Για μια επανεκκίνηση της οικονομίας με κοινωνική συνοχή. Του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Μετά τη βαθιά ύφεση του 2020 η κυβέρνηση καλείται να ιεραρχήσει προτεραιότητες στην οικονομική της πολιτική. Η πιο σημαντική είναι η ασφαλής επανεκκίνηση της οικονομίας. Ο στόχος που πρέπει να τεθεί δεν πρέπει να περιοριστεί στο πότε θα επιστρέψουμε στο επίπεδο του ΑΕΠ του 2019 αλλά πως θα κατακτηθεί το επίπεδο στο οποίο θα βρισκόμασταν το 2022 και το 2023 αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση πανδημίας. Αυτό προϋποθέτει ότι για όσο διάστημα η ΕΚΤ διατηρεί την πολιτική χαμηλών επιτοκίων και η ΕΕ επιτρέπει δημοσιονομικές παρεμβάσεις χωρίς περιορισμούς η κυβέρνηση θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητά τους.
Μέχρι σήμερα, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν πέτυχαν να προστατέψουν την ελληνική οικονομία ή το εισόδημα των εργαζομένων. Σύμφωνα με μελέτη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου η Ελλάδα ήρθε πρώτη ως προς τις δαπάνες για την στήριξη των πληγέντων από την κρίση δαπανώντας 10,7% του ΑΕΠ με δεύτερη τη Γερμανία που δαπάνησε το 9,8% του ΑΕΠ. Παρά το μεγάλο μέγεθος των δαπανών η Ελλάδα είχε την τρίτη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη. Προφανώς οι δαπάνες δεν επελέγησαν με κριτήριο το πολλαπλασιαστικό τους αποτέλεσμα αλλά το πελατειακό. Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις απέτυχαν να αναπληρώσουν το χαμένο εισόδημα των εργαζομένων. Το ποσοστό αναπλήρωσης ήταν μόλις 42% κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 11η θέση. Προστατεύθηκαν όμως θέσεις εργασίας αντιτείνει η κυβέρνηση επικαλούμενη τη μείωση του ποσοστού ανεργίας. Αυτή η εξέλιξη δεν αποτυπώνει το γεγονός της αύξησης του μη ενεργού πληθυσμού κατά 75.000 άτομα το 2020. Πολλοί άνεργοι έπαψαν μέσα στην πανδημία να αναζητούν εργασία και δεν λογίζονται ως άνεργοι.
Η πραγματική εικόνα στο μέτωπο της απασχόλησης θα αποκαλυφθεί όταν αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης. Τότε οι επιχειρήσεις θα επαναπροσδιορίσουν τις ανάγκες τους υπό το πρίσμα των εξελίξεων στην οικονομία αλλά και των προοπτικών για τις ίδιες. Οι επιλογές τους αυτές θα καθορίσουν αν θα συνεχιστεί ή όχι η μείωση της ανεργίας και αν θα αυξηθεί ή όχι το ποσοστό απασχόλησης. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η στόχευση για ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν απαιτούν νέες δεξιότητες που δεν διαθέτουν όσοι χάσουν θέσεις εργασίας σε επιχειρήσεις που θα κλείσουν. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν χάσει τις όποιες δεξιότητες διέθεταν, γεγονός που καθιστά ακόμη δυσκολότερη την επιστροφή τους στην αγορά εργασίας.
Επομένως κρίσιμη παράμετρος για τη διασφάλιση της επανεκκίνησης της οικονομίας και τη μετάβαση σε βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης – πέρα από την προσέλκυση νέων επενδύσεων – είναι η επανακατάρτιση/αναβάθμιση των δεξιοτήτων εργαζομένων και ανέργων και η διευκόλυνση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει σχέδιο για την αναδιάρθρωση της οικονομίας, που αποτελεί και προϋπόθεση για τις κατευθύνσεις της αναγκαίας επανακατάρτισης.
Μια δεύτερη λοιπόν εξίσου σημαντική προτεραιότητα είναι η αναδιάρθρωση της οικονομίας με ορθή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε πέρα από πιο πράσινη και ψηφιακή να γίνει πιο ανθεκτική, δυναμική και συνεκτική. Τα σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης, χωρίς σχέδιο αναδιάρθρωσης της οικονομίας και κοινωνικούς στόχους είναι απλός κατάλογος έργων. Μετά από δυο κρίσεις σε μια δεκαετία το ζητούμενο για τη χώρα είναι η αξιοποίηση των πόρων στο πλαίσιο ενός σχεδίου με κοινωνική διάσταση που θα διασφαλίζει ότι τα οφέλη της επανεκκίνησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας θα διαχυθούν στο σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, οι στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβαδίζουν με τους στόχους για κοινωνική συνοχή που προσυπέγραψε η κυβέρνηση στην Κοινωνική Σύνοδο του Πόρτο αλλά δεν τους υπηρετεί το εθνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης που κατέθεσε.
Δημοσίευση από “TA NEA”