Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η ένταση στα ελληνοτουρκικά υποδέχτηκε πανηγυρικά τη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως ακριβώς είχε υποδεχτεί πριν 23 χρόνια περίπου τη νεοεκλεγμένη τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Η επανάληψη ενός θερμού επεισοδίου, όπως έγινε τότε στα Ίμια, πλανιέται σαν φάντασμα τους τελευταίους μήνες πάνω από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η ακραία προκλητική στάση του Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί παρά ένα καλά σχεδιασμένο κομμάτι στο παζλ της υπερδυναμοποίησης της Τουρκίας στην περιοχή και των επεκτατικών του σχεδίων σε Συρία, Λιβύη, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Οι διεκδικήσεις του Ερντογάν δεν έπεσαν βέβαια ως κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα είχε την «εντιμότητα» να τις θέσει πολύ καθαρά μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο της Αθήνας, ενώπιον του απερχομένου ΠτΔ, αμφισβητώντας ανοιχτά την συνθήκη της Λωζάνης την οποία παρουσίασε ως ξεπερασμένη. Να θυμηθούμε επίσης ότι η αμφισβήτηση των συνόρων της συνθήκης της Λωζάνης αφορά περιμετρικά τα σύνορα της Τουρκίας, όπου την… παιρνει να τα αμφισβητήσει φυσικά. Κι ακόμα ότι η αμφισβήτηση αυτή δεν γίνεται αποκλειστικά από τον Ερντογάν αφού και η Κεμαλική αντιπολίτευση τον υπερακοντίζει συχνά σε νησιωτικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, σε υφαλοκρηπίδες κλπ.

Η χώρα μας εμφανίζεται για μια ακόμη φορά αιφνιδιασμένη και διπλωματικά απροετοίμαστη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η διαχρονική αντιμετώπιση των εθνικών μας θεμάτων δεν γίνεται στη βάση μιας πολύπλευρα επεξεργασμένης, καλά μεθοδευμένης και διακομματικά συμφωνημένης εθνικής στρατηγικής. Γίνεται κάθε φορά που οι Τούρκοι ανακινούν, για τους δικούς τους λόγους, τα θέματα των διεκδικήσεών τους, με ευθύνη και χειρισμούς αποκλειστικά της κάθε κυβερνητικής πλειοψηφίας και πάντα με χρυσό οδηγό τη σκέψη «να τη γλυτώσουμε κι αυτή τη φορά».

Οι λεονταρισμοί των εν αποστρατεία παρευλανόντων στα κανάλια – κατά σύμπτωση οι εν αποστρατεία είναι οι πλέον πολεμοχαρείς – και η αναβίωση του συνθήματος «ΕΛΛΑΣ-ΓΑΛΛΙΑ-ΣΥΜΜΑΧΙΑ» που ευτυχώς ο Μακρόν επιβεβαίωσε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο για μια ακόμα φορά, δεν είναι αρκετά για να περιορίσουν στη «γαλάζια πατρίδα» του Σουλτάνου.

Η «γαλάζια πατρίδα» δεν αντιμετωπίζεται αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια δική μας «γαλανόλευκη πατρίδα». Η αναγκαία ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, δεν μπορεί να αποτελεί την μοναδική δική μας περήφανη απάντηση στα σχέδια του τουρκικού επεκτατισμού. Το σύνθημα «προετοιμαζόμαστε για τον πόλεμο για να έχουμε ειρήνη» που ενστερνίζονται οι πάντες σχεδόν, πρέπει να γίνει «εργαζόμαστε για την ειρήνη για να μην έχουμε πόλεμο». Δεν μπορεί να θυμόμαστε την οικοδόμηση των συμμαχιών μας, την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και συμφερόντων μας, την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης με τους γείτονές μας, μόνο κάθε φορά που εκείνοι μας απειλούν. Ούτε επιτρέπεται να ξανασυζητάμε κάθε φορά – εμείς που θεωρούμε ότι εκπροσωπούμε τη διεθνή νομιμότητα – αν θα πάμε στη Χάγη. Έπρεπε από χρόνια και ανεξαρτήτως κυβερνητικών πλειοψηφιών, να προετοιμαζόμαστε νομικά και διπλωματικά για τη δύσκολη μάχη της Χάγης που κάποια στιγμή θα υποχρεωθούμε να δώσουμε. Το επιχείρημα ότι «θα χάσουμε κι εμείς κάτι» αποδυναμώνει προκαταβολικά τη θέση μας αλλά και την ειλικρίνεια της προσήλωσής μας στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας.

Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υποδαυλίζεται από δύο σοβαρές αιτίες, κάνοντάς την κατάσταση ακόμα πιο εκκρηκτική. Ο ένας είναι η εκκρεμότητα του άλυτου Κυπριακού προβλήματος. Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι μια ενιαία Κυπριακή κρατική οντότητα θα διαχειριζόταν σήμερα η ίδια τις έρευνες στα θαλάσσια οικόπεδά της και θα καρπωνόταν τα κέρδη που θα προέκυπταν χωρίς να δίνει σε κανέναν το πρόσχημα της δήθεν προστατευτικής επέμβασης.

Δυστυχώς χάθηκαν αρκετές ευκαιρίες για να δοθεί μια αξιοπρεπής λύση. Οι απρσχημάτιστες παρεμβάσεις της Τουρκίας αλλά και οι εθνικιστικές εξάρσεις που επεκράτησαν, με φωτεινές εξαιρέσεις, στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά δεν επέτρεψαν την επικύρωση μιας βιώσιμης συμφωνίας. Η πεποίθηση ότι η ιστορία αρχίζει κάθε φορά από εκεί που μας συμφέρει έχει αποδειχθεί ολέθρια πολλές φορές. Πιο σημαντική ήταν η ευκαιρία που χάθηκε με την καταψήφιση από τους ελληνοκύπριους του σχεδίου Ανάν που είχε υπερψηφίσει η άλλη πλευρά. Καθοριστική στην εξέλιξη αυτή ήταν η ευθύνη του Κώστα Καραμανλή και του Τάσσου Παπαδόπουλου. Ευτυχώς που ο Κώστας Σημίτης είχε προλάβει να εντάξει την Κύπρο στην ΕΕ.

Η επόμενη – και τελευταία μάλλον – ευκαιρία χάθηκε το ?17 στην Ελβετία, όπου διαφάνηκε συμφωνία για την εκ περιτροπής προεδρία αλλά έγινε και κατάθεση, για πρώτη φορά, συγκεκριμένων ρεαλιστικών χαρτών για το εδαφικό. Η εμμονική στάση της ελληνικής πλευράς και ιδιαίτερα τότε υπουργού εξωτερικών, για άμεση αποχώρηση όλων των Τούρκων στρατιωτών από το νησί – σημειωτέον, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε ένας με βάση το σχέδιο Ανάν – στάθηκε εμπόδιο για την διακοπή ουσιαστικά των συνομιλιών. Οι πρόσφατες προσπάθειες του ΓΓ του ΟΗΕ έχουν περισσότερο τυπικό χαρακτήρα ενώ η πιθανή αποχώρηση του Ακιντζί από την προεδρία των τουρκοκυπρίων φαίνεται να στέλνει την «ενιαία Κύπρο» οριστικά στις καλένδες. Από τη στιγμή μάλιστα που ο σημερινός Πρόεδρος, ο μοναδικός αρχηγός κόμματος που σήκωσε το πολιτικό κόστος της στήριξης του σχεδίου Ανάν, φαίνεται να έχει περάσει πλέον στην άλλη πλευρά. Δυστυχώς τα συνεχιζόμενα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα και, το κυριώτερο, τα βρίσκουμε και θα τα βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας.

Η δεύτερη αιτία είναι η εργαλειοποίηση του προσφυγικού που αξιοποιεί εκβιαστικά ο Ερντογάν όταν το κρίνει σκόπιμο. Η ψευτοδιεθνιστική ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ και οι κουτοπονηριές περί ηλιοθεραπείας και εξάτμισης των προσφύγων οδήγησαν τελικά στην επιβολή του κλεισίματος των συνόρων από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, παρά την υποδειγματική από τότε στάση της Μέρκελ και στο ζήτημα αυτό. Η εφαρμογή ωστόσο από τον Ερντογάν, κατά τα πρώτα χρόνια, της συμφωνίας με την Ευρώπη, προκειμένου να εισπράττει τα «φύλακτρα» προσφύγων απεσόβησαν την έκκρηξη του ζητήματος, περιορίζοντας το κοινωνικό πρόβλημα στα νησιά του Αν. Αιγαίου. Η σκόπιμη διαιώνιση από την προηγούμενη κυβέρνηση της διαδικασίας απονομής ασύλου, ως προσχήματος για την αποτροπή της επαναπροώθησης των μη δικαιουμένων, διόγκωσε το πρόβλημα δημιουργώντας αντιδράσεις με αρνητικές επιπτώσεις

Η κυβέρνηση της ΝΔ βρέθηκε αντιμέτωπη με την αλλαγή στάσης του Ερντογάν και την ανεξέλεγκτη αύξηση των μεταναστευτικών ροών για την οποία αποδείχτηκε αιφνιδιασμένη και απροετοίμαστη. Την αντιμετώπισε, μέχρι πρόσφατα, στο πλαίσιο της δικής της ιδεοληψίας που θεωρεί ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο ως μέρος της ατζέντας της προστασίας του πολίτη. Η αναγνώριση από τον πρωθυπουργό της αρχικής αυτής αντίληψης ως λάθους, η επανασύσταση του σχετικού υπουργείου και η εξαγγελία μέτρων επίσπευσης των διαδικασιών απονομής του ασύλου και αποσυμφόρησης των νησιών είναι σε θετική κατεύθυνση που μένει βέβαια να επιβεβαιωθεί.

Η πιο ευχάριστη είδηση ήρθε ωστόσο αυτές τις μέρες από τη Γερμανία με την απόφαση της Βουλής να προτείνει μια μεγάλη και ουσιαστική ανατροπή στην ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου με αναλογικό επιμερισμό των δικαιουμένων άσυλο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Είναι άγνωστο τι αντιδράσεις και αντιστάσεις θα συναντήσει η Γερμανική Προεδρία στην προσπάθειά της να περάσει τη θέση αυτή, αποδεικνύεται ωστόσο ότι, όπως και στην περίπτωση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και παρ? όλες τις δυσκολίες, μπορούμε να διεκδικήσουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με αξιώσεις και αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας.

Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης στην οποία προσκλήθηκα ως ομιλητής – κι ευχαριστώ την «Κίνηση Ανανεωτική Αριστερά» γι αυτό – θα ήταν πιο επίκαιρος και ουσιαστικός αν συμπληρωνόταν με ένα ακόμα «αλλάζει»: «Η κεντροαριστερά αλλάζει σε ένα κόσμο που αλλάζει» θα ήταν κατά τη γνώμη μου πιο ολοκληρωμένος και σωστός. Γιατί αν αλλάζει ο κόσμος και μάλιστα με τις σημερινές ασύλληπτες ταχύτητες και η κεντροαριστερά παραμένει ακίνητη, σε ρόλο παρατηρητή, τότε προφανώς ο κόσμος δεν έχει και πολλά να περιμένει από αυτήν. Θα καταντήσει ένα άδειο πολιτικά πουκάμισο που ο καθένας θα μπορεί να φορέσει ή μάλλον φοράει ήδη.

Η αναγκαία και επείγουσα αλλαγή – και η συζήτηση επομένως – αφορά όλες τις συνιστώσες της κεντροαριστεράς. Το όνομα «ανανεωτική αριστερά» δόθηκε στο κομμάτι της Αριστεράς που θέλησε πριν από πενηντατόσα χρόνια να διαχωριστεί ιδεολογικοπολιτικά και να αντιπαρατεθεί στη δογματική αριστερά. Ο όρος ανταποκρινόταν πλήρως στις συνθήκες και το πνεύμα της εποχής εκείνης. Ακόμα κι αν για λόγους ιστορικής προέλευσης επιμένετε να χρησιμοποιείτε-διεκδικείτε τον όρο, ως κίνηση που συμμετέχει σήμερα στο Κίνημα Αλλαγής, το πολιτικό του περιεχόμενο πρέπει να είναι ριζικά διαφορετικό. Η Ανανεωτική Αριστερά πρέπει να είναι σήμερα μια δύναμη βαθιά μεταρρυθμιστική και αντιλαϊκιστική αν θέλει να έχει ρόλο και συνεισφορά στη νέα εποχή.

Η Σοσιαλδημοκρατία στην εποχή της έκκρηξης του μεταναστευτικού, της κλιματικής αλλαγής και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης δεν μπορεί να είναι αμήχανη και άτολμη. Η εκλογική της υποχώρηση σε μια σειρά χώρες δεν οφείλεται στις πολιτικές της συνεργασίες, όπως απλοϊκα θέλουν να την ερμηνεύουν κάποιοι, αλλά στο ότι η ηγεσία της δεν κατάφερε να αρθρώσει έναν αυτόνομο λόγο, μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Παραχώρησε ακόμα και σε θέματα της δικής της ατζέντας όπως η Ευρωπαϊκή προοπτική (πχ. Εργατικοί στη Μ. Βρετανία) ή το μεταναστευτικό (πχ SPD) την πλήρη πρωτοβουλία στους αντιπάλους της και πτώχευσε φυσιολογικά. Η παρουσία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι αμυντική και παθητική μπροστά στις καταιγιστικές τεχνολογικές εξελίξεις. Η κοινωνία δεν έχει να φοβηθεί και να χάσει, αντίθετα έχει να επωφεληθεί και να κερδίσει απ? αυτές. Γι αυτό ακριβώς ο ρόλος, ο λόγος και ο αγώνας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι καθοριστικός. Αρκεί να τον συνειδητοποιήσουν.

Το «κέντρο» τέλος δεν είναι ένα πολιτικό συμπλήρωμα προκειμένου να εκπληρωθούν τα διευρυντικά πλάνα των κομματικών επιτελείων, εκτός αν κάποιοι θέλουν συνειδητά να παίξουν τον ρόλο του συμπληρώματος. Ούτε αφορά μια γεωγραφική ομάδα αναποφάσιστων ή διστακτικών πολιτών που διαρκώς αμφιταλαντεύονται δήθεν. Πρόκειται για το «Πολιτικό Κέντρο», για μια δύναμη με σταθερό μεταρρυθμιστικό και πολιτικά φιλελεύθερο προσανατολισμό που συμμετέχει συνειδητά και εποικοδομητικά στη διαμόρφωση της πορείας της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πολιτικό Κέντρο συνέβαλε σε κρίσιμες στιγμές αποφασιστικά στα εγχειρήματα εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης της χώρας.

Το Κίνημα Αλλαγής συγκροτήθηκε ως η προοδευτική παράταξη των σύγχρονων δυνάμεων της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και του Πολιτικού κέντρου. Η παράταξη αυτή, ξεκίνησε με σκοπό να αρθρώνει τον δικό της αυτόνομο προγραμματικό λόγο, προωθώντας και στηρίζοντας τις μεγάλες θεσμικές και δομικές αλλαγές, ιδιαίτερα μετά από μια πενταετία ιδεοληπτικής αδράνειας και μεταρρυθμιστικού πισωγυρίσματος των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Να στέκεται απέναντι σε ακροδεξιές φωνές και συντηρητικές υπαναχωρήσεις, αποφασισμένη να ασκεί σκληρή αντιπολίτευση στον λαϊκισμό είτε αυτός βρίσκεται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του Κινήματος Αλλαγής και από το κατά πόσο θα το κερδίσει, θα κριθεί και η πολιτική του ταυτότητα και προοπτική.