Διλήμματα πολιτικής. Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΙΤΣΗ

Επίκειται η ανακοίνωση  του τρόπου ελάφρυνσης της δαπάνης των νοικοκυριών για το ηλεκτρικό ρεύμα από τον Ιούλιο και μετά. Υπάρχουν δύο σχέδια στο τραπέζι. Το ένα είναι ριζοσπαστικό και δεν αφαιμάζει τον κρατικό προϋπολογισμό: Προβλέπει ότι ουσιαστικά αναστέλλεται το χρηματιστήριο ενέργειας με την οριακή τιμή (που είχε αρχίσει για να τονώσει τις ΑΠΕ κι έχει εξελιχθεί σε όπλα μαζικής καταστροφής νοικοκυριών και επιχειρήσεων) και η τιμή θα προκύπτει ανάλογα με το κόστος παραγωγής από κάθε πηγή (φυσικό αέριο, ανανεώσιμες, λιγνίτη) συν ένα εύλογο ποσοστό κέρδους. Το δεύτερο είναι το γνωστό σχήμα όπου ο προϋπολογισμός επιδοτεί τους παραγωγούς ενέργειας για να συγκρατηθούν οι τιμές λιανικής.

Αν προκριθεί το πρώτο, αν δηλαδή υπερισχύσει η λογική αντιμετώπισης μιας έκτακτης κατάστασης και όχι το λόμπινγκ παραγωγών-προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας σε Αθήνα και σε Βρυξέλλες, θα είναι μια θετική εξέλιξη -που ίσως υπερκεράσει αρκετές από τις προτάσεις που ακούγονται από το χώρο της αντιπολίτευσης. Αντιθέτως, για το δεύτερο, την επανάληψη αυτού που ίσχυσε το τελευταίο εξάμηνο για τους οικιακούς καταναλωτές, διατυπώνονται ισχυρές ενστάσεις επί της ουσίας και της λογικής του: Αντί να ξοδεύει το κράτος λεφτά (που, μάλιστα, δεν περισσεύουν…) για να επιδοτήσει οριζόντια την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, δικαιότερο και ορθολογικό θα ήταν να επιδοτήσει απευθείας το εισόδημα των ευάλωτων (μόνο) νοικοκυριών και εκείνα να δαπανούν αυτά τα χρήματα όπως κρίνουν -είτε για να καταναλώσουν ρεύμα είτε για να καλύψουν άλλες ανάγκες.

Έτσι, θα ήταν μικρότερη και η συνολική δημόσια δαπάνη. Που έχει κυριολεκτικά ξεχειλώσει.

Μια σύγκριση: Σε δυόμισι χρόνια δαπανήθηκαν σε επιδόματα, ενισχύσεις και οριζόντιες παροχές περίπου 46 δισ. ευρώ, ποσό τεράστιο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος. Το 2012, θυμίζω, είχε γίνει μια τιτάνια, διεθνώς συντονισμένη προσπάθεια για το κούρεμα του δημοσίου χρέους μας, το γνωστό PSI. Κι αυτή κατέληξε στο κούρεμα του χρέους μας κατά 53 δισ. ευρώ. Τώρα, αυτά κοντεύουμε να αντισταθμίσουμε, αυξάνοντας το χρέος και διανέμοντας 46 δισ. σε ό,τι κινείται στην επικράτεια –χωρίς ειδική στόχευση στα ευάλωτα νοικοκυριά, και σε έχοντες και σε κατέχοντες, ακόμη και σε ζόμπι. Στην 10ετία έως το 2019, διαχείριση της κρίσης σήμαινε (έως και) άγριες περικοπές δαπανών. Στην τελευταία διετία, διαχείριση της κρίσης σημαίνει, λες, δανείζομαι για να κάνω παροχές, μοιράζω λεφτά που δεν έχω.

Η άσκηση χαλαρής διαχείρισης ήταν κυβερνητική επιλογή. Αντί η επικοινωνιακή πολιτική να κληθεί να υπηρετήσει την άσκηση μιας δίκαιης και αυστηρής πολιτικής, η δημοσιονομική πολιτική κλήθηκε να υπηρετήσει τις ανάγκες της κυβερνητικής επικοινωνίας. Και τώρα, τα πράγματα, εξαιτίας και του πολέμου, γίνονται πιο δύσκολα. Δυσκολεύουν, επίσης, εξαιτίας των παρενεργειών που έχει η δημοσιονομική χαλάρωση. Μία από τις χειρότερες, το πνεύμα χαλάρωσης και επανάπαυσης που καλλιεργείται σε κοινωνία, επιχειρηματικότητα και (ε, 100 ημέρες πριν τις εκλογές…) στο κράτος.

Το τελευταίο, για παράδειγμα, ενώ απαλλάχτηκε από πάμπολλες εργασίες χάρη στα apps του Κυρ. Πιερρακάκη, ενώ χιλιάδες εργατοώρες εξοικονομήθηκαν σε εκατοντάδες υπηρεσίες με αυτά, ωστόσο δεν έχει κάνει ούτε μια μετακίνηση υπαλλήλων από νεκρές υπηρεσίες σε άλλες που έχουν ανάγκες. Και -ω, του θαύματος!- η «μεταρρύθμισή» του αρχίζει, τώρα (προεκλογικά), με διανομές …bonus! Αλλά και μεγάλο μέρος της επιχειρηματικότητας επαναπαύεται. Παράδειγμα: Το Ταμείο Ανάκαμψης άνοιξε και περιμένει τους ιδιώτες να επενδύσουν, αλλά οι περισσότεροι φαίνεται να χαλαρώνουν περιμένοντας. Περιμένουν –μας λένε οι τράπεζες- να αξιοποιήσουν και τον αναπτυξιακό νόμο μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να μειώσουν κι άλλο τη δική τους συμμετοχή στη δαπάνη για την επένδυση. Στόχος, ιδιωτικές επενδύσεις με δημόσιο χρήμα -λες και ήταν χτες…

Αναδημοσίευση από “Η Καθημερινή της Κυριακής””