Διοικητικές μεταρρυθμίσεις σε αναμονή. Του Παναγιώτη Καρκατσούλη

Σ΄ένα αντίστοιχο σημείωμα για τα πεπραγμένα στη δημόσια διοίκηση, για το έτος 2022, είχα επιλέξει ως τίτλο «ακινησία και πελατειασμός στη δημόσια διοίκηση».

Η εικόνα για το 2023 δεν άλλαξε σε σχέση με εκείνη την προ έτους.

Το 2023 ξεκίνησε με την βαριά κληρονομία του 2022 που δεν είναι άλλη από το σκάνδαλο των υποκλοπών. Η επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ στις Ανεξάρτητες Αρχές με επίκεντρο την ΑΔΑΕ συνεχίστηκε όχι μετωπικά αλλά έμμεσα και πλάγια. Οι ΑΑ μπορούν, κάλλιστα, να «σβήσουν» σταδιακά εάν και όταν το έργο τους περιέλθει σε ανυποληψία. Όσο οι Αρχές κατηγορούνται, με κάθε ευκαιρία, ότι καθυστερούν απελπιστικά, ότι δεν προβλέπουν τα μελλούμενα, και ότι, εν τέλει δεν συγκροτούν παρά πρόσθετους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, υπονομεύονται. Όχι επειδή δεν υπάρχουν και τέτοια προβλήματα, αλλά επειδή πιο σημαντικά απ’ αυτά  είναι η υποστελέχωση και η οικονομική ένδεια καθώς και η εξακολουθούσα θολή σχέση μεταξύ αυτών και της κεντρικής κυβέρνησης (υπουργεία), με τις κομματικές παρεμβάσεις να είναι πάντα παρούσες.

Κατά τα λοιπά, το 2023 χαρακτηρίστηκε, κυρίως, από τις σημαντικές φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές. Η Barbara, o Daniel και, προεχόντως, τα Τέμπη δεν έδειξαν μόνο την απειλητική διάσταση του νέου περιβάλλοντος των πολυ-κρίσεων, εντός του οποίου ζούμε αλλά και τις ανάγλυφες αδυναμίες του ελληνικού κράτους: Μηδενική παρακολούθηση και έλεγχος εφαρμογής μέτρων και σχεδίων πάσης φύσεως (στρατηγικών και επιχειρησιακών) που μένουν στα χαρτιά, ανύπαρκτη πρόληψη, διασπορά και επικαλύψεις αρμοδιοτήτων που καθιστούν τον συντονισμό ανέφικτο, ανύπαρκτη αξιολόγηση προγραμμάτων και διαδικασιών με τη λογοδοσία να είναι είδος εν ανεπαρκεία. 

Απέναντι σ’ αυτά τα μείζονα προβλήματα, η κυβέρνηση ψήφισε, λίγο πριν από τις πρόσφατες εκλογές, έναν νόμο για την «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση» που αποτελεί, όμως, ένα πουκάμισο αδειανό. Δεκάξι άρθρα χωρίς καμία μέθοδο και σύστημα άσκησης πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Αντί να οριοθετείται επακριβώς πως θα υπάρξει αποτελεσματική συνεργασία, ανατροφοδότηση και επικοινωνία μεταξύ των διοικητικών επιπέδων (κεντρική κυβέρνηση, Περιφέρειες, Δήμοι) ο νόμος περιγράφει, απλώς, μια ευκταία κατάσταση. Όλα τα θέματα ουσίας παραπέμπονται μέσω μιας ευρείας εξουσιοδότησης στο τελευταίο άρθρο, το 17ο, που μας λέει ότι οι μέλλουσες υπουργικές αποφάσεις θα απαντήσουν εν καιρώ σ’ όσα έπρεπε να είχαν απαντηθεί στα προηγούμενα 16 άρθρα.

Η ακινησία που συνόδευσε αυτό τον νόμο φαίνεται, όμως, να είναι ηθελημένη, αφού η ίδια στάση έχει επιλεχθεί και για τις υπόλοιπες σημαντικές-στα χαρτιά- μεταρρυθμίσεις: Στον εσωτερικό έλεγχο και τον σύμβουλο ακεραιότητας, στις δεξιότητες που πρέπει να καλλιεργηθούν και να αποτελέσουν μέτρο κρίσης των υποψήφιων και των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και στο άτολμο και βραδυπορούν «κίνητρο απόδοσης» για τους καλύτερους, παρατηρούμε μια εξαιρετικά αργή πορεία υλοποίησης.

Απέναντι στο σούρσιμο αυτό, τα προβλήματα είναι ξεροκέφαλα και περιμένουν εκείνον που θα τα επιλύσει. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:

  • Η ενδυνάμωση των Ανεξάρτητων Αρχών και ιδίως εκείνων που ασχολούνται με τον ανταγωνισμό και τις δημόσιες συμβάσεις (που καρκινοβατούν),
  • Ο προγραμματισμός των προσλήψεων και η εφαρμογή του από το ΑΣΕΠ ώστε να καμφθεί το τελευταίο ισχυρό μετερίζι του πελατειασμού που είναι οι κρίσεις των προϊσταμένων.
  • Η ουσιαστική λειτουργική αποκέντρωση κρίσιμων υπηρεσιών από την κεντρική κυβέρνηση στις Περιφέρειες, και
  • το όραμα και η έμπνευση για το τι μπορεί να καταφέρει ένα Δημόσιο απαλλαγμένο από τον βρόχο του κομματισμού και του πελατειασμού.

Καταληκτική παρατήρηση. Λέγεται, από πολλούς σκεπτικιστές, ότι το κοινωνικό σώμα, πιεζόμενο πανταχόθεν, (γεωστρατηγική ανασφάλεια, οικονομική πίεση, κλιματολογική αναταραχή) προτιμά την ακινησία-μεταφραζόμενη ως ασφάλεια- από την αβεβαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Ακόμη κι αν υπάρχει μια βάση σ’ αυτό, περισσότερο κρίσιμο είναι το ότι η ταχύτατα εναλλασσόμενη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, επιτάσσει προσαρμογές και αλλαγές σε σύντομο χρόνο από τις εθνικές διοικήσεις.

Σ΄ αυτές πρέπει να παραμένουν προσηλωμένοι τόσο οι κοινωνικοί επιστήμονες όσο και οι πολιτικοί το 2024.

Αναδημοσίευση από www.athensvoice.gr