Διάλογος περί σοσιαλισμού. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Μια συζήτηση για το αν έχει νόημα σήμερα η αναφορά στον σοσιαλισμό φιλοξένησε στις σελίδες της η ιταλική εφημερίδα Il Riformista. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από τις παρεμβάσεις των φιλοσόφων Μπιάτζιο Ντε Τζιοβάνι και Μάσιμο Κατσιάρι και του ιστορικού Μάσιμο Σαλβαντόρι.


Μπιάτζιο Ντε Τζιοβάνι: Ολο αυτό που ονομάσαμε με ευρεία έννοια «σοσιαλισμό» έχει χαθεί ή χάνεται από τη σκηνή της ιστορίας. Χάθηκε ο κομμουνισμός. Η τελευταία επίσημη εκδοχή του, στη μεγάλη Κίνα, εφαρμόζει έναν δεσποτικό καπιταλισμό με βέλτιστα αποτελέσματα για την ενδημική πείνα των χωρικών της και για την οικονομία της, ο οποίος όμως δεν έχει καμία σχέση με τη γενέθλια πράξη της μαοϊκής επανάστασης. Βαθιά αποδυναμωμένες είναι όμως και οι σοσιαλδημοκρατίες, οι οποίες υπερίσχυαν χάρη στη μεγάλη επινόηση του κοινωνικού κράτους. Με δυο λόγια, σήμερα ο σοσιαλισμός δεν υπάρχει πλέον στον πραγματικό κόσμο και δεν διαφαίνεται μια επιστροφή του. Τι συνέβη με αυτή την ιδέα που εμψύχωνε την ιστορία της Ευρώπης από τα τέλη του 19ου αιώνα και που άλλαξε ριζικά την ιστορία; Ηταν η «επιστήμη της ιστορίας» -όπως την ανέλυσε ο Μαρξ στο «Μανιφέστο» και στο «Κεφάλαιο»-, που έδωσε μορφή στα μεγάλα μαζικά κινήματα και που σίγουρα άλλαξε ριζικά την ιστορία της δημοκρατίας. Το 1917, εκείνη τη μοιραία χρονιά, το κίνημα διαιρέθηκε. Κομμουνιστές και αναθεωρητές σοσιαλιστές πήραν διαφορετικούς δρόμους, με μια οξύτατη συζήτηση που διήρκεσε ώς το 1989, μια άλλη μοιραία χρονιά. Οταν όμως έπεσε ο υπαρκτός κομμουνισμός, άρχισε και η αργή και αναπόδραστη παρακμή των σοσιαλδημοκρατιών. Κατέπεσε η ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλαδή μιας άλλης, διαφορετικής κοινωνίας. Και κατέπεσε βαθμιαία η περίφραξη του έθνους-κράτους, εντός της οποίας υλοποιούνταν ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός. Απέναντι στο πανταχού παρόν χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν υπάρχει πλέον ένα καθολικό υποκείμενο, δεν υπάρχει η ενσωματωμένη στο κεφάλαιο εργασία του εργάτη-μάζα, από την οποία ο Μαρξ έβλεπε να γεννιέται η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η εργασία έχει αλλάξει μορφή. Η εργατική τάξη προφανώς υπάρχει ακόμα, αλλά ως κοινωνιολογικό υποκείμενο ενεργοποιημένο απελπισμένα για την υπεράσπιση των θέσεων απασχόλησης και της συνέχειας της καπιταλιστικής επιχείρησης. Δεν υπάρχει πλέον ως ανταγωνιστικό πολιτικό υποκείμενο. Υπάρχουν όμως γύρω τόση αταξία, μάζες αποκλεισμένων, φτώχεια, επισφαλείς εργασίες, επισφαλείς ζωές. Τι να κάνουμε λοιπόν; Κανείς δεν λέει να μείνουμε αδρανείς περιμένοντας ποιος ξέρει τι ή εγκωμιάζοντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Δεν είναι όμως η λέξη «σοσιαλισμός» αυτή που μπορεί να κινητοποιεί και να προσανατολίζει. Είναι αναγκαίος ένας άλλος τύπος πάλης για την ισότητα, διαφορετικός από τις ξεπερασμένες μορφές του παρελθόντος. Από την ιδέα που προκάλεσε τη γέννηση του σοσιαλισμού παραμένει έγκυρο το ότι δεν μπορούμε να σταματήσουμε στην καθαρά τυπική ισότητα έναντι του νόμου. Επιπλέον αναδύεται το θέμα της σωτηρίας της ζωής και της Γης, το οποίο πρέπει να εμπλέκει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ας αναζητήσουμε τις νέες λέξεις, τους νέους σκοπούς, ας συμβάλουμε στη θεμελίωση μιας νέας κουλτούρας.

Μάσιμο Σαλβαντόρι: Η λέξη «σοσιαλισμός» δεν πρέπει να αρχειοθετηθεί. Πρέπει βέβαια να εμπλουτιστεί στο φως των προκλήσεων της τρίτης χιλιετίας, αλλά δεν πρέπει να τοποθετηθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας σαν ένα ένδοξο αλλά ήδη άχρηστο αντικείμενο. Ο Ντε Τζιοβάνι θέλει την ισότητα ή μεγαλύτερη ισότητα, υπό τον όρο ότι δεν θα θελήσουμε να διατρέξουμε τους δρόμους της ουτοπίας. Εγώ παραμένω πεισμένος ότι δεν πρέπει να διαχωρίζουμε την επιδίωξη της ισότητας από τις βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η σοσιαλδημοκρατία: τη σύμπλευση με τους δημοκρατικούς θεσμούς φιλελεύθερου χαρακτήρα, τον κοινωνικό και πολιτικό μεταρρυθμισμό που αποβλέπει στην αύξηση των ευκαιριών του καθενός, τον έλεγχο της αγοράς από ένα ενεργητικό κράτος ικανό να χαλιναγωγεί τις πλουτοκρατίες. Νομίζω ότι αν εξετάσουμε αυτές τις αρχές και αυτές τις αξίες, ξαναβρίσκουμε τα εντελώς επίκαιρα θεμέλια της σχέσης ανάμεσα σε ελευθερία, δημοκρατία και ισότητα. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι μπροστά στη νεοφιλελεύθερη και πλουτοκρατική επίθεση, που συντελείται εδώ και πολύ καιρό, οι κατακτήσεις και οι εμπειρίες της σοσιαλδημοκρατίας έχουν ακυρωθεί. Στην επίθεση αυτή η Αριστερά δεν μπορεί να αντιδρά αναζητώντας πρωτόγνωρους δρόμους που συνορεύουν με την απροσδιοριστία. Οποιος σκέφτεται να βρει νέους δρόμους προς την ελευθερία και την ισότητα θα πρέπει να διευκρινίζει τι εννοεί όταν ζητάει να αντικαταστήσει την κληρονομιά της σοσιαλδημοκρατίας και ποιο είναι το σχέδιο με βάση το οποίο την παραμερίζει. Είναι προφανές ότι η αδυναμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς σχετίζεται άμεσα με την ενίσχυση των τάσεων της λαϊκιστικής και αυταρχικής Δεξιάς, η στρατηγική της οποίας αποβλέπει στην αποδυνάμωση ή και στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παραμένω πεισμένος ότι η δύσκολη, αλλά όχι ανέφικτη, ανάκαμψη της ευρωπαϊκής Αριστεράς δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι μια ανάκτηση των ιδρυτικών της αξιών, που συνδέονται με την πάλη για την κοινωνική δικαιοσύνη. Και το δεύτερο είναι ένας υπερεθνικός συντονισμός των κυβερνητικών προγραμμάτων. Το ζητούμενο δεν είναι «να ακολουθήσουμε το κύμα» και να προσαρμοστούμε, σκεπτόμενοι ότι μπορεί να νικήσουμε μιλώντας στο «υπογάστριο» της κοινής γνώμης. Αν εξετάσουμε το παρελθόν με μια ιστορικο-πολιτική ματιά, δεν θεωρώ ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν υποχρεωτικά να ακολουθήσουν το νεοφιλελεύθερο κύμα. Πιστεύω αντίθετα ότι αυτή η συμβιβαστική μετριοπαθής επιλογή στην Ευρώπη οδήγησε στην ήττα. Ανανέωση δεν σημαίνει υποχώρηση στη συμβιβαστική μετριοπάθεια. Ο σταθερός στόχος της καλύτερης σοσιαλδημοκρατίας ήταν να συνδυάσει δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες σκιές που έχουν πέσει πάνω στη δημοκρατία και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ολοι θέλουμε να βρούμε τους δρόμους της ανανέωσης, που είναι επείγουσα και αναγκαία. Χρειάζεται όμως να μη χάνουμε την πυξίδα, βυθιζόμενοι στα νέφη ενός προοδευτισμού που δεν κατορθώνει να ορίσει τη φυσιογνωμία μας. Η διάκριση ανάμεσα σε εκείνο που στο παρελθόν οριζόταν από τη μια μεριά «ρεφορμιστικό» και από την άλλη «επαναστατικό» έχει τελειώσει με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Εκείνη που δεν έχει διόλου τελειώσει είναι η διάκριση ανάμεσα σε έναν αδύναμο και ατελέσφορο μεταρρυθμισμό και σε έναν ισχυρό μεταρρυθμισμό, που αλλάζει σε προοδευτική κατεύθυνση τις πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες.

Μάσιμο Κατσιάρι: Νομίζω ότι η διαφωνία των Ντε Τζιοβάνι και Σαλβαντόρι είναι νομιναλιστική. Υπήρξαν στην ιστορία τόσες μορφές σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός θα πρέπει να κλίνεται στον πληθυντικό. Αν σοσιαλισμός σημαίνει μια πολιτική που αποβλέπει στο να καταπολεμήσει τις παλιές και νέες ανισότητες, που αυξάνονται και γίνονται όλο και περισσότερο ανυπόφορες, αν σημαίνει δικαιότερη κατανομή του πλούτου, αν σημαίνει δραστικά μέτρα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, αν σημαίνει ότι υπάρχουν κοινά αγαθά, όπως λ.χ. η υγεία, που δεν πρέπει να βρίσκονται στο έλεος της αγοράς, αν σημαίνει διεύρυνση των δικαιωμάτων των πολιτών, ας τον αποκαλέσουμε όπως θέλουμε. Και αν η λέξη σοσιαλισμός φαίνεται ξεπερασμένη, ας χρησιμοποιήσουμε μια άλλη. Αυτό όμως που μετράει είναι το περιεχόμενο της πολιτικής δράσης, είναι το όραμα που την υποστυλώνει. Να προωθήσουμε ανώτερες μορφές ισότητας. Σοσιαλισμός μπορεί να σημαίνει και μόνον αυτό.

Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”