Η «εκδίκηση της φύσης» και ο Διομήδης. Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Μολο­νό­τι θρυ­λεί­ται ότι ζού­με στην επο­χή του Ορθού Λόγου, κάθε φορά που απο­κα­λύ­πτε­ται η ανε­πάρ­κειά μας μπρο­στά σε φυ­σι­κά συμ­βά­ντα που ξε­περ­νούν έστω και λίγο το ανα­με­νό­με­νο και το προσ­δο­κώ­με­νο, σπεύ­δου­με στην απο­θή­κη με τα ξε­θυ­μα­σμέ­να κλι­σέ και αρ­πα­ζό­μα­στε από τη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή αν­θρω­πο­μορ­φι­κή δει­σι­δαι­μο­νία: «η μα­νία της φύ­σης», «η εκ­δί­κη­ση της φύ­σης» και τα συ­να­φή. Οι πιο θρή­σκοι προ­σθέ­τουν την «οργή του Θεού» και την «τι­μω­ρία των ου­ρα­νών». Είτε τη δαι­μο­νι­κή (ή δια­βο­λι­κή) φύση ενο­χο­ποιού­με, πά­ντως, είτε τους αγ­γέ­λους που στέλ­νει ο Θεός για να μας σω­φρο­νί­σουν με τη ρομ­φαία τους, το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι το ίδιο: Βέβαιοι ότι αδυ­να­τού­με να τα βγά­λου­με πέρα όταν μας κα­τα­τρέ­χουν υπέρ­τε­ρες εξω­αν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις, συ­νε­χί­ζου­με να κι­νού­μα­στε στην ίδια ρότα, απαλ­λαγ­μέ­νοι από ψυ­χο­φθό­ρα ηθι­κά δι­λήμ­μα­τα και κου­ρα­στι­κές συ­νει­δη­σια­κές εμπλο­κές σε ζη­τή­μα­τα με την ευ­θύ­νη στον πυ­ρή­να τους· τη δική μας ευ­θύ­νη, δια­βαθ­μι­σμέ­νη, ναι, όχι όμως και ασή­μα­ντη.

Γιατί ν’ αλ­λά­ξου­με, σκε­φτό­μα­στε, όταν δεν γί­νε­ται ν’ αλ­λά­ξου­με τί­πο­τε; «Με τη μα­νία της φύ­σης δεν τα βγά­ζει κα­νείς πέρα» αφε­νός, «με τον Θεό δεν τα βά­ζει κα­νείς» αφε­τέ­ρου, πάει και τε­λεί­ω­σε. «Αφε­τρί­του» δεν υπάρ­χει παρά μόνο όταν κα­λα­μπου­ρί­ζου­με, κι ωστό­σο υπάρ­χει και τρί­το αυ­το­α­παλ­λα­κτι­κό δογ­μα­τά­κι: «Ελα μωρέ, το τσι­γκά­κι της τα­δε­κό­λας σε μά­ρα­νε, που το άφη­σα στο πα­γκά­κι αντί να το ρίξω στον γα­λά­ζιο κάδο; Και η πλα­στι­κή σα­κου­λί­τσα, που μου την πήρε ο άνε­μος στην πα­ρα­λία και βα­ρέ­θη­κα να την κυ­νη­γή­σω, για να μη γίνω και θέ­α­μα; Δεν βλέ­πεις τι κά­νουν οι βιο­μή­χα­νοι και οι πε­τρε­λαιά­δες; Κι αυ­τοί που φυ­τεύ­ουν ανε­μο­γεν­νή­τριες σε απά­τη­τα βου­νά, τάχα επει­δή τους έπια­σε ο καη­μός για τις ανα­νε­ώ­σι­μες πη­γές ενέρ­γειας;».

Ναι, τα ‘χου­με χι­λια­κού­σει όλ’ αυτά. Αν δεν τα ‘χου­με πει κιό­λας κι εμείς οι ίδιοι. Εστω μια-δυο φο­ρές. Εστω κι από μέσα μας. Στις ψυ­χο­δια­λυ­τι­κές μέ­ρες της παν­δη­μί­ας μά­λι­στα πα­ρα­γί­να­με σο­φι­σμα­τί­ες. Οποτε βλέ­που­με στον δρό­μο, πολύ μα­κριά από κα­λά­θι απορ­ριμ­μά­των ή κάδο, πε­τα­μέ­νη μά­σκα, χει­ρουρ­γι­κή, πά­νι­νη, τώρα πια και την ακρι­βή ΚΝ95, αν εντεί­νου­με λίγο την προ­σο­χή μας, θ’ ακού­σου­με το μή­νυ­μα που μας φέρ­νει ο αέ­ρας: «Τι λε, ρε άν­θρω­πε. Αυτό εί­ναι το πρό­βλη­μα; Η μά­σκα που μου έπε­σε, επει­δή μπλέ­χτη­καν τα δά­χτυ­λά μου με το κι­νη­τό, ή η τιμή της ΚΝ; Που με ανα­γκά­ζει να τη φο­ράω και να την ξα­να­φο­ράω –εντά­ξει, μέ­χρι να μου πέ­σει–, ακό­μα κι όταν δεν εί­ναι ασπί­δα πια αλλά σου­ρω­τή­ρι; Μόνο και μόνο για να μη με γρά­ψουν και πλη­ρώ­σω πρό­στι­μο, γι’ αυτό τη βάζω, δεν το κα­τα­λα­βαί­νεις;».

Κατα­λα­βαι­νό­μα­στε, αλί­μο­νο. Εκεί­νο πά­ντως που δεν θέ­λου­με να κα­τα­λά­βου­με εί­ναι ότι δεν κιν­δυ­νο­λο­γού­σε αναί­τια η προ­φη­τεία που ακού­στη­κε ήδη τον πρώ­το χρό­νο της παν­δη­μί­ας, ότι δη­λα­δή, έτσι όπως φε­ρό­μα­στε πο­λί­τες και πο­λι­τι­κοί, άτο­μα, αυ­το­διοί­κη­ση και κυ­βερ­νή­σεις, δεν θ’ αρ­γή­σει ο και­ρός που η Μεσό­γειος θα έχει πε­ρισ­σό­τε­ρες μά­σκες παρά μέ­δου­σες. Οπως έδει­ξε τον πε­ρυ­σι­νό Μάιο έρευ­να της OceansAsia, που ασχο­λεί­ται με την προ­στα­σία των θα­λάσ­σιων οι­κο­συ­στη­μά­των, του­λά­χι­στον το 3% των μα­σκών μιας χρή­σε­ως θα κα­τα­λή­ξει στη θά­λασ­σα. Μη βιο­δια­σπώ­με­νες οι μά­σκες αυ­τές, θα ζή­σουν στις θά­λασ­σές μας 450 χρό­νια, επι­βα­ρύ­νο­ντας το θα­λάσ­σιο πε­ρι­βάλ­λον και θέ­το­ντας σε κίν­δυ­νο πολ­λά είδη ψα­ριών. Σαν θε­ρι­νοί κο­λυμ­βη­τές, θα τις συ­νη­θί­σου­με στη θά­λασ­σα όπως τις συ­νη­θί­σα­με ήδη πε­τα­μέ­νες στη στε­ριά; Δεν μοιά­ζει απί­θα­νο.

Δισε­κα­τομ­μύ­ρια πα­γκο­σμί­ως κάθε μέρα οι μι­κρές αθω­ω­τι­κές απο­φά­σεις για τις «ασή­μα­ντες» προ­σβο­λές μας στη φυ­σι­κή τάξη, για το βά­ρος που προ­σθέ­του­με στους ήδη κλο­νι­σμέ­νους ώμους του πλα­νή­τη. Μπο­ρεί να δεί­χνουν ασή­μα­ντες ή να τους απο­δί­δει αυ­τόν τον βο­λι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό η σο­φι­στι­κή κου­το­πο­νη­ριά μας, συ­να­πο­τε­λούν όμως ένα εξαι­ρε­τι­κό υπό­στρω­μα για να καλ­λιερ­γη­θεί πάνω του η χυ­δαία απλη­στία των με­γά­λων δο­λιο­φθο­ρέ­ων του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Τι μας λένε όλοι αυ­τοί στη μία και μόνη γλώσ­σα που κα­τέ­χουν, ανε­ξαρ­τή­τως εθνι­κό­τη­τας, τη γλώσ­σα της «ελεύ­θε­ρης αγο­ράς», δη­λα­δή της ανε­ξέ­λεγ­κτης αι­σχρο­κέρ­δειας; Κάτι τέ­τοιο: «Αφού δεν νοιά­ζε­στε εσείς, που χά­νε­τε, και χά­νε­τε κάθε χρό­νο και πε­ρισ­σό­τε­ρα, για­τί να νοια­στού­με εμείς, που κερ­δί­ζου­με, και κερ­δί­ζου­με κάθε μέρα και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο;».

Κάπως έτσι, άθι­κτο πε­ρι­βάλ­λον –θά­λασ­σες, πο­τά­μια, λί­μνες, ζού­γκλες– θα βλέ­που­με σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στα φυ­σιο­λα­τρι­κά ντο­κι­μα­ντέρ. Κάπως έτσι, ο όρος «κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή» εί­ναι απο­λύ­τως ανώ­δυ­νος, ενώ με­τριο­πα­θής ακού­γε­ται και ο όρος «κλι­μα­τι­κή κρί­ση». Κάπως έτσι, όταν λέμε «ακραία και­ρι­κά φαι­νό­με­να» δεν λέμε τί­πο­τε ου­σιώ­δες, για­τί η ακρό­τη­τα τεί­νει να γί­νει κα­νο­νι­κό­τη­τα. Ολο και πιο συ­χνά ακού­με γέ­ρο­ντες, όπου γης, να λένε ότι «τέ­τοιο κακό δεν έχουν ξα­να­ζή­σει». Κακό πάνω στο κακό ένα δια­πι­στω­μέ­νο γε­γο­νός: Αντί να μας συ­νε­τί­σει η κλι­μα­τι­κή δια­τα­ρα­χή, να μας πα­ρω­θή­σει σε έγκαι­ρη δρά­ση, με­τε­ξε­λί­χθη­κε σε εύ­κο­λο άλ­λο­θι για τον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό (τον δικό μας κι όλους τους άλ­λους). Που πά­ντα εί­ναι πα­νέ­τοι­μος, μα έχει χούι ν’ αρ­γεί. Επει­δή ωστό­σο εί­μα­στε ανα­γκα­σμέ­νοι να με­τα­τρέ­που­με κάθε κρί­ση σε ευ­και­ρία, κα­λού­μα­στε να εκ­με­ταλ­λευ­τού­με ακό­μα και τα χα­μη­λά βα­ρο­με­τρι­κά, παρά τις δει­νές επι­πτώ­σεις τους, σαν πηγή πλη­ρο­φο­ριών. Ωστε να διευ­ρύ­νου­με τις γε­ω­γρα­φι­κές, ιστο­ρι­κές και μυ­θο­λο­γι­κές γνώ­σεις μας. Μας βοη­θά­ει σ’ αυτό η νέα συ­νή­θεια να βα­φτί­ζο­νται οι κα­κο­και­ρί­ες, τα βα­θιά χα­μη­λά βα­ρο­με­τρι­κά, αλλά και οι ψυ­χρές λί­μνες, οι ψυ­χρές ει­σβο­λές, τα θερ­μά μέ­τω­πα, οι με­σο­γεια­κοί κυ­κλώ­νες κτλ. Οπως δια­βά­ζου­με στην ιστο­σε­λί­δα της Ε­ΜΥ­, στην Ελλά­δα η ονο­μα­το­δο­σία απο­φα­σί­στη­κε στις αρ­χές του 2017, για «να διευ­κο­λύ­νει τη με­τα­φο­ρά της πλη­ρο­φο­ρί­ας στους πο­λί­τες ώστε να λά­βουν, στο μέ­τρο του δυ­να­τού, όλα τα απα­ραί­τη­τα μέ­τρα/​προ­φυ­λά­ξεις για την προ­στα­σία της ζωής και της πε­ριου­σί­ας τους».

Πρώτη δά­νει­σε το όνο­μά της η Αριά­δνη, για να βα­φτι­στεί η χιο­νό­πτω­ση που τα­λά­νι­σε τη χώρα από τις 5 έως τις 11 Ιανουα­ρί­ου 2017. Πόσοι εί­χαν τότε την πε­ριέρ­γεια να ψά­ξουν κάτι πα­ρα­πά­νω για την Κρη­τι­κο­πού­λα και να μά­θουν πόσο βα­ριά αδι­κή­θη­κε από τον Αθη­ναίο Θησέα, δεν το ξέ­ρου­με. Η αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή και ρω­μαϊ­κή πα­ρέα της, ωστό­σο, γύρω από την κο­λυ­μπή­θρα της Ε­ΜΥ στή­νει χορό ολό­κλη­ρο: Αντί­νο­ος, Γηρυό­νης, Διδώ, Ετε­ο­κλής, Ηφαι­στί­ων, Ιανός, Κίρκη, Μήδεια. Και τώρα Διο­μή­δης. Ποιος από τους δύο όμως; Ο βα­σι­λιάς της Θρά­κης με τα αν­θρω­πο­φά­γα άλο­γα, θύμα του Ηρα­κλή στον όγδοο άθλο του; Ή ο βα­σι­λιάς της Αργο­λί­δας, στον οποίο ο Ομη­ρος αφιε­ρώ­νει ολό­κλη­ρη ρα­ψω­δία στην «Ιλιά­δα», την πέμ­πτη, γνω­στή με τον τί­τλο «Διο­μή­δους αρι­στεία»; Αξιος τι­μής εί­ναι, πά­ντως, ο Αργεί­ος, σαν τρα­νός πο­λε­μι­στής, που δεν δί­στα­σε να τα βά­λει ακό­μα και με θε­ούς, την Αφρο­δί­τη και τον Αρη. Τον τι­μάς όμως όταν δί­νεις το όνο­μά του στο ανε­πι­θύ­μη­το και στο κα­τα­στρο­φι­κό; Οχι βέ­βαια. Μένει λοι­πόν ο κα­κο­ποιός Θραξ. Κι εμείς μέ­νου­με με την ελ­πί­δα ότι ο Κρα­τι­κός Μηχα­νι­σμός μοιά­ζει στον Ηρα­κλή. Τον ακα­τά­βλη­το Ηρα­κλή των μύ­θων βέ­βαια. Οχι τον ανέ­με­λο γλε­ντο­κό­πο και αχόρ­τα­γο φαγά των αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κών κω­μω­διών.

Δημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”