Η μείωση του χρέους είναι επιτακτική ανάγκη. Του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ

Η ενεργειακή κρίση και ο ρωσοουκρανικός πόλεμος θέτουν σε διακινδύνευση το στόχο για πρωτογενές έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ το 2022. Στόχο μετριοπαθή αν λάβουμε υπόψη ότι το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε το 2020 στο 206% του ΑΕΠ και η Eurostat αξιολογεί αν οι κρατικές εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής» για την εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων θα προστεθούν στο χρέος. Ειδικά τώρα που η χώρα επιδιώκει την επενδυτική βαθμίδα, προϋπόθεση για συγκράτηση του κόστους δανεισμού σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων.

Οι αγορές πέρα από το ύψος του χρέους αξιολογούν το κόστος εξυπηρέτησης, το ρίσκο αναχρηματοδότησης και τη δυναμική και ανθεκτικότητα της οικονομίας. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης διαμορφώνεται στο 1,3% όμως οι αποδόσεις του δεκαετούς εκτινάχτηκαν στο 2,6%. Το ρίσκο αναχρηματοδότησης μειώθηκε, με τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους να έχει επεκταθεί  στα 20 έτη και το 75% να διακατέχεται από θεσμικούς δανειστές. Σε βάθος χρόνου όμως θα αντικαθίσταται από χρέος μικρότερης διάρκειας και διαπραγματεύσιμο στις αγορές. 

Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη δυναμική του χρέους είναι τα πρωτογενή ελλείμματα, το ύψος των επιτοκίων και η πορεία του ονομαστικού ΑΕΠ. Όσο πιο  γρήγορα αυξάνεται το ονομαστικό ΑΕΠ, τόσο πιο  εύκολα εξυπηρετείται το χρέος  και μειώνεται ο λόγος  του. Οι προσδοκίες όμως για ταχεία αποκλιμάκωση του μέσω του αποτελέσματος της «χιονοστιβάδας» αποδυναμώνονται από την εκτίναξη των επιτοκίων εξαιτίας της εκτιμώμενης αλλαγής πολιτικής της ΕΚΤ και της απουσίας της επενδυτικής βαθμίδας και την επιβράδυνση της ανάπτυξης από τον ρωσοουκρανικό πόλεμο. Οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες του πολέμου στην ανάπτυξη δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη.

Αν το χρέος μιας χώρας αντιμετωπίζεται από τις αγορές ως μη βιώσιμο, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα κινούνται σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την προσέλκυση των επενδύσεων και αυξάνει το κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο. Η βιωσιμότητα του χρέους καθορίζεται από την αναπτυξιακή πορεία αλλά η ανάπτυξη επηρεάζεται αρνητικά από το γεγονός ότι οι αγορές θεωρούν ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και κρατούν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. 

Για τους παραπάνω λόγους η χώρα πρέπει να: 1) Διασφαλίσει οπωσδήποτε την επενδυτική βαθμίδα ώστε να συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού. 2) Ακολουθήσει άμεσα συνετή δημοσιονομική διαχείριση αυτοδεσμευόμενη για  δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ χωρίς περικοπές στο ΠΔΕ. 3) Προχωρήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που επιταχύνουν την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και θέτουν την ελληνική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική διάσταση. 

Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν κρίσιμο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» υπολείπεται των αναγκών για αλλαγή παραγωγικού προτύπου και ενίσχυση της ανθεκτικότητας και δυναμικότητας της οικονομίας και απαιτείται επαναξιολόγησή του. 

Το παραπάνω τρίπτυχο στόχων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για γρήγορη αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.  Έτσι, η χώρα θα διασφαλίσει επαρκή δημοσιονομικό χώρο ώστε στις κρίσεις να στηρίζει τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις βιώσιμες επιχειρήσεις.

Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”