Ε. ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΥ (στην ananeotikiaristera.gr): «Oι “κατά παρέκκλιση” διατάξεις βόμβα στα θεμέλια της Δημόσιας Διοίκησης»
Του Κώστα Πανδή
Η Γραμματέας του Τομέα Δημόσιας Διοίκησης του Κινήματος Αλλαγής Έφη Στεφοπούλου μιλά στην «ananeotikiaristera.g» και αναφέρεται στις προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ για τη Δημόσια Διοίκηση, που κάποιες προχώρησαν και κάποιες βρίσκονται ακόμα σε αναμονή. Ξεκινάει με την πρώτη εξαγγελία, για την οργάνωση του κράτους με βάση τα πεδία πολιτικής, όπου αν και έχει συσταθεί πολυμελής επιτροπή από τον Σεπτέμβριο του ΄19 από τον αρμόδιο υπουργό κ. Θεωδωρικάκο δεν υπάρχει καμία κατατεθειμένη πρόταση μέχρι σήμερα. Συνεχίζει με τη λειτουργία του επιτελικού κράτους, για την οποία ψηφίστηκε με ιδιαίτερα συμβολική αξία ο πρώτος νόμος της νέας τότε κυβέρνησης στη Βουλή τον Αύγουστο του ΄19 δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό κέντρο εξουσίας στο Μαξίμου από 440 άτομα (100 μετακλητοί). Μας μιλάει για το θέμα των μετακλητών, μεγάλο – και δικαίως – αντιπολιτευτικό χαρτί της ΝΔ στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τον πρώτο χρόνο της στην εξουσία η κυβέρνηση της ΝΔ έσπασε κάθε ρεκόρ, με 2911 μετακλητούς τον Σεπτέμβριο του2020 δίνοντας τους και την δυνατότητα να τοποθετούνται άμεσα και προϊστάμενοι διοικητικών μονάδων. Αναφέρει μια φιλόδοξη εξαγγελία της κυβέρνησης για την εφαρμογή κανόνων καλής νομοθέτησης, που με νέες διατάξεις εξειδικεύτηκε σε ένα καλογραμμένο «εγχειρίδιο νομοπαρασκευαστικής μεθοδολογίας» που ακολούθησε 10 μήνες αργότερα από το νόμο του επιτελικού κράτους. Δυστυχώς, όπως μας λέει χαρακτηριστικά, όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, αλλά έχουμε την κατεπείγουσα και επείγουσα διαδικασία στη Βουλή να εφαρμόζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, και την χρήση των «κατά παρέκκλιση» διατάξεων να εξελίσσεται σε βόμβα στα θεμέλια της Διοίκησης. Επισημαίνει ότι λόγω της πανδημίας, πολλές υπηρεσίες και δικαιολογητικά ψηφιοποιήθηκαν, χωρίς όμως να έχουμε και απλούστευση των διαδικασιών.
Σημειώνει ότι ενώ εδώ και 4 μήνες ο υπουργός εξαγγέλλει αλλαγές στις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ΑΣΕΠ, δεν έχει κατατεθεί καμιά συγκεκριμένη πρόταση ενώ τον ΑΣΕΠ η κυβέρνηση τον χρησιμοποιεί για να νομιμοποιήσει με το κύρος του προσλήψεις αμφιβόλου αντικειμενικότητας.
Τονίζει ότι για το Κίνημα Αλλαγής το επίκεντρο της στρατηγικής για την Δημόσια Διοίκηση είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και επιχειρήσεων με απόλυτο σεβασμό στις αρχές της διαφάνειας και του Κράτους Δικαίου. Θεωρεί απαραίτητη την ενίσχυση του ρόλου της Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού με ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της σε σχέση με την Κεντρική Διοίκηση, αλλά και την ενίσχυση της διαφάνειας με την αναβάθμιση της «Διαύγειας».
Μας θυμίζει ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει ένα σύνολο ειδικότερων προτάσεων για την αξιοκρατική επιλογή προϊσταμένων, τη σύνδεση αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με την αξιολόγηση των φορέων που υπηρετούν, την ορθή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων κ.α. Τονίζει ότι οι βιώσιμες μεταρρυθμίσεις δεν επιβάλλονται αλλά χρειάζονται ισχυρή κοινωνική συναίνεση.
Η συνέντευξη
16 μήνες κυβέρνησης ΝΔ. Τι αλλαγές είχαμε στη Δημόσια Διοίκηση;
Προεκλογικά η ΝΔ είχε εξαγγείλει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για τη Δημόσια Διοίκηση. Από αυτές ορισμένες εφάρμοσε πλήρως, άλλες τις νομοθέτησε χωρίς να τις εφαρμόσει και κάποιες βρίσκονται ακόμα στην αναμονή. Η ΝΔ είχε υποσχεθεί τα εξής:
Οργάνωση του κράτους με βάση τα πεδία πολιτικής (παιδεία, υγεία κ.λπ) κι όχι τις εξαντλητικά κατανεμημένες αρμοδιότητες των υπουργείων. Αν και ήδη από τον Σεπτέμβριο 2019 ο αρμόδιος υπουργός κ. Θεοδωρικάκος συνέστησε πολυμελή επιτροπή για να μελετήσει το θέμα και να καταθέσει προτάσεις, ουδέν έχει γίνει μέχρι σήμερα επ’ αυτού.
Άρρητα συνδεδεμένη με την αποκάθαρση των αλληλεπικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων είναι η λειτουργία του επιτελικού κράτους. Ο σχετικός νόμος αποτέλεσε την ναυαρχίδα της κυβέρνησης, με ιδιαίτερη συμβολική αξία, μιας κι ήταν ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την νέα – τότε – κυβέρνηση, τον Αύγουστο 2019. Με τον νόμο αυτό δημιουργήθηκε ένα ισχυρό κέντρο εξουσίας στο Μαξίμου, το οποίο στελεχώθηκε από 440 άτομα, 100 εκ των οποίων μετακλητοί. Ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του επιχειρησιακού κέντρου του Μαξίμου, που ονομάστηκε «Προεδρία της Κυβέρνησης», κάθε άλλο παρά επιτελικότητα στη διακυβέρνηση έφερε. Κι αυτό γιατί η επιτελικότητα δεν ταυτίζεται με τον συγκεντρωτισμό: Ένα πραγματικά επιτελικό κράτος κρατά στο κέντρο της εξουσίας του μόνο τις στρατηγικές λειτουργίες κι όλες τις άλλες, τις εκχωρεί στα άλλα επίπεδα διοίκησης, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, τους μηχανισμούς ελέγχου της εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών.
Το θέμα των μετακλητών ήταν ακόμα ένα μεγάλο αντιπολιτευτικό χαρτί που – δικαίως – έπαιζε η ΝΔ την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες, η μέχρι σήμερα κυβερνητική πρακτική αποδεικνύει πως η αντίθεση της ΝΔ προς τους μετακλητούς αφορούσε τους μετακλητούς «των άλλων» κι όχι γενικά, τις εκατοντάδες μετακλητούς που κατακλύζουν τα υπουργεία και τους φορείς του Δημοσίου, δημιουργώντας ένα στρώμα παρα-διοίκησης. Η πρόθεση της κυβέρνησης να γεμίσει το κράτος με μετακλητούς φάνηκε από τον πρώτο της νόμο για το επιτελικό κράτος, στο άρθρο 46 του οποίου καταγράφει ένα επίτευγμα πολιτικής υποκρισίας. Συγκεκριμένα, αφού στην αρχή του άρθρου θέτει ένα σώφρον όριο στον αριθμό των μετακλητών που μπορεί να έχει κάθε υπουργός, υφυπουργός κ.λπ., στη συνέχεια το αναιρεί με τη φράση κλειδί «ο αριθμός των μετακλητών μπορεί να αυξάνει ανάλογα με τις ανάγκες του υπουργού”! H νομοθετική πρόθεση αύξησης των μετακλητών, δεν παρέμεινε πρόθεση, αλλά έγινε πράξη: Ο αριθμός των μετακλητών κυμαίνονταν παγίως περί τα 1.800 άτομα. Ο ΣΥΡΙΖΑ διόγκωσε αυτόν τον αριθμό, αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ, έσπασε κάθε ρεκόρ και κατάφερε να ξεπεράσει μέσα σε ένα μόλις χρόνο τον αριθμό μετακλητών του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας φτάσει «αισίως» τους 2.911 τον Σεπτέμβριο 2020. Εκτός της αύξησης του αριθμού τους, έχει σημειωθεί και μια ποιοτική μετάλλαξή τους: Πρώτη φορά τοποθετούνται μετακλητοί προϊστάμενοι διοικητικών μονάδων, οι οποίοι δημιουργούν ένα κλίμα εκφοβισμού και απειλών προς «απειθείς» υπαλλήλους. Οι επώνυμες καταγγελίες πληθαίνουν & υπάρχουν και περιπτώσεις που οι θιγόμενοι υπάλληλοι έχουν κινηθεί μέχρι και δικαστικά κατά αυθαίρετων αποφάσεων των μετακλητών προϊσταμένων που έχουν επιλεγεί με κομματικά κριτήρια.
Μια ακόμα φιλόδοξη εξαγγελία της κυβέρνησης ήταν η εφαρμογή των κανόνων καλής νομοθέτησης. Στον νόμο για το επιτελικό κράτος επαναλήφθηκαν, σχεδόν λέξη προς λέξη, οι διατάξεις του νόμου για την καλή νομοθέτηση που είχε διαμορφωθεί την περίοδο της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου (Ν4048). Οι νέες διατάξεις εξειδικεύτηκαν σε ένα καλογραμμένο «εγχειρίδιο νομοπαρασκευαστικής μεθοδολογίας» το οποίο ακολούθησε 10 μήνες μετά την ψήφισή του νόμου για το επιτελικό κράτος. Η κυβέρνηση, όμως, δεν εφάρμοσε τους κανόνες της καλής νομοθέτησης στην πράξη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κάνει χρήση της κατεπείγουσας και επείγουσας διαδικασίας στη Βουλή σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, γεγονός που απομειώνει το χρόνο συζήτησης και ακρόασης φορέων. Εκείνο, όμως, που πραγματικά εξελίσσεται σε βόμβα στα θεμέλια της Διοίκησης, είναι οι «κατά παρέκκλιση» διατάξεις. Πρόκειται για μια κυβέρνηση των εξαιρέσεων. Οι «παρεκκλίνουσες» ρυθμίσεις αφορούν τον πυρήνα οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Η κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ έχει νομοθετήσει δεκάδες:
- Κατά παρέκκλιση προσλήψεις υπαλλήλων
- Κατά παρέκκλιση διαδικασίες κινητικότητας στο δημόσιο (αποσπάσεις, μετατάξεις κ.λπ)
- Κατά παρέκκλιση τοποθετήσεις προϊσταμένων
- Κατά παρέκκλιση αποδοχές και αμοιβές σε μέλη επιτροπών κ.ο.κ.
Μέσα στο δαίδαλο των εξαιρέσεων, όχι μόνο παρεισφρύουν ευκολότερα οι πελατειακές διευθετήσεις, αλλά ακυρώνεται και κάθε έννοια ορθολογισμού σχεδιασμού και προγραμματισμού στο Δημόσιο.
Πέραν αυτών, ειδικά μετά την έναρξη της υγειονομικής κρίσης έγιναν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο επικοινωνίας του πολίτη με το κράτος. Πολλά δικαιολογητικά και υπηρεσίες ψηφιοποιήθηκαν και οι μέχρι πρότινος απαιτήσεις φυσικής προσέλευσης του πολίτη σε δημόσια υπηρεσία για την εξυπηρέτησή του, μειώθηκαν κατά πολύ. Το στοίχημα πλέον, είναι να μην μείνουμε στην ψηφιοποίηση της υπάρχουσας γραφειοκρατίας, αλλά να απλουστευτούν οι διαδικασίες πριν ενταχθούν σε κάποια ψηφιακή κυβερνητική πλατφόρμα.
Ο υπουργός εσωτερικών μιλάει για αλλαγή του τρόπου προσλήψεων στη Δημόσια Διοίκηση. Ο ρόλος του ΑΣΕΠ υποβαθμίζεται;
Ο υπουργός κ. Θεοδωρικάκος έχει εδώ και 4 μήνες έχει εξαγγείλει μεγάλες αλλαγές στο ΑΣΕΠ και τον τρόπο προσλήψεων στο Δημόσιο. Όμως, δεν έχει κατατεθεί κάποια συγκεκριμένη πρόταση, πολλώ δε μάλλον, σχέδιο νόμου. Οι αναφορές στο θέμα αφορούν την οργάνωση ενός συστήματος «πανελληνίων εξετάσεων» για τους υποψηφίους, οι οποίες εξετάσεις θα διενεργούνται μια φορά τον χρόνο. Είναι γεγονός, ότι από όλες τις κυβερνήσεις το ΑΣΕΠ δυσφημείται ως χρονοβόρο, για να δοθεί η δυνατότητα και η νομιμοποίηση στους κυβερνώντες να αποφύγουν τις ρήτρες αξιοκρατίας και διαφάνειας που αυτό θέτει.
Το ΑΣΕΠ υποβαθμίζεται ήδη, όταν η κυβέρνηση το χρησιμοποιεί για να νομιμοποιήσει με το κύρος του, προσλήψεις αμφιβόλου αντικειμενικότητας. Συγκεκριμένα, σε πολλές περιπτώσεις, οι διατάξεις που έχει ψηφίσει η κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ λένε ότι η προκήρυξη για τις προσλήψεις τελεί υπό την έγκριση του ΑΣΕΠ, το οποίο αν δεν απαντήσει εντός 7 ημερών (!), τεκμαίρεται ότι συμφωνεί.
Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να ενισχυθεί το ΑΣΕΠ ως μια πραγματικά ανεξάρτητη αρχή. Αντί να το χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ως τη γραμματειακή υποστήριξη των κυβερνητικών αποφάσεων για τις προσλήψεις, να του δώσει την αυτονομία που χρειάζεται μια ανεξάρτητη αρχή ώστε να μπορεί να επιλέγει το ίδιο – και τα εγνωσμένου κύρους στελέχη του – τις καταλληλότερες διαδικασίες, μεθόδους και τεχνικές επιλογής υποψηφίων σύμφωνα με τα προσόντα που απαιτούνται για τις υπό κάλυψη θέσεις. Δεν μπορεί πχ να απαιτείς συνέντευξη και γραπτό διαγωνισμό, που θα αξιολογούνται με τα ίδια μόρια, είτε πρόκειται να προσλάβεις καθαρίστριες είτε επιστημονικό προσωπικό.
Το ΑΣΕΠ που σχεδίασε κι έστησε ο Αναστάσης Πεπονής πριν από 26 χρόνια, καταγράφηκε στο ελληνικό διοικητικό υποσυνείδητο ως μια μεγάλη μεταρρύθμιση, γιατί αντιστάθηκε στις πελατειακές πιέσεις κάθε κυβέρνησης. Αυτή τη στάση πρέπει να διαφυλάξει και η τωρινή κυβέρνηση με την ενίσχυση της οργανωτικής, διοικητικής και οικονομικής του ανεξαρτησίας.
Ποιες οι άμεσες προτάσεις του Κινήματος Αλλαγής για τη Δημόσιας Διοίκηση;
Πολλές είναι οι επί μέρους αλλαγές που καταγράφονται ως ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης. Εκείνο, όμως που προέχει είναι η διαμόρφωση μιας στρατηγικής στην οποία αυτές θα εντάσσονται. Την περίοδο της κρίσης η βασική στρατηγική για το Δημόσιο ήταν η μείωση του κόστους λειτουργίας του. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε όχι μόνο ατελέσφορη σε ό,τι αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και κοστοβόρα εν τέλει, μιας και το κράτος υποχρεώθηκε να «αγοράσει» πολλές υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Το Κίνημα Αλλαγής θέτει στο επίκεντρο της στρατηγικής του για τη Δημόσια Διοίκηση την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων, με απόλυτο σεβασμό στις αρχές της διαφάνειας και του Κράτους Δικαίου.
Η συναρμογή των επιπέδων διοίκησης (κεντρικά υπουργεία και φορείς αυτοδιοίκησης) πρέπει να ανασχεδιαστεί ώστε να βρεθεί ξανά η πολιτική κοντά στον πολίτη. Ο ρόλος της αυτοδιοίκησης Α και Β βαθμού πρέπει να ενισχυθεί με την διοικητική υπαγωγή εκείνων των δομών της κεντρικής διοίκησης που χειρίζονται θέματα εκτελεστικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα, στην αυτοδιοίκηση. Πρέπει να διασφαλιστεί η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση με ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων και δημιουργία μηχανισμών επικοινωνίας και συντονισμού της Κεντρικής Διοίκησης με τις Περιφέρειες και τους Δήμους.
Επιπλέον επείγει η ενίσχυση της διαφάνειας. Η Διαύγεια ήταν μια πρωτοπορία πριν από 10 χρόνια, αλλά πλέον χρειάζεται αναβάθμιση έτσι ώστε τα πολύτιμα δεδομένα της να μην είναι ατάκτως ειρημένα. Κι αυτό μας οδηγεί στην άλλη μεγάλη αλλαγή που θα κάνει τη Δημόσια Διοίκηση όχι μόνο πάροχο ποιοτικών υπηρεσιών, αλλά και πηγή δημιουργίας καινοτομίας και οικονομικής προστιθέμενης αξίας: τα ανοιχτά δεδομένα πρέπει να είναι βασικό εξερχόμενο της διοικητικής δράσης.
Προτεραιότητα είναι επίσης η υιοθέτηση του προϋπολογισμού προγραμμάτων, έτσι ώστε οι δαπάνες κάθε φορέα να συναρτώνται προς συγκεκριμένα, μετρήσιμα αποτελέσματα.
Το Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει ένα σύνολο ειδικότερων προτάσεων για την αξιοκρατική επιλογή προϊσταμένων, τη σύνδεση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με την αξιολόγηση του φορέα που υπηρετούν, τη δημιουργία του συνηγόρου του δημοσίου υπαλλήλου, την ορθή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων κ.λπ. Εκείνο που προέχει όλων των δράσεων, είναι η επίτευξη της μέγιστης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης. Οι βιώσιμες μεταρρυθμίσεις δεν επιβάλλονται. Γίνονται μόνο εφόσον η κοινωνία την οποία αφορούν, έχουν κατανοήσει τους λόγους που καθιστούν μια μεταρρύθμιση αναγκαία, κι αυτό γίνεται με εκτεταμένη, και ενίοτε δύσκολη, διαβούλευση.