Για να λύσουμε ή μη λύσουμε προβλήματα; Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ

Οι λεκτικές αντιδράσεις της Αθήνας στις τελευταίες ( προσχηματικές ή μη) φιλοευρωπαικές δηλώσεις της Άγκυρας αναδεικνύουν για μία ακόμη φορά τη μοναδική ικανότητα μας   να μετατρέπουμε  κατακτήσεις  που αρχικά επιδιώξαμε (και) ως πλαίσιο  για την επίλυση προβλημάτων ως μέσα ακριβώς για το αντίθετο, για τη μη επίλυση των προβλημάτων!  Δύο κορυφαία παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά: η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982).  Η συμμετοχή της χώρας στην Ένωση επιδιώχθηκε στη δεκαετία του 1970 (κυρίως από τον Κ. Καραμανλή) για πολλούς λόγους όπως, μεταξύ άλλων,  εδραίωση δημοκρατίας, εκσυγχρονισμός της οικονομίας  αλλά και για την ενίσχυση της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας. Καθώς η ιδέα  ήταν ότι θα  αξιοποιούσαμε την ΕΕ   από μια θέση θεσμικής ισχύος για να επιλύσουμε τα μείζονα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής όπως αυτά  με Τουρκία και κυπριακό. Και ενώ γενικά  επωφεληθήκαμε εντυπωσιακά από  την Ένωση ,   την αξιοποιήσαμε πολύ διστακτικά και μάλλον άτσαλα    στην διαδικασία   επίλυσης  των  προβλημάτων  εξωτερικής πολιτικής .  Με κάποιες  εξαιρέσεις βέβαια   όπως  αυτή της περιόδου 1996-2004 όταν πράγματι επιχειρήσαμε να  αξιοποιήσουμε  την Ένωση (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ελσίνκι, 1999) με στόχο  να επιλύσουμε τις ελληνοτουρκικές διαφορές και προβλήματα. Κατά κανόνα όμως χρησιμοποιούμε την Ένωση με  την αδιέξοδη τιμωριτική   λογική .

Θέλουμε πρωτίστως η Ένωση «να τιμωρήσει»  την Τουρκία για την παραβατική της συμπεριφορά και γι’ αυτό σταθερά και επίμονα φωνάζουμε ζητώντας κυρώσεις και κυρώσεις χωρίς παράλληλα   κάποια  ουσιαστική δημιουργική πρόταση- πρωτοβουλία που θα συνέβαλε στην επίλυση των προβλημάτων.  Στην πρώτη περίοδο της συμμετοχής μας (1981-1995) επιδιώκαμε και επιβάλαμε εν πολλοίς τον αποκλεισμό της Τουρκίας από οποιαδήποτε δραστηριότητα της Ένωσης έστω και αν είχε σχέση με τη προστασία των…βατράχων. Αντιταχθήκαμε έτσι στο ξεπάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας (1986) αλλά και στην αίτηση ένταξής της (1987). Και τότε δεν ήταν ο αυταρχικός, επιθετικός Ερντογάν στην εξουσία αλλά ο μάλλον διαλλακτικός Τ. Οζάλ. Και τώρα φαίνεται ότι επανακάμπτουμε στην ίδια περίπου λογική. Αντιτιθέμεθα  όπως    π.χ. στη δυνατότητα συμμετοχής  της Τουρκίας  σε δράσεις αμυντικής πολιτικής (PESCO) ενώ η θέση μας θα έπρεπε να ήταν υπέρ της συμμετοχής μεν αλλά με συγκεκριμένες βέβαια προϋποθέσεις, ευνοϊκές για τα ελληνικά συμφέροντα και απόψεις.

Με την προσέγγιση όμως  αυτή κάθε άλλο παρά συμβάλλουμε στην επίλυση των προβλημάτων. Συμβάλλουμε στο ακριβώς αντίθετο (για να μην επεκταθούμε στο πώς χρησιμοποίησε η Αθήνα την ΕΕ στο θέμα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας – Β. Μακεδονίας).  Την ίδια ακριβώς προσέγγιση ακολουθεί και η Κύπρος. Αντί να αξιοποιήσει τη συμμετοχή στην Ένωση ως καταλύτη για την επίλυση του κυπριακού, την χρησιμοποίησε εν πολλοίς ως μέσο για τη μη επίλυση!  

Αλλά κάτι παρεμφερές έχουμε κάνει και με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αγωνιστήκαμε στη δεκαετία 1970 για να πετύχουμε ευνοϊκές ρυθμίσεις. Και εν πολλοίς τις πετύχαμε. Αλλά αντί να χρησιμοποιήσουμε τις ρυθμίσεις αυτές (π.χ. για ΑΟΖ) με τρόπο δημιουργικό για να επιλύσουμε τα προβλήματα,  διαβάζουμε νομικίστικα/λεγκαλίστικα  τη Σύμβαση ως εάν να είναι η Αγία Γραφή για να περιπλέξουμε και να μη λύσουμε τα προβλήματα.  Με αποτέλεσμα ευλόγως να διερωτάται κάποιος πόσο τελικά    ευεργετική είναι η Σύμβαση (ή μάλλον η “ανάγνωσή” της) για την Ελλάδα…

Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”