Η δημόσια διοίκηση μπορεί και πρέπει ν’ αλλάξει. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Η δημόσια διοίκηση έχει, κατά καιρούς, χαρακτηριστεί γραφειοκρατική, αργή, πελατειακή, διεφθαρμένη και πολλά άλλα ακόμη. Εάν μιλήσουμε, όμως, γι αυτήν, ανεπιθέτως, τότε οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε ότι η δημόσια διοίκηση είναι ένας μηχανισμός ο οποίος εξουσιοδοτείται από την πολιτική ηγεσία της να λαμβάνει αποφάσεις εντός των ορίων του κράτους δικαίου για την τύχη των δημοσίων αγαθών. Η παγκοσμιοποίηση και η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε καταλυτική, αφού οδήγησε στην υπέρβαση των εθνικών στεγανών και την μεταφορά των κέντρων λήψης αποφάσεων σε υπερεθνικό επίπεδο.
Η εξέλιξη των επιστημών της διοίκησης και οργάνωσης έθεσε στην δημόσια διοίκηση νέα ερωτήματα σε σχέση με την δυνατότητά της να υιοθετήσει μεθόδους και εργαλεία της ιδιωτικής διοίκησης, προκειμένου να πετύχει στην αποστολή της. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να μην απέδωσε όσα οραματίζονταν οι πρωτεργάτες του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ, πριν από 40 χρόνια, αλλά σήμερα δεν υπάρχει αναβαθμός της δημόσιας διοίκησης χωρίς σχέδιο δράσης και κάποια στοχοθεσία. Η κοινωνική, οικονομική και πολιτική εξέλιξη προσθέτει, όμως, και διαφοροποιεί, συνεχώς, τις απαιτήσεις της προς την δημόσια διοίκηση. Εργαλεία που ήταν κατάλληλα μέχρι πρότινος, σήμερα αποδεικνύονται αλυσιτελή. Είναι, συνεπώς, πολύ σημαντικό οι σχεδιαστές των μεταρρυθμίσεων να γνωρίζουν ποιά εργαλεία είναι πρόσφορα για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που προσδοκούν από τις μεταρρυθμίσεις.
Η ελληνική δημόσια διοίκηση αποκρίθηκε θετικά στα παλαιότερα και νεότερα αιτήματα αλλαγής της. Η παρεμβολή, ωστόσο, ενός ορίου, του πελατειασμού, ο οποίος άλλοτε απέτρεπε κι άλλοτε υπονόμευε η ακύρωνε τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων, μας οδήγησε σε ολιγωρίες και καθυστερήσεις, μερικές εκ των οποίων είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις, όπως η δημοσιονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.
Η ιστορία των διοικητικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης μας δείχνει ότι ο πελατειασμός μπορεί να ηττηθεί μέσω των μεταρρυθμίσεων μεγάλης κλίμακας (πχ. ΑΣΕΠ, ΚΕΠ) που είναι, όμως, οι δυσκολότερες. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται όραμα, σχέδιο εφαρμογής σε βάθος χρόνου και, ιδίως, κοινωνική συναίνεση. Οι άλλες, οι χαμηλότερου βεληνεκούς μεταρρυθμίσεις, προωθούνται σταδιακά, αφού πρώτα κατατμηθούν, ώστε να περιοριστεί το πολιτικό κόστος. Τα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων αργούν να επέλθουν, κι όταν επέρχονται, συνήθως, ο αντίκτυπός τους είναι μικρός ή ασήμαντος. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει μια σαφής μεταρρυθμιστική ατζέντα με ιεράρχηση των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα, αφού όλες οι δημόσιες πολιτικές, από την απονομή της δικαιοσύνης μέχρι την αδειοδότηση των επιχειρήσεων, επηρεάζονται απ’ αυτές. Ο σχεδιασμός, η εφαρμογή και η παρακολούθησή τους απαιτούν μια δομή εφαρμογής με οριζόντιο χαρακτήρα. Τέτοια δομή δεν υπάρχει, όμως, στη χώρα μας, οπότε είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν παλινωδίες, αποσπασματικές και επικαλυπτόμενες πρωτοβουλίες και ενέργειες.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις, νεότερες και παλιότερες, θέλουν γενναιότητα και ανάληψη διακινδυνεύσεων. Σήμερα, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνάται με τον συγκεντρωτικό τρόπο που γινόταν μέχρι τώρα. Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων, ευθυνών και πόρων δεν αποτελεί μια εναλλακτική αλλά μια αναγκαιότητα. Μόνον η αποκέντρωση, με όποια μορφή της, σε συνεργασία με την κοινωνία πολιτών μπορούν να ενεργοποιήσουν το σύνολο των ανθρώπινων πόρων, ώστε να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα στις πολλαπλές και μείζονες κρίσεις που μας απειλούν.
Ο μεταρρυθμιστικός βηματισμός των προηγούμενων ετών ήταν αργός και διστακτικός. Για να προλάβουμε, όμως, τις ευκαιρίες που ανοίγονται και, κυρίως, να αμυνθούμε απέναντι στις εντεινόμενες κρίσεις, η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης πρέπει να αποτελέσει την απόλυτη μεταρρυθμιστική προτεραιότητα.
Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ’