και δύο αιώνες προσανατολίζουν τις πολιτικές επιλογές και την ίδια την ερμηνεία της πραγματικότητας.
Δεξιά και Αριστερά έχουν ακόμα και σήμερα νόημα; Πολλοί θεωρούν πως δεν έχουν. Οι ιδεολογίες του εικοστού αιώνα –λένε– δεν έχουν πλέον τίποτα να μας πουν, έχουν χάσει την προωθητική τους δύναμη. Επιπλέον, τα μαζικά κόμματα που αντιπροσώπευαν τους δύο πόλους –προοδευτικοί και συντηρητικοί– έχουν χάσει τις εκλογικές τους βάσεις, δεν έχουν πλέον προσδιορισμένους και σταθερούς συνομιλητές σε κοινωνίες που γίνονται όλο και περισσότερο ρευστές. Μπαίνουμε –συμπεραίνουν– σε μια μεταϊδεολογική εποχή και ίσως να είναι καλύτερα έτσι: οι ειδικοί θα είναι αυτοί που θα αποφασίζουν.
Η διάγνωση έχει κάποια βάση, αλλά η αξιολόγηση και η πρόβλεψη είναι πολύ λιγότερο βάσιμες. Χωρίς την πυξίδα «Δεξιά – Αριστερά», οι κοινωνίες μας θα έχαναν τα σημεία αναφοράς που εδώ και δύο αιώνες προσανατολίζουν τις πολιτικές επιλογές και την ίδια την ερμηνεία της πραγματικότητας. Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Στην Αριστερά έχουν σχεδόν χαθεί οι αντισυστημικές δυνάμεις. Τα ιδεολογικά θεμέλια του κομμουνισμού κατέρρευσαν μαζί με το Τείχος του Βερολίνου, γεγονός που έστειλε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας την μπολσεβίκικη επανάσταση και τη σοβιετική εμπειρία. Σε κρίση μπήκε, ωστόσο, και η σοσιαλδημοκρατία, εν μέρει εξαιτίας των επιτυχιών της και ιδιαίτερα της δημιουργίας του κράτους πρόνοιας.
Οι κατακτήσεις της «ένδοξης τριακονταετίας» (1945-1975) έχασαν βαθμιαία την ικανότητα να ενθουσιάζουν και να κινητοποιούν τους εκλογείς. Το παρεμβατικό κράτος και η κοινωνική προστασία προκάλεσαν αναποτελεσματικότητες, νέες ανισότητες, αυξανόμενη φορολογική πίεση. Με δυο λόγια, η πρόσκρουση στην πραγματικότητα αποδυνάμωσε τις μεταρρυθμιστικές δυνατότητες του ρεφορμισμού. Η μετάβαση στη μεταβιομηχανική κοινωνία αραίωσε τις γραμμές της εργατικής τάξης και πύκνωσε εκείνες του πρεκαριάτου. Αλλά και η εικόνα της Δεξιάς διαβρώθηκε βαθμιαία.
Σε όλη την Ευρώπη, η εκκοσμίκευση αποδυνάμωσε τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα. Ο πολιτισμικός εκσυγχρονισμός αμφισβήτησε τις αξίες της παράδοσης και της ιεραρχίας, που αποτελούσαν τους πυλώνες των συντηρητικών θεωριών. Ομοια με τη σοσιαλδημοκρατία, και ο (πολιτικός) φιλελευθερισμός έχασε τη λάμψη του μετά τη θεσμική καθιέρωση των δικαιωμάτων του πολίτη. Στον χώρο της Δεξιάς κατόρθωσε να επικρατήσει ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος επέβαλε μια δραστική στροφή προς την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πολιτικών. Μαζί με τις πολιτικές της λιτότητας, αυτή η στροφή κατέληξε να αυξήσει το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και σε φτωχούς.
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση συνέπεσε με την ανάδυση νέων «κτητικών» στρωμάτων, που συνδέονται με την οικονομία της γνώσης και ευνοούνται από την παγκοσμιοποίηση, τα οποία ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική τους ευημερία παρά για την κοινωνική αλληλεγγύη. Μεταξύ των δεκαετιών του 1990 και του 2000, ο «Τρίτος Δρόμος» του Βρετανού ηγέτη των Εργατικών, Τόνι Μπλερ, αντέδρασε στην παρακμή, τοποθετούμενος μεταξύ των δύο πόλων με μια ατζέντα «ριζοσπαστικού Κέντρου», πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ηταν μια κίνηση που είχε μια ορισμένη επιτυχία, η οποία όμως αποκαλύφθηκε εφήμερη.
Στο μεταξύ, το κενό που άφησαν η παραδοσιακή Δεξιά και η παραδοσιακή Αριστερά καλύφθηκε από νέες (ή ανανεωμένες) ανταγωνιστικές ιδεολογίες: τον εθνικισμό, τον αυτονομιστικό τοπικισμό, την οικολογία, τον φεμινισμό, τα ριζοσπαστικά κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης και, πιο πρόσφατα, τον ευρωσκεπτικισμό και τον εθνοκυριαρχισμό. Πέρα από τα ιδιαίτερα περιεχόμενά τους, αυτά τα νέα ρεύματα έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Απορρίπτουν από θέση αρχής τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και στηρίζονται σε άλλες αντιπαραθέσεις: εντός/εκτός (ή και «εμείς/εκείνοι»: ας σκεφτούμε τον εθνικισμό, τον εθνοκυριαρχισμό, τον ευρωσκεπτικισμό), κοντινό/μακρινό (αυτονομιστικός τοπικισμός), μπρος/πίσω (νέα οράματα και ιδεώδη που αντιπαρατίθενται σε εκείνα του παρελθόντος: οικολογία, φεμινισμός, εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση) ή ακόμα κάτω/πάνω (λαός εναντίον ελίτ).
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, η διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς αντικαταστάθηκε από έναν νέο άξονα· τον άξονα «αποκλεισμός – ενσωμάτωση», που αντιπαραθέτει τους χαμένους στους ωφελημένους της παγκοσμιοποίησης. Η Γαλλία αντιπροσωπεύει την πιο ακραία περίπτωση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα σχεδόν εξαφανίστηκε, ενώ ενισχύθηκε η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν-Λικ Μελανσόν με μιαν ατζέντα που είναι ταυτόχρονα κατά της παγκοσμιοποίησης και υπέρ του εθνοκυριαρχισμού. Σε σχέση με το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, το πανόραμα του νέου αιώνα εμφανίζεται επομένως έντονα αποδιαρθρωμένο. Θα πρέπει να ανησυχούμε; Ή αντίθετα θα πρέπει να καλωσορίσουμε ένα ιδεολογικό πλαίσιο πιο διαφοροποιημένο, αλλά τελικά πιο φιλόξενο προς τον ρόλο των ειδικών;
Πίσω από τη συζήτηση για το τέλος των ιδεολογιών διακινείται συχνά η ιδέα να αντικαταστήσουμε τη δημοκρατία με την «επιστημοκρατία», δηλαδή με την κυβέρνηση των σοφών. Στην πραγματικότητα η κρίση της διάκρισης «Δεξιάς – Αριστεράς» είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Η πολιτική δεν μπορεί να υποβαθμίζεται σε απλή επίλυση των προβλημάτων. Οφείλει να επεξεργάζεται οράματα για το μέλλον, που ικανοποιούν την ανάγκη των πολιτών για «νόημα» και προμηθεύουν ιδεατές απεικονίσεις για να καθοδηγούν την κοινωνία στο σύνολό της. Οι ιδεολογικοί χάρτες χρησιμεύουν για την επίλυση των προβλημάτων –που ποτέ δεν είναι μόνο «τεχνικά», αλλά προϋποθέτουν αξιακές επιλογές– και είναι αναγκαίοι για τη διαχείριση των συγκρούσεων και την εδραίωση της νομιμότητας.
Η διάσταση «Δεξιάς – Αριστεράς» είναι η πιο ικανή να εκπληρώνει και τους δύο αυτούς ρόλους. Οι ιδεολογίες που στηρίζονται σε άλλες αντιπαραθέσεις έχουν δύο σοβαρά ελαττώματα. Πρώτον, τείνουν να είναι «ισχνές» και μονοθεματικές και δίνουν έμφαση σε ένα ιδιαίτερο πεδίο: τη μετανάστευση, τη διαφθορά, την εξουσία των τεχνοκρατών, τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς κ.ο.κ. Οπως μας έχουν διδάξει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο και ο Τζιοβάνι Σαρτόρι, το ζεύγος Δεξιά – Αριστερά υποχρεώνει τους πολιτικούς να διευθετούν την πραγματικότητα με βάση αξιακά κριτήρια. Να εκκινούν δηλαδή από την επιλογή ορισμένων αξιών και με βάση αυτές να επεξεργάζονται προτάσεις και συνεκτικά προγράμματα, χρησιμοποιώντας τη λογική. Η πραγματικότητα αλλάζει συνεχώς και επομένως είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορίζουν και να εκσυγχρονίζουν μέσα στον χρόνο αξίες και προγράμματα.
Η Δεξιά και η Αριστερά δεν έχουν «τελειώσει». Οφείλουν απλώς να συνδέονται με τη νέα πραγματικότητα που τις περιβάλλει, υποδεικνύοντας το γιατί και το πώς αυτή πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με (αναπόφευκτα παραταξιακά) κριτήρια δικαιοσύνης. Μολονότι είναι ρευστές (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό) οι κοινωνίες μας συνεχίζουν να αναζητούν «νόημα», να αναρωτιούνται «τι είναι αυτό που έχει αξία». Από τη Γαλλική Επανάσταση κι έπειτα, η διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς κατόρθωνε να προσανατολίζει αυτή την αναζήτηση.
ℹ️ Ο Μαουρίτσιο Φερέρα είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Η αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς σημάδεψε το πολιτικό σενάριο ολόκληρου του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα. Αντιπροσώπευε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες και διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες και αποτελούσε πολιτική έκφραση μιας διαιρετικής τομής που διαπερνούσε την κοινωνία: εκείνης που χώριζε το κεφάλαιο από την εργασία
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ΄”