Γ. Καμίνης στη Βουλή: “Η κυβέρνηση αντιστρέφει την ιεραρχία που καθιερώνει το άρθρο 19 του συντάγματος: Επικαλείται καταχρηστικά το κρατικό απόρρητο προκειμένου να φαλκιδεύσει το “απολύτως απαραβίαστο” του ιδιωτικού απορρήτου”

Την πεποίθηση ότι η κυβέρνηση αντιστρέφει τη συνταγματική ιεραρχία, όπου το ιδιωτικό απόρρητο προστατεύεται απόλυτα, διατύπωσε ο βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Γιώργος Καμίνης από το βήμα της Ολομέλειας, κατά τη δεύτερη ημέρα συζήτησης του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών» και προέβλεψε ότι η διάταξη για την εκ των υστέρων γνωστοποίηση στον θιγόμενο, η οποία όπως είπε, «δεν στέκεται», θα προκαλέσει καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε βάρος της χώρας μας.

«Ενώ το απόρρητο θα έπρεπε ως “απολύτως απαραβίαστο” να τυγχάνει μιας πολύ ενισχυμένης προστασίας από την ίδια την Κυβέρνηση, βλέπουμε η Κυβέρνηση με την συμπεριφορά της αυτή, να μας εξοικειώνει με το αίσθημα πως ό,τι και να κάνουμε είναι μάταιο, ότι είμαστε εντελώς απροστάτευτοι και αυτό που είναι ακόμα χειρότερο: Μπορεί να έχουμε μια Κυβέρνηση η οποία να μας παρακολουθεί διαρκώς», τονίζοντας πως δεν πρόκειται για κινδυνολογία αλλά για έναν «απολύτως υπαρκτό κίνδυνο»

Καταλήγοντας πως «ακριβώς αυτή η συμπεριφορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η άρνησή της να δεχθεί να ριχτεί φως στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, ουσιαστικά πλήττει το βασικό αγαθό που προστατεύει το άρθρο 19, το δικαίωμα του πολίτη να επικοινωνεί αμέριμνος. Να μπορούμε να κινούμαστε στον ιδιωτικό μας βίο και να επικοινωνούμε εμπιστευτικά με μια αίσθηση αμεριμνησίας, ότι δηλαδή τα λόγια που εκφέρουμε, οι πράξεις μας, η συμπεριφορά μας γενικότερα δεν θα έρθει μια στιγμή που θα προσλάβουν απειλητική χροιά χρησιμοποιούμενα εναντίον μας».

ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ

  • Η Κυβέρνηση συλλαμβάνεται ψευδόμενη επανειλημμένα και μας καταθέτει ένα νομοσχέδιο το οποίο ουσιαστικά δεν διασφαλίζει τίποτα. 
  • Αν είχε την ευαισθησία να προστατεύσει το απόρρητο της επικοινωνίας δεν θα έπρεπε να μας έχει φέρει το άρθρο 87 του Νόμου 4790 που απέκλεισε τη δυνατότητα του θιγομένου να πληροφορηθεί το γεγονός της παρακολούθησης. Διάταξη που ούτως ή άλλως δεν στέκεται, γιατί ουσιαστικά παραβιάζει στον πυρήνα του το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
  • Αν η Κυβέρνηση ήθελε να ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση, δεν θα είχε αντιτάξει επανειλημμένα το κρατικό απόρρητο στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Αντιστρέφετε τη συνταγματική ιεραρχία όπου το ιδιωτικό απόρρητο προστατεύεται απόλυτα, όπως λέει το άρθρο 19, και μόνο για εξαιρετικούς λόγους μπορεί αυτό να αρθεί για λόγους κρατικής ασφάλειας.
  • Η κυβέρνηση μάς προτείνει σήμερα να εγκρίνουμε ένα νομοσχέδιο που δεν θέτει καν έναν φραγμό στο όριο των παρακολουθήσεων, στον αριθμό τους.  
  • Η διάταξη για την εκ των υστέρων γνωστοποίηση δεν μπορεί να σταθεί και θα έχουμε νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου επ’ αυτού.
  • Με τη συστηματική άρνηση της Κυβέρνησης να ρίξει φως σε αυτή την υπόθεση φοβάμαι πως διαπράττει ένα πολύ σοβαρό ολίσθημα μακροπρόθεσμα.
  • Με αυτόν τον απόλυτο κυνισμό, έρχεται ουσιαστικά και μας εξοικειώνει με την αίσθηση ότι ό,τι και να κάνουμε είναι μάταιο, ότι είμαστε εντελώς απροστάτευτοι και αυτό που είναι ακόμα χειρότερο: Μπορεί να έχουμε μια Κυβέρνηση η οποία να μας παρακολουθεί διαρκώς. 
  • Αυτό δεν είναι κινδυνολογία. Είναι ένας απολύτως υπαρκτός κίνδυνος. Και ακριβώς αυτή η συμπεριφορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτή η άρνησή της να δεχθεί να ριχτεί φως στην υπόθεση των παρακολουθήσεων ουσιαστικά πλήττει το βασικό αγαθό που προστατεύει το άρθρο 19, την αμεριμνησία του πολίτη. Να μπορούμε να κινούμαστε στον ιδιωτικό μας βίο και να επικοινωνούμε εμπιστευτικά με μια αίσθηση αμεριμνησίας ότι τα λόγια που εκφέρουμε, η πράξη μας, η συμπεριφορά μας δεν θα έρθει κάποτε μια στιγμή που θα προσλάβουν απειλητική χροιά, να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας. 
  • Αυτό το αγαθό προστατεύει το άρθρο 19 και αυτό ακριβώς το ύψιστο αγαθό έρχεται η Κυβέρνηση και το υπονομεύει με τη συμπεριφορά της.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:

«Κυρίες και κύριοι  συνάδελφοι, 

Στις 18 Απριλίου 2022, είχα καταθέσει μια κοινοβουλευτική ερώτηση που αφορούσε την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη μέσω του λογισμικού PREDATOR. Μου απάντησε περίπου ένα μήνα αργότερα ο Υπουργός κ. Γεραπετρίτης, διαβεβαιώνοντάς με ότι η Κυβέρνηση δεν διαθέτει το Predator κι ότι η ΕΥΠ λειτουργεί σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας.

Τα σχετικά με την ΕΥΠ τα είδαμε, τα σχετικά με το Predator ουσιαστικά τα είδαμε και αυτά γιατί αυτό που αποκαλύφθηκε είναι ότι μπορεί μεν η Κυβέρνηση να μην διέθετε η ίδια το Predator αλλά κάποιοι τρίτοι λειτουργούσαν για λογαριασμό της. Όπως είχα πει τότε η Κυβέρνηση λειτουργεί μέσω outsourcing για να παρακολουθεί τους πολιτικούς της αντιπάλους κι απ’ ό,τι φάνηκε όχι μόνον αυτούς.

Χθες οι New York Times αποκάλυψαν ότι το Υπουργείο Εξωτερικών έδωσε άδειες εξαγωγής του Predator στη Μαδαγασκάρη. Το Υπουργείο Εξωτερικών μάλιστα επιβεβαίωσε ότι οι άδειες αυτές ήταν δύο και δόθηκαν το Νοέμβριο του 2021. Δηλαδή την ίδια χρονική περίοδο που παρακολουθήθηκε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης.

Συνεπώς η Κυβέρνηση συλλαμβάνεται ψευδόμενηΨευδόμενη επανειλημμένα. Και μας φέρνει ένα νομοσχέδιο το οποίο ουσιαστικά δεν διασφαλίζει τίποτα. 

Και γιατί άλλωστε να εμπιστευτούμε την Κυβέρνηση; Ας δούμε τις πολύ χαρακτηριστικές ενέργειες και παραλείψεις της τον τελευταίο καιρό.

Πρώτον: Αν είχε την ευαισθησία να προστατεύσει το απόρρητο της επικοινωνίας, δεν θα έπρεπε να μας έχει φέρει το άρθρο 87 του Νόμου 4790 που απέκλεισε τη δυνατότητα του θιγομένου να πληροφορηθεί το γεγονός της παρακολούθησης. Διάταξη που ούτως ή άλλως δεν στέκεται γιατί ουσιαστικά παραβιάζει στον πυρήνα του το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Δεύτερον: Αν η Κυβέρνηση ήθελε να ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση, δεν θα είχε αντιτάξει επανειλημμένα το κρατικό απόρρητο στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Επανειλημμένα επικαλείστε το κρατικό απόρρητο προκειμένου να φαλκιδεύσετε το ιδιωτικό απόρρητο των πολιτών. Αντιστρέφετε τη συνταγματική ιεραρχία όπου το ιδιωτικό απόρρητο προστατεύεται απόλυτα, όπως λέει το άρθρο 19, και μόνο για εξαιρετικούς λόγους μπορεί αυτό να αρθεί για λόγους κρατικής ασφάλειας.

Η κυβέρνηση λοιπόν, μας προτείνει σήμερα να εγκρίνουμε ένα νομοσχέδιο που δεν θέτει καν κάποιο φραγμό στο όριο των παρακολουθήσεων, στον αριθμό τους. Εδώ μάθαμε ότι το προηγούμενο έτος είχαμε 15.000 νόμιμες επισυνδέσεις! Ποιος να το πιστέψει αυτό! Σας φαίνεται άλλωστε λογικό στην εισαγγελική διάταξη που αίρει το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας να μην αναγράφεται καν η αιτιολογία ή το όνομα του παρακολουθούμενου;

Για επιμέρους παρατηρήσεις στο νομοσχέδιο παραπέμπω σε αυτά που είπε ο ειδικός αγορητής μας κ. Χάρης Καστανίδης, ο οποίος ανέπτυξε και τις κραυγαλέες νομικές κακοτεχνίες και σε άρθρα ακόμα που αφορούν τον Ποινικό Κώδικα. 

Εγώ στέκομαι μόνο στο θέμα της εκ των υστέρων γνωστοποίησης.

Είναι υποκριτικό η γνωστοποίηση να περιορίζεται μόνο στο γεγονός της παρακολούθησης και τη χρονική διάρκειά της χωρίς να αναφέρεται ο λόγος και χωρίς να δίνεται η δυνατότητα στον θιγόμενο να ασκήσει κάποιο ένδικο βοήθημα σε τυχόν απορριπτική απόφαση γνωστοποίησης του τριμελούς οργάνου. Επαναλαμβάνω ότι και με αυτή τη διάταξη θίγεται στον πυρήνα του το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να σταθεί και θα έχουμε νομολογία, τουλάχιστον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, επ’ αυτού.

Να θυμίσω τέλος την καταγωγή του άρθρου 19, ειδικά του «απολύτως” απαραβίαστου που έχει τεθεί στην προστασία του απορρήτου. Ετέθη με το Σύνταγμα του 1864 μετά την εμπειρία που υπήρξε τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης του Όθωνα, όταν στις αρχές του 1862 κατασχέθηκαν στο Ταχυδρομείο Ναυπλίου -παρά την προστατευτική διάταξη που υπήρχε ήδη στο Σύνταγμα του 1844- τρεις επιστολές αντιπάλων της τότε κυβέρνησης, της οποίας πρωθυπουργός ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν τον Οκτώβριο του 1862, μαζί με άλλα, στην έξωση του Όθωνα και στην κατοχύρωση του απολύτως απαραβίαστου. 

Με τη συστηματική άρνηση της Κυβέρνησης να ρίξει φως σε αυτή την υπόθεση φοβάμαι πως διαπράττει μακροπρόθεσμα ένα πολύ σοβαρό ολίσθημα.

Όλοι γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια με τη διάδοση του διαδικτύου ουσιαστικά ερχόμαστε και παραδίνουμε -λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά- προσωπικά μας δεδομένα ακόμη και ευαίσθητα, στις εταιρείες του διαδικτύου. Σταδιακά ο πολίτης εξοικειώνεται με ένα είδος «αναισθησίας», θα έλεγα. Αναισθησίας εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει μια εγρήγορση στο κατά πόσον παραχωρεί προσωπικά του δεδομένα στις μεγάλες εταιρίες του διαδικτύου οι οποίες τα χρησιμοποιούν για δικούς τους σκοπούς.

Ενώ λοιπόν το απόρρητο θα έπρεπε ως απολύτως απαραβίαστο να τυγχάνει μιας ενισχυμένης προστασίας, βλέπουμε η Κυβέρνηση με την συμπεριφορά της αυτή, με αυτό τον απόλυτο κυνισμό, να έρχεται ουσιαστικά και να μας ενισχύει αυτό το αίσθημα αναισθησίας. Να μας εξοικειώνει με την αίσθηση ότι, ό,τι και να κάνουμε είναι μάταιο, ότι είμαστε εντελώς απροστάτευτοι και αυτό που είναι ακόμα χειρότερο: Μπορεί να έχουμε μια Κυβέρνηση η οποία να μας παρακολουθεί διαρκώςΑυτό δεν είναι κινδυνολογία. Είναι ένας απολύτως υπαρκτός κίνδυνος. Και ακριβώς αυτή η συμπεριφορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτή η άρνησή της να δεχθεί να ριχτεί φως στην υπόθεση των παρακολουθήσεων ουσιαστικά πλήττει το βασικό αγαθό που προστατεύει το άρθρο 19. Ποιο είναι αυτό; Η αμεριμνησία του πολίτη. Να μπορούμε δηλαδή να κινούμαστε στον ιδιωτικό μας βίο και να επικοινωνούμε εμπιστευτικά με μια αίσθηση αμεριμνησίας, ότι τα λόγια που εκφέρουμε, η πράξη μας, η συμπεριφορά μας δεν θα έρθει κάποτε μια στιγμή που θα μας προσλάβουν μια απειλητική χροιά, χρησιμοποιούμενα εναντίον μας. Αυτό το αγαθό προστατεύει το άρθρο 19 και αυτό ακριβώς έρχεται η Κυβέρνηση και το υπονομεύει με αυτή τη συμπεριφορά.

Σας ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε».