Ενότητα Κεντροαριστεράς-Αριστεράς γιατί; Του Δημήτρη Μπατζελή

Εσχάτως αναζωπυρώθηκε, με αφορμή την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κοινά ψηφοδέλτια με το ΠΑΣΟΚ στις επερχόμενες εκλογές, η συζήτηση για τη σύγκλιση Κεντροαριστεράς-Αριστεράς.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί να γίνει αυτό είναι «για να φύγει από την κυβέρνηση η Ν.Δ.», η απάντηση όμως στο ερώτημα «…και να κάνουν τι;» είναι από θολή ώς ανύπαρκτη. Ακούγονται μόνο διαπιστώσεις και ταξίματα. Ουδεμία σοβαρή προγραμματική διεργασία. Φυσικά η στοιχειώδης σοβαρότητα επιβάλλει το σχέδιο να λαμβάνει υπόψη του και να κινείται εντός των περιοριστικών παραγόντων της χώρας. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ, μέλος του ΝΑΤΟ, ενσωματωμένη στο δυτικό σύστημα. Αντιλήψεις για την ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πολιτική, την κοινωνική πολιτική κ.λπ. που επικρατούσαν προ μνημονίων είναι παρελθόν. Δημοσιονομικά ελλείμματα δεν είναι πλέον επιτρεπτά.

Μότο της ρητορικής της Αριστεράς είναι «η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των φτωχών». Ομως για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας, να έχουμε μεγέθυνσή της, ώστε στη συνέχεια να γίνει η αναδιανομή του πλεονάσματος. Εκεί θα υπεισέλθει ο ιδεολογικός παράγοντας της αναδιανομής. Κρίσιμη παράμετρος μιας πετυχημένης οικονομίας είναι η δομή και τα χαρακτηριστικά του παραγωγικού της συστήματος. Ενα κυβερνητικό σχέδιο Κεντροαριστεράς-Αριστεράς πρέπει να έχει συγκεκριμένες απόψεις και προτάσεις πώς μπορεί να γίνει ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας με σύγχρονα εργαλεία και καινοτόμες γνώσεις, με ποιες ταξικές συμμαχίες, πώς αναπτύσσουμε τις δυνάμεις μας για μια ανταγωνιστική οικονομία που οικοδομεί και μετασχηματίζει διαρκώς το παραγωγικό της σύστημα. Καμία συγκροτημένη πρόταση για όλα αυτά από την Κεντροαριστερά και την Αριστερά. Απλώς, ιδιαίτερα η τελευταία υπόσχεται αυξήσεις μισθών, συντάξεων και όλα τα εύκολα στα λόγια.

Ενα ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος είναι στρατηγικό εργαλείο πολιτικής και αποτελεί στοιχείο κάθε επιτυχημένης χώρας. Είναι ο θεματοφύλακας του δημόσιου συμφέροντος. Μια αποτελεσματική αγορά προϋποθέτει ένα αποτελεσματικό κράτος. Η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν είναι δομημένη στη βάση παραγωγής αποτελεσμάτων, δεν υπάρχει σαφής επιμερισμός της ευθύνης στο τι αναλαμβάνει ποιος, ο μηχανισμός κινήτρων και κυρώσεων είναι εξαιρετικά χαλαρός. Οι πελατειακές σχέσεις «είναι συνήθως η απόληξη δομικών ανισορροπιών σε ζωτικά υποσυστήματα του δημόσιου τομέα» (Χ. Ιορδάνογλου, Κράτος και Ομάδες Συμφερόντων, Πόλις 2013). Η Αριστερά διαχρονικά μιλά για την ανάγκη ενός «εναλλακτικού άλλου κράτους» παραπέμποντας σε διάφορες αόριστες θεραπείες. Αρνείται να δει τις αποτυχίες του ελληνικού κράτους ως εγγενώς συστημικές. Αν το έκανε αυτό θα ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει για ομάδες συμφερόντων και τις ισορροπίες τους, να ξεκουνήσει βολεμένες καταστάσεις και έτσι να δυσαρεστήσει ψηφοφόρους της. Γι’ αυτό προτιμά να θεωρεί τα προβλήματα του κράτους θέμα προσλήψεων. Ετσι, π.χ., βλέπει τη σημερινή κατάσταση του ΕΣΥ. Ως θέμα προσλήψεων. Αποφεύγει να το δει στην ολότητά του και να μελετήσει τις δομικές δυσλειτουργίες του, σαράντα τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυσή του. Ομως αν το κάνει αυτό γνωρίζει ότι θα έρθει αντιμέτωπη με συντεχνιακά συμφέροντα που δεν τολμά να θίξει. Οπως και η Ν.Δ. άλλωστε.

Η ελληνική κοινωνία αναζητά σήμερα ένα νέο αφήγημα. Οχι όμως με την έννοια του παραμυθιάσματος και των ευκολιών. Η ελληνική Κεντροαριστερά-Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση να τεθεί επικεφαλής ενός «Αναπτυξιακού Δημοκρατικού Μεταρρυθμισμού», όχι με μια έξω-ιστορική αφέλεια ούτε παραγνωρίζοντας την «υλικότητα των δομών», η οποία θα συμπεριλαμβάνει παρεμβάσεις στην επιχειρηματικότητα, στην οικονομία και στο κράτος. Να αρνηθεί τους μύθους της ευκολίας και της καταγγελίας. Να αρνηθεί την αντίληψη των «ηρωικών αποτυχιών». Απόψεις όπως «να τα βρούμε μεταξύ μας», «να δημιουργήσουμε Λαϊκό Μέτωπο», «να συμφωνήσουμε σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα» είναι αμυντικές αντιλήψεις εκτός συγκυρίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα βοηθήσουν απλώς σε μια κομματική επιβίωση. Αν θέλει να τεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου ρεύματος αναγέννησης της χώρας που θα συνεγείρει τις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις, πρέπει να μιλήσει με και για μεγάλες πολιτικές. Οχι με τη λογική των παροχών και των μικροδιευθετήσεων ικανοποίησης ψηφοφόρων που αποπνέουν μιζέρια.

Είναι εξόφθαλμη η ιστορική αδυναμία της παραδοσιακής Αριστεράς να αντιληφθεί τις σύγχρονες απαιτήσεις των καιρών και να οργανώσει την ανάπτυξη της κοινωνίας. Αυτή η αδυναμία της αποτελεί το κεντρικό της πρόβλημα. Αντιθέτως αφήνει αυτό το καθήκον στις φιλελεύθερες και συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και μετά ταύτα ασχολείται με την αναδιανομή των εισοδημάτων! Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να εγγράψει έναν προγραμματικό λόγο. Ομως είναι άτολμος και ασύνδετος.

Ιστορικά σε όλα τα παραδείγματα μεγάλων εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων (μεταπολεμικά Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Σουηδία), εκτός των άλλων προϋποθέσεων, υπήρχε ισχυρό κόμμα και εμπνευσμένη ηγεσία, το οποίο ως συλλογικός διανοούμενος είχε καθαρή άποψη για το δέον γενέσθαι, καθοδηγούσε και συντόνιζε τις πολιτικές. Αυτή τη στιγμή αυτή η καίρια προϋπόθεση όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά αντιθέτως οι παρούσες ηγεσίες της είναι απελπιστικά ανεπαρκείς. Θα χρειαστούν μεγάλα φορτία εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας ώστε να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Ως τότε αδιέξοδο και αδυναμία συγκρότησης εναλλακτικού πολιτικού πόλου.

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών