Για τον κόσμο της εργασίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Της Μαριζέτας Αντωνοπούλου
Ένα χρόνο μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές, στις οποίες αποτυπώθηκε η κυριαρχία της Δεξιάς και η απουσία αντίπαλου πόλου απότοκο και της πολυδιάσπασης των Αριστερών, βρισκόμαστε πάλι πριν από μια ακόμα εκλογική μάχη. Οι δημοσκοπήσεις -μέχρι αυτήν την στιγμή- επιβεβαιώνουν την δυστοπία του πολιτικού συστήματος και μάλιστα με δυο αστερίσκους επιδείνωσης, την αύξηση των ποσοστών της συστημικής Ακροδεξιάς του Βελόπουλου και της παραθρησκευτικής Νίκης.
Το ερώτημα για την πορεία των Αριστερών είναι στην πραγματικότητα στενά συνυφασμένο με την πορεία της ίδιας της χώρας. Αφορά την ύπαρξη ενός συνεκτικού άλλου πόλου, με αφήγημα, συγκεκριμένο σχέδιο, στελεχικό δυναμικό σε στενή σύνδεση με τις κοινωνικές δυνάμεις και καθαρή τακτική απέναντι στην Δεξιά πολυκατοικία και την γιγάντωσή της. Το αμέσως επόμενο ερώτημα, είναι αν οι φορείς εκπροσώπησης, τα κόμματα των Αριστερών, έχουν συνείδηση της ιστορικότητας της συγκυρίας.
Ιστορικά, το στρατηγικό πρόβλημα του χώρου της ευρύτερης Αριστεράς και του προοδευτικού Κέντρου, αρχίζει και τελειώνει στο γεγονός ότι ο πιο οραματικός πολιτικός του αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την χειρότερη οικονομική και κοινωνική κρίση στην νεότερη ιστορία την χώρας, μόνος, ενώ η Ε.Ε. ένιπτε τας χείρας της, και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της -με πλείστες φυσιογνωμικές και θεσμικές αιρέσεις- ψήφισε και εφάρμοσε ένα ακόμα μνημόνιο χωρίς έστω ένα αφήγημα περί τακτικού λάθους.
Από τότε έχουν περάσει ωστόσο περίπου δέκα χρόνια και ο χώρος πλήρωσε το τίμημα και μάλιστα πολύ ακριβά. Η ανασυγκρότηση που ξεκίνησε ως πρωτοβουλία της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, ήρθε η ώρα να περάσει στο επόμενο στάδιο. Για να γίνει, ωστόσο, η όποια στρατηγική κίνηση, οφείλουμε πρώτιστα να θέσουμε τα κεντρικά ταυτοτικά θέματα, εκείνα τα σημεία που συγκροτούν την βάση της δημοκρατικής, προοδευτικής παράταξης. Αυτά δεν είναι άλλα, από τα θεμελιώδη ζητήματα της οικονομίας και της εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια το γεγονός ότι οι αντιδράσεις για το ύψος αλλά και τον τρόπο αύξησης του κατώτατου μισθού, χωρίς συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ως προεκλογικό πυροτέχνημα, ήταν για άλλη μια φορά χλιαρές υποδηλώνει την έλλειψη καθαρών στρατηγικών.
Το πλέον κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής: Ποιες είναι οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που θα διασφαλίσουν την επανένταξη της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης τόσο οικονομικά (με όρους ΑΕΠ) αλλά και κοινωνικά, σε όρους μισθών, κοινωνικών αγαθών και βιοτικού επιπέδου. Γιατί όσο η ελληνική οικονομία παραμένει χαμηλής παραγωγικότητας με μειωμένης αξίας εγχώριο προϊόν και οι πόροι του ταμείου ανάπτυξης διασκορπίζονται στους ημετέρους του Μαξίμου χωρίς να προσθέτουν καμία αξία στον ψηφιακό μετασχηματισμό, χωρίς στρατηγικές επενδύσεις στα κοινωνικά αγαθά για την προσέλκυση ψηφιακών εργαζόμενων/νομάδων, χωρίς βελτιστοποίηση στην αγροτική παραγωγή με το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωση, χωρίς επένδυση σε προϊόντα υψηλής τελικής αξίας με οριζόντια διασύνδεση πρωτογενούς-δευτερογενούς τομέα μέσω της καινοτομίας, οι όροι διαβίωσης θα επιδεινώνονται διαρκώς.
Καθόλου τυχαία το πρώτο εμβληματικό νομοσχέδιο που ψήφισε η δεύτερη κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, ήταν το εργασιακό με υπουργό τον (προερχόμενο από την λαϊκή ακροδεξιά) Α. Γεωργιάδη. Το νομοσχέδιο που πέρασε, χωρίς αντιδράσεις, ελέω των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, προώθησε την απόλυτη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας, την ακραία υποτίμηση της ίδιας την εργασίας ως μονάδα και στηρίχθηκε στην ιδεολογική πεποίθηση ότι η όποια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου εργαζόμενων και συνταξιούχων οφείλει να βασίζεται στην εντατικοποίηση των ωρών εργασίας. Ψηφίστηκε έτσι η επέκταση του χρόνου εργασίας καθώς και οικονομικά κίνητρα για την εργασία των συνταξιούχων (αυτά για τα οποία επαίρετο εχθές η Υπουργός Εργασίας) Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα αναμένεται να κυρώσει την ευρωπαϊκή οδηγία για την αύξηση της κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που κινείται μεν σε θετική κατεύθυνση αλλά είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί σε μια αγορά εργασίας με βαθύτατο θεσμικό έλλειμα εκπροσώπησης.
Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου είναι η πρώτη μεγάλη ευκαιρία, τα κόμματα των ευρύτερων Αριστερών, να συνομιλήσουν με την κοινωνία πάνω στα μεγάλα ζητήματα, στον ρόλο της εργασίας και την κατεύθυνση της οικονομίας. Με συγκεκριμένο σχέδιο για την αειφόρο πράσινη ανάπτυξη και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό. Πως θα ψηφιοποιήσουμε, επί παραδείγματι, την τουριστική βιομηχανία με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ώστε το τελικό τουριστικό προϊόν (στο σύνολο αλλά και τα μερικά εντός του) να είναι ανταγωνιστικά και ταυτόχρονα να μπορούν να προσφέρουν αξιοπρεπείς μισθούς (κάλυψη της αγοραστικής δύναμης πάνω από το 80%) και να βασίζονται στην εγχώρια παραγωγή, ενδυναμώνοντας παράλληλα την ελληνική γεωργία; Με ποια κίνητρα θα επιστρέψουν όσοι ζουν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη και απολαμβάνουν εργάσιμη εβδομάδα των 35 ωρών και μισθούς που τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν συνθήκες ευεξίας και σταθερότητας για το μέλλον εκείνων και των παιδιών τους; Η στεγαστική κρίση, η ακρίβεια, ακόμα και η κρίση θεσμών έχει την βάση της στην παραγωγική διαδικασία και τον ρόλο της εργασίας. Και αυτό οφείλουμε πρώτιστα και κυρίαρχα να αναδείξουμε.
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.dnews.gr