Η κυβέρνηση της κυβέρνησης. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Η νέα κυβέρνηση έχει τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα: Είναι πληθωρική (63 άτομα, εν συνόλω, με 23 υπουργούς, 4 αναπληρωτές, 35 υφυπουργούς και έναν κυβερνητικό εκπρόσωπο), αποτελείται, ιδίως, από κομματικά στελέχη που απέκτησαν την εμπειρία της διακυβέρνησης «εν τω στρατεύματι», κι εποπτεύεται από ένα ενδιάμεσο όργανο-σώμα που μεσολαβεί, ουσιαστικά, μεταξύ αυτής και του πρωθυπουργού.
Τρεις υποσημειώσεις για καθένα από τα τρία προηγούμενα χαρακτηριστικά:
(Α) Οι κυβερνήσεις, όπως και κάθε άλλο διοικητικό μόρφωμα, υπακούοντας στον νόμο του Parkinson, διαρκώς διογκώνονται. Αυτό το γεγονός, από μόνο του, δείχνει ότι, εάν δεν υπάρξει μεταρρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας της, σύντομα θα φθάσουμε η θα ξεπεράσουμε τα 100 άτομα. Σημειώστε ότι η (πρώτη) κυβέρνηση Τσίπρα με 49 μέλη είχε παραβιάσει το άτυπο όριο των, κατά μέσο όρο, 40 μελών που αριθμούσαν οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Η διόγκωση της κυβέρνησης έχει, πέραν της δυσκολίας συντονισμού της, ένα, όχι αμελητέο κόστος συντήρησης (πολιτικά γραφεία, μετακλητοί, κοκ).
(Β) Οι κυβερνήσεις (αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, με την λεγόμενη «κυβερνητική επιτροπή») εποπτεύονται ως προς την λειτουργία τους από κάποιο- ολιγομελές, στο παρελθόν, πολυπληθές, σήμερα- όργανο-σχήμα. Ο μονοπρόσωπος, το πάλαι ποτέ, γραμματέας της κυβέρνησης (βλ. κυβερνήσεις Σημίτη) έχει υποκατασταθεί, σήμερα, από μια πολυπληθή ομάδα, την «προεδρία της κυβέρνησης», επικεφαλής της οποίας βρίσκονται ούτε ένας ούτε δύο αλλά τρεις Υπουργοί. Το σώμα αυτό λειτουργεί ως κυβέρνηση εντός της κυβέρνησης, δημιουργώντας ερωτηματικά ως προς την ουσιαστική κατοχύρωση η φαλκίδευση των δικαιωμάτων ενός υπουργού κατά την ισχύουσα συνταγματική και έννομη τάξη.
(Γ) Ο αμιγώς πολιτικός χαρακτήρας της επιλογής των μελών της κυβέρνησης (βλ. ισορροπίες μεταξύ ομάδων και ομαδαρχών) επιβεβαιώνει την εκτίμηση των ειδικών ότι, στη χώρα μας, οι κυβερνήσεις δεν υπακούουν σε κριτήρια αποτελεσματικότητας, πολλώ δε, μάλλον, αποδοτικότητας. Η κυβέρνηση, αντίθετα από τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, δεν είναι μια «εργαζόμενη κυβέρνηση». Εάν ήταν, τότε, τα αποτελέσματά της θα έπρεπε να ήταν όχι μόνον δημόσια αλλά και καθοριστικά για την επιτυχία ή την αποτυχία των μελών της. Υποσημειώνω την λέξη «αποτελέσματα» και παραπέμπω στους «μπλε φακέλλους» που δόθηκαν, με πανηγυρικό τρόπο, στους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης κατά την πρώτη συνεδρίασή τους. Εκεί υποτίθεται ότι βρίσκονταν κάποια projects που έπρεπε να φέρουν εις πέρας οι νέοι υπουργοί, την τύχη των οποίων ποτέ δεν μάθαμε.
Και τρία συμπεράσματα- προτάσεις αναδιοργάνωσης της κυβέρνησης:
- Οι υπουργοί, όπως και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί πρέπει να κρίνονται με βάση τα αποτελέσματα κι όχι τις προθέσεις τους. Δεν αρκεί η ανάληψη «πολιτικής ευθύνης» για σφάλματα, παραλείψεις και τα εν γένει, πεπραγμένα των υπουργών. Επείγει η δημιουργία δεικτών απόδοσης του έργου τους (πχ. κατά πόσον οι επιλογές τους επιβάρυναν η βοήθησαν την εθνική οικονομία, εάν από τις αποφάσεις τους παρήχθησαν αποτελέσματα που προωθούν την κοινωνική συνοχή, εάν οι αποφάσεις τους δεν έμειναν στα χαρτιά αλλά υλοποιήθηκαν στο διάστημα της παραμονής τους στο συγκεκριμένο υπουργείο, κοκ).
- Υπό οργανωσιακή και διοικητική έποψη, είναι δευτερεύον ζήτημα ποιος είναι ο μέσος όρος της ηλικίας των υπουργών η εάν οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες. Αντιθέτως, είναι σημαντικό να υπάρξει ένας προγραμματισμός του κυβερνητικού έργου που να μεταφράζεται σε «σχέδια δράσης» που δεν θα έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα αλλά θα είναι συνδεδεμένα μ’ έναν επιχειρησιακό και κοινοβουλευτικό σχέδιασμό. Ο προγραμματισμός και η διαφάνεια της δράσης των υπουργών δεν συμβαδίζει ούτε με τις τροπολογίες-τέρατα που είναι σε ποσοστό 82% άσχετες με το το κύριο περιεχόμενο των νόμων στους οποίους προσκολλώνται όυτε με τις «σκούπες» των ετερόκλητων ρυθμίσεων που διαλύουν κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου. Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό για τον νέο υπουργό επικρατείας που αναλαμβάνει τον συντονισμό του κοινοβουλευτικού έργου.
- Η κυβέρνηση λειτουργούσα ως συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν καταλυτικά την οργάνωση και λειτουργία του κράτους, δεν μπορεί να είναι πλήρως απαλλαγμένη από τον οργανωτικό και διοικητικό ανορθολογισμό που διέπει την ελληνική δημόσια διοίκηση. Ο διφυής χαρακτήρας της ως πολιτικό και διοικητικό όργανο δεν πρέπει, όμως, να αποτελεί άλλοθι για την συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων. Ο πολιτικός χαρακτήρας των αποφάσεων του πρωθυπουργού και των υπουργών δεν απομειώνεται ούτε φαλκιδεύεται με την «τεχνοκρατικοποίηση» της δράσης τους. Αντιθέτως, η διοικητική επιστήμη και η οργανωσιακή θεωρία βοηθούν και αναβαθμίζουν την πολιτική διάσταση των αποφάσεών τους. Ενώ, όμως, η πολιτική ανάλυση της κυβέρνησης είναι συχνότατη, η διοικητική-οργανωτική βρίσκεται, ακόμη, στα σπάργανα. Θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες ενημέρωσης και επικοινωνίας των μελών του υπουργικού συμβουλίου με τις επιστημονικές εξελίξεις και τις καλές πρακτικές άλλων χωρών που πέτυχαν ώστε οι κυβερνήσεις τους (ολιγομελείς, στοχοπροσηλωμένες και δικτυωμένες με τις περιφερειακές και τοπικές αντίστοιχες) να προσθέτουν αξία στην διακυβέρνηση των χωρών τους.
Αναδημοσίευση από “Kreport.gr”