Δημοσιονομική διαφάνεια: Προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση. Του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Η κρίση πανδημίας κατέστησε αναγκαία στην ευρωζώνη τη δημοσιονομική παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να μετριαστεί η ύφεση. Η ανάγκη αυτή έγινε επιτακτική στο βαθμό που η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είχε σχεδόν εξαντλήσει τη δυνατότητα περαιτέρω στήριξης των εθνικών οικονομιών. Για να διευκολυνθούν λοιπόν οι χώρες της ΕΕ αποφασίστηκε η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι χώρες μπορούν να έχουν ελλείμματα πάνω από το 3% του ΑΕΠ και δεν ελέγχονται ως προς την προσπάθεια τους να μειώσουν το χρέος προς το 60% του ΑΕΠ.
Η ΕΚΤ με τη σειρά της αποφάσισε να ξεκινήσει νέο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων με αφορμή την κρίση πανδημίας. Έτσι, διασφάλισε στις χώρες της ευρωζώνης τη δυνατότητα χρηματοδότησης των ελλειμμάτων τους με δανεισμό χαμηλού κόστους. Κατ΄ εξαίρεση η ΕΚΤ αποφάσισε ότι θα αγοράζει και τα ομόλογα της Ελλάδας τα οποία δεν έχουν ακόμη την επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα μετά την απόφαση αυτή μπορεί να δανείζεται με κόστος χαμηλότερο από αυτό με το οποίο δανειζόταν πριν από την κρίση.
Η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα είναι πώς θα την αντιμετωπίσουν οι αγορές την επόμενη ημέρα όταν αυτές οι ευνοϊκές αποφάσεις ανακληθούν. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της ΕΕ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα φτάσει στο 207% του ΑΕΠ το 2020 και θα παραμείνει πάνω από το 200% και το 2021. Το πρόβλημα δεν είναι κατ? εξοχήν ελληνικό, αφού χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία θα βρεθούν επίσης με ποσοστά χρέους πολύ πάνω από το 100% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις το χρέος της Ιταλίας θα φτάσει στο 160% και της Ισπανίας στο 120% του ΑΕΠ το 2020.
Είναι προφανές ότι αν το 2022 ανακληθούν οι ευνοϊκές αυτές αποφάσεις της ΕΕ και της ΕΚΤ, οι χώρες αυτές ακόμη και αν το 2021 περάσουν σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης θα κληθούν να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική που μπορεί να τις οδηγήσει σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ή και σε στασιμότητα.
Για να αποφύγουμε παράταση της νέας κρίσης η κυβέρνηση πρέπει να θέσει τρεις προτεραιότητες.
Α) Να συνεργαστεί με άλλες χώρες της ΕΕ για παράταση της αναστολής των κανόνων και το 2022. Εδώ κρίσιμος θα είναι ο ρόλος της Γερμανίας η οποία έχει χαλαρώσει τους δικούς της εσωτερικούς δημοσιονομικούς κανόνες. Αν αποφασιστεί η επαναφορά τους, τότε θα γίνει πιο δύσκολη η περαιτέρω παράταση της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στο 2022.
Β) Για αυτό είναι κρίσιμο να προχωρήσουν οι συζητήσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Οι κανόνες αυτοί συντάχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσαν τα δημοσιονομικά δεδομένα της εποχής. Στη δημόσια συζήτηση της εποχής εκείνης οι περισσότεροι οικονομολόγοι τάχθηκαν κατά των κανόνων αυτών, καθώς δεν εδράζονταν σε κάποια τεκμηριωμένη οικονομική θεωρία. Ειδικά η στοχοθέτηση του 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος. Οι περισσότερες μελέτες που έγιναν γύρω από το ζήτημα αυτό κατέληγαν στον συμπέρασμα ότι οι συνέπειες του δημόσιου χρέους στην ανάπτυξη γίνονται αρνητικές όταν ξεφύγει από το 100% του ΑΕΠ. Όμως, ακόμη και αυτές οι προσεγγίσεις αναθεωρήθηκαν και η έμφαση πλέον δεν είναι στο ύψος του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ. Σήμερα οικονομολόγοι όπως ο Blanchard υποστηρίζουν ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για το χρέος αν το επιτόκιο δανεισμού είναι χαμηλότερο από το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Με βάση τα παραπάνω, αποτελεί προτεραιότητα η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων για να διασφαλιστεί ότι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία δεν θα παγιδευτούν στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2022, που θα τις καθηλώσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή στασιμότητα.
Γ) Σε ότι αφορά τις προτεραιότητες στο εσωτερικό η κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με απλά λόγια να τους κατευθύνει με βάση τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες σε προγράμματα με το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει την οικονομία σε βιώσιμη ανάπτυξη και θα επιταχύνει τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Στο μεταξύ οφείλει να προχωρήσει σε μια προσεκτική διαχείριση του χρέους και των ταμειακών διαθεσίμων το 2020 και το 2021, ώστε να είναι σαφές προς τις αγορές ότι η εξυπηρέτηση και η δυναμική του δημόσιου χρέους παραμένουν υπό έλεγχο. Ταυτόχρονα, πρέπει να στείλει ένα καθαρό μήνυμα στις αγορές σε ότι αφορά τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της δημοσιονομικής πολιτικής.
Το 2010 ψηφίστηκε ο νόμος 3871 με τον οποίο προβλέπεται η υποχρέωση του υπουργού Οικονομικών να καταρτίζει σε ετήσια βάση και να καταθέτει προς έγκριση από τη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ). Πρόκειται για την απεικόνιση του πολυετούς σχεδιασμού της δημοσιονομικής πολιτικής. Με αυτόν η εκάστοτε κυβέρνηση στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς τις αγορές για το δημοσιονομικό σχεδιασμό των επόμενων ετών. Σχεδιασμό στον οποίο εντάσσεται και ο προς κατάρτιση προϋπολογισμός, δεδομένου ότι η παρουσίαση και συζήτηση του ΜΠΔΣ κάθε χρόνο προηγείται της κατάρτισης του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Δυστυχώς η δέσμευση αυτή δεν τηρείται παρά την ιδιαίτερη σημασία της για τη δημοσιονομική διαφάνεια. Δεν κατατέθηκε ΜΠΔΣ το 2019 ούτε και το 2020. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται από την ημέρα που η Ελλάδα εισήλθε στο καθεστώς αυξημένης εποπτείας. Είναι υποχρέωση του Κοινοβουλίου να απαιτήσει την εφαρμογή του νόμου και την κατάθεση ΜΠΔΣ κάθε χρόνο από εδώ και στο εξής. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την ακύρωση μιας από τις σημαντικότερες διαρθρωτικές αλλαγές στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα μετά την δεκαετή κρίση στην οποία οδηγήθηκε από τις δημοσιονομικές παρεκτροπές πριν το 2009, δεν έχει την πολυτέλεια να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Η δημοσιονομική διαφάνεια είναι αναγκαία προϋπόθεση για ομαλή και απρόσκοπτη έξοδο από την νέα κρίση.
Δημοσίευση από “Politicalbank.gr”