Γιατί τα άτομα προσχωρούν στον φασισμό; Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Πλάι στην έρευνα για τη φύση του ναζιστικού συστήματος, η Σχολή της Φρανκφούρτης ερευνούσε και τις ψυχικές δυναμικές που ωθούν τα άτομα να ταυτίζονται με τις φασιστικές ιδεολογίες.

Απόσπασμα εισήγησης του καθηγητή Πολιτικής ΦιλοσοφίαςΣτέφανο Πετρουτσιάνι με θέμα τις θεωρητικές ερμηνείες του φασισμού από τη Σχολή της Φρανκφούρτης:


Στη Σχολή της Φρανκφούρτης, ένας μακρόπνοος στοχασμός για τον φασισμό και τον ναζισμό αρχίζει όταν ο τελευταίος έχει ήδη κατακτήσει την εξουσία, και συγκεκριμένα με τις αναλύσεις του Φρίντριχ Πόλοκ για την οικονομική κρίση και τις τάσεις προς την αυταρχική ρύθμιση της οικονομίας (1933) και με το δοκίμιο του Χέρμπερτ Μαρκούζε «Η πάλη εναντίον του φιλελευθερισμού στην ολοκληρωτική αντίληψη του κράτους» (1934). Η προοπτική που διαγράφεται σε αυτή την πρώτη φάση είναι να ερμηνεύουν το αυταρχικό κράτος, παραμένοντας εντός ενός μαρξιστικού ορίζοντα, ως μια προσαρμογή της πολιτικής μορφής στους μετασχηματισμούς της οικονομίας και ιδιαίτερα στο τέλος της εποχής του ανταγωνιστικού φιλελευθερισμού και στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Την ίδια περίοδο, ωστόσο, αρχίζει να διαγράφεται και εκείνη που θα αποτελέσει μιαν από τις πιο πρωτότυπες πλευρές του στοχασμού της Σχολής της Φρανκφούρτης για τον φασισμό, δηλαδή η διερώτηση για το ποιες είναι οι βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και στο ασυνείδητο τάσεις, που οδηγούν τα άτομα να προσχωρούν στις φασιστικές πολιτικές ιδεολογίες και να ακολουθούν τους «ηγέτες». Αυτό είναι το θέμα της πρώτης μεγάλης διεπιστημονικής έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Ερευνα της Φρανκφούρτης, οι «Μελέτες για την εξουσία και την οικογένεια», οι οποίες θα δημοσιευτούν το 1936 στο Παρίσι, όπου το Ινστιτούτο είχε μεταφερθεί μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζιστές.

Στον μεγάλο αυτό τόμο, ο βαθύτερος στοχασμός για την ψυχολογία του αυταρχισμού είναι εκείνος του ψυχαναλυτή Εριχ Φρομ, που υπογράφει το «κοινωνιοψυχολογικό» μέρος της έρευνας, όπου εδραιώνεται μια ορισμένη διασύνδεση ανάμεσα σε κοινωνική κρίση, πατριαρχική οικογένεια, ανάπτυξη του σαδομαζοχιστικού χαρακτήρα και συναίνεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Ηδη από αυτή την πρώτη ματιά στις απαρχές του στοχασμού της Σχολής της Φρανκφούρτης για τον φασισμό, προκύπτει ότι αυτός εκδηλώνεται κυρίως ως προσπάθεια να απαντηθούν δύο θεμελιώδη ερωτήματα: ένα κοινωνιολογικό ή κοινωνικοοικονομικό ερώτημα, το πώς δηλαδή να ορίσουμε την κοινωνική διάταξη που δημιουργούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ιδιαίτερα ο εθνικοσοσιαλισμός, και ένα κοινωνιοψυχολογικό ερώτημα, το ποιες δηλαδή εσωτερικές δυνάμεις και ποιες ασυνείδητες δυναμικές ωθούν τα άτομα να υποστηρίζουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πρόκειται για δύο θεμελιώδη ερωτήματα, για τα οποία οι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης μπόρεσαν να γράψουν αμέτρητες σελίδες, ακόμη και να συγκρουστούν θεωρητικά μεταξύ τους.

Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι πλάι στα δύο αυτά ερωτήματα απουσιάζει ένα άλλο εξίσου σημαντικό, το οποίο, αντίθετα, είναι αρκετά περισσότερο παρόν στους στοχασμούς του Γκράμσι για τον φασισμό: Ποιοι είναι οι ιστορικοί παράγοντες που καθόρισαν την πολιτική επικράτηση των φασιστικών ή ναζιστικών καθεστώτων στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες;

Στην πρώτη φάση, η ερμηνεία του φασισμού από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, που διατυπώνεται στο προαναφερθέν δοκίμιο του Μαρκούζε του 1934, υπογραμμίζει με πρόθεση πολεμικής ότι ο φασισμός δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως άρνηση της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, αλλά μάλλον ως προϊόν της ή έκβασή της. Η ιδέα άλλωστε ότι το οικονομικό σύστημα άρχιζε να παίρνει τη μορφή ενός οργανωμένου καπιταλισμού, με μια κρατική παρέμβαση πολύ ευρύτερη σε σχέση με εκείνη της φιλελεύθερης εποχής, ήταν σίγουρα μια πεποίθηση πολύ διαδεδομένη στην περίοδο του μεσοπολέμου.

Στα ίδια χρόνια, ο Γκράμσι σημείωνε στα «Τετράδια της φυλακής» ότι «ο αμερικανισμός και ο φορντισμός προκύπτουν από την πιεστική αναγκαιότητα να φτάσουν στην οργάνωση μιας προγραμματισμένης οικονομίας». Στη Σχολή της Φρανκφούρτης, ωστόσο, μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1930 και των αρχών της δεκαετίας του 1940, αυτή η θεματική θα αναπτυχθεί σε ακραίο βαθμό, δηλαδή ώς τη διατύπωση μιας έννοιας «κρατικού καπιταλισμού» από τον Φρίντριχ Πόλοκ, στο δοκίμιό του «State Capitalism» (1941), και θα επαναληφθεί και στη σκέψη του Χορκχάιμερ. Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται στη Σχολή της Φρανκφούρτης βαθιές διαφοροποιήσεις.

Ενώ ο Χορκχάιμερ υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις του Πόλοκ (με τον οποίο άλλωστε τον συνέδεε πάντοτε βαθιά φιλία), πολλοί άλλοι μελετητές της ομάδας τις αμφισβητούν ριζικά. Μεταξύ αυτών, στην πρώτη γραμμή είναι ο Φραντς Νόιμαν, πολιτειολόγος και συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα έργα για τη ναζιστική Γερμανία, του «Βεεμώθ» (το όνομα ενός βιβλικού τέρατος το οποίο είχε αναφέρει ο Χομπς), που θα δημοσιευτεί το 1942.

Σύμφωνα με τον Νόιμαν, δεν έχει νόημα να κολλάμε στη ναζιστική Γερμανία την ετικέτα του «κρατικού καπιταλισμού» και είναι εσφαλμένο να περιγράφουμε την εξουσιαστική διάταξη του Ράιχ ως κάτι το μονολιθικό. Αντίθετα, η γεωγραφία της εξουσίας στη ναζιστική Γερμανία χαρακτηριζόταν από την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον δυνάμεων, που δεν είναι εντελώς ομόφωνες, αλλά αντίθετα παλεύουν βίαια για την ηγεμονία: μεγάλο κεφάλαιο, ναζιστικό κόμμα, στρατός και γραφειοκρατία.

Γι’ αυτό, παράδοξα, ο Νόιμαν φτάνει να θεωρεί το Ράιχ σχεδόν ως «μη κράτος»· με την έννοια ότι, όπως διευκρινίζει ο Μαρκούζε σε ένα δοκίμιο του 1942 («Κράτος και άτομο στον εθνικοσοσιαλισμό»), αν ως κράτος εννοούμε έναν οργανισμό που έχει μια δική του ανεξαρτησία σε σχέση με τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις, αυτό δεν ισχύει πλέον για το ναζιστικό κράτος.

Πλάι όμως στην έρευνα που απέβλεπε στο να χαρακτηρίσει τη φύση του ναζιστικού συστήματος, η Σχολή της Φρανκφούρτης συνέχιζε και στη δεκαετία του 1940 την έρευνα για τις ψυχικές δυναμικές που ωθούν τα άτομα να ταυτίζονται με τις φασιστικές ιδεολογίες και να σαγηνεύονται από την αντισημιτική προπαγάνδα.

Οι κυριότεροι σταθμοί αυτής της εργασίας είναι το κεφάλαιο για τον αντισημιτισμό της «Διαλεκτικής του Διαφωτισμού» των Αντόρνο Χορκχάιμερ (έργο που ολοκληρώθηκε το 1944 αλλά δημοσιεύτηκε το 1947), οι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες του Αντόρνο για τους φασίστες αγκιτάτορες που δρούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι λόγοι των οποίων αναλύθηκαν από τον φιλόσοφο με τη βοήθεια της φροϋδικής ψυχανάλυσης, και το μεγάλο συλλογικό έργο του 1950 για την «Αυταρχική προσωπικότητα».

Πρόκειται για κείμενα που δεν έχουν μόνον ιστορική αξία, αλλά έχουν και επίκαιρο νόημα, επειδή συμβάλλουν στην αποκρυπτογράφηση εκείνων των παρορμήσεων της εχθροπάθειας, της μνησικακίας και της περιφρόνησης του άλλου, που βρίσκουν πάντοτε κάποιον πολιτικό επιχειρηματία έτοιμο να επενδύσει σε αυτές. […]

ℹ️ Από τις 19 ώς τις 21 του περασμένου Μαΐου, έγινε στη Βενετία ένα διεθνές θεωρητικό-πολιτικό συνέδριο, οργανωμένο από το Κέντρο Κριτικής και Πολιτικής Θεωρίας του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari. Μελετητές από διάφορες χώρες επιχείρησαν να συγκρίνουν την γκραμσιανή παράδοση με εκείνη της Σχολής της Φρανκφούρτης, συζήτησαν δηλαδή για τα δύο θεωρητικά ρεύματα που συνέβαλαν περισσότερο ίσως από κάθε άλλο στην ανανέωση της μαρξιστικής σκέψης του 20ού αιώνα. Ενας από τους εισηγητές ήταν και ο Στέφανο Πετρουτσιάνι, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης.

Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”