Δύο σχόλια για τον κ. Μητσοτάκη. Του ΘΟΔΩΡΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
Η υπόθεση των υποκλοπών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Το αφήγημα της φιλελεύθερης διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη δέχτηκε ένα πρωτοφανές πλήγμα. Όλη η μετριοπαθής “κεντρώα” ατζέντα του πρωθυπουργού η οποία είχε αντιπαλότητα με την ακροδεξιά ρητορική πήγε περίπατο μέσα στον μήνα πού συνήθως δεν δίνει ειδήσεις. Οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων είναι εγγεγραμμένες ιστορικά σε κωδικούς αυταρχικών καθεστώτων και στην Ελλάδα παραπέμπουν ευθέως σε εποχές Δεξιάς μισαλλοδοξίας και σκληρής πολιτικής δίωξης των αντιφρονούντων.
Ο Γ. Δημητριάδης και ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών ήταν αποκλειστικές προσωπικές επιλογές του Κ. Μητσοτάκη αφού μάλιστα ο ίδιος στο πλαίσιο του περίφημου επιτελικού κράτους ήταν η ανώτατη αρχή στην ΕΥΠ. Ένα πρώτο σχόλιο λοιπόν είναι ότι το πιθανότερο γνώριζε για τις παρακολουθήσεις. Αν δεν γνώριζε, τότε αντικειμενικά η θέση του ως πρωθυπουργού δέχεται πλήρη αμφισβήτηση για το κύρος και την σοβαρότητα του αφού τόσο στενά του πρόσωπα εμπλέκονται σε αυτή την σκοτεινή υπόθεση. Οι εξελίξεις θέτουν σε απόλυτη αμφιβολία το φιλελεύθερο πλαίσιο πολιτικής. Όσο και αν καταβάλλονται προσπάθειες να φανεί ο Πρωθυπουργός σαν την Κοκκινοσκουφίτσα πού πάει ανέμελα βόλτα στο δάσος, τα όποια επιχειρήματα περί άγνοιας για το “φακέλωμα” του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη δεν πείθουν. Όπως δεν πείθει πια και η επίκληση του μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ για όποιον ασκεί κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι η μανιέρα σε κάθε αντίδραση. Η προπαγάνδα μάλιστα πού επιδιώκει να ταυτίσει την στάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι φτηνή. Στο κάτω- κάτω αν η συζήτηση πάει σε αυτό το επίπεδο κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η ΝΔ σήμερα αποκτά την οσμή του Φαήλου Κρανιδιώτη και του Θάνου Τζήμερου με τις ακραίες συντηρητικές θέσεις. Αλλά η αντιπαράθεση με αυτό το ύφος δεν οδηγεί πουθενά. Κυρίως δεν δίνει καμία αξιόπιστη απάντηση για το κυβερνητικό μπέρδεμα στις υποκλοπές.
Ένα δεύτερο πολιτικό σχόλιο με αφορμή αυτή την γκρίζα ιστορία αφορά ένα τμήμα των καινούργιων οπαδών της ΝΔ. Αυτών πού έχουν ιστορική καταγωγή από την Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ. Μία περιδιάβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνει μία μερίδα από τους συγκεκριμένους νέους οπαδούς της Δεξιάς παράταξης-με απίστευτη προσωπολατρία στον Κ. Μητσοτάκη- να εμφανίζονται σαν κάτι σκληρούς Ταλιμπάν προς οποιαδήποτε αμφισβήτηση διατυπώνεται. Βλέπουν παντού εχθρούς. Υιοθετούν θεωρίες συνομωσίας. Όσοι ασκούν κριτική ταυτίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ θυμίζοντας την άθλια θεωρία περί “συνοδοιπόρων” πού αναπτύχθηκε στο μετεμφυλιακό κράτος για οποίον από τον χώρο του Κέντρου διατύπωνε την παραμικρή κριτική στην Δεξιά με στόχο να ταυτιστεί με το ΚΚΕ και τα διχαστικά στερεότυπα του Εμφυλίου πολέμου. Οι νέοι οπαδοί της ΝΔ λησμονούν το ιδεολογικό τους παρελθόν και μπορούν να κάνουν τα στραβά μάτια όπως φαίνεται ακόμα και σε συνταγματικές παραβιάσεις στο όνομα του ΑντίΣΥΡΙΖΑ προτάγματος. Λες και ζούμε στο 1949. Πρόκειται για απόλυτη υπερβολή και για εμμονική συμπεριφορά.
Η υπόθεση των υποκλοπών απαιτεί όμως καθαρό μυαλό και στάση ευθύνης σε φαινόμενα πού αλλοιώνουν την Δημοκρατία.
Λογικά η Αντιπολίτευση έχει κοινό βηματισμό. Η προστασία από το να νιώθεις το τηλέφωνο σου ως φορέα προσωπικής παρακολούθησης δεν είναι απλή ιστορία. Μάς προειδοποιεί ότι οι Αυταρχικές λύσεις παραμονεύουν. Και ότι η πολύτιμη Αστική Δημοκρατία δεν αντέχει ούτε να θυμίζει Στάζι με γαλάζια χρώματα ούτε καθεστώτα τύπου Ερντογάν και Όρμπαν.
Η Αντιπολίτευση καλά κάνει και συντονίζεται όπου προκύπτει ανάγκη. Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά και η υποχρέωση της στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”