Γαλλικές εκλογές: Η αμφισβήτηση της κανονικότητας. Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΠΑΤΖΕΛΗ

Πέρα και έξω από τα τελικά εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία, δύο νέοι πολιτικοί συνασπισμοί, Ensemble και NUPES, αναμετρήθηκαν και γίνονται πρωταγωνιστές για την αλλαγή της αντιπροσώπευσης σε μια παραδοσιακή δημοκρατία, όπως αυτής της γαλλικής, οι αλλαγές της οποίας ιστορικά σηματοδοτούν γενικότερες ευρωπαϊκές και διεθνείς μεταρρυθμίσεις.

Μετά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση ξεκαθαρίζει με ποιον θα συγκυβερνήσει ο πρόεδρος Μακρόν, αλλά δεν μπορούν να βγουν καθαρά συμπεράσματα για την πραγματική δυναμική του κάθε συνασπισμού.

Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών φαίνεται όμως ότι αμφισβητούν την κανονικότητα, κυρίως με τριχοτόμηση του πολιτικού σκηνικού που έγινε ιδιαίτερα ορατή στις προεδρικές.

Μια γαλλική κοινωνία, της ευημερίας, του πατριωτισμού, της ασφάλειας, της προσβασιμότητας, της αποδοχής του δυισμού της κοινωνίας, του αισθήματος της κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα μετά από το Brexit, της εσωτερικής της αντοχής στα τρομοκρατικά κτυπήματα, της κοινής αποδοχής των μεγαλόπνοων ευρωπαϊκών παρεμβάσεων του πρόεδρου της Μακρόν, ξαφνικά αρχίζει να περιθωριοποιείται, να συντηρητικοποιείται.

Η «γραβατομένη» άκρα δεξιά βρίσκει πατήματα σε μια φοβική, κλειστή, κοινωνία, ενώ πλέον προκλητικά συμμετέχει και στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μπορεί να βάζει τους δικούς της όρους, εφόσον οι θεσμοί της ΕΕ είναι εγκλωβισμένοι στην αναποφασιστικότητα και την εθνική τους πολυφωνία.

Κατοχυρώνεται η «δεσπόζουσα» θέση της αποχής σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και στη Γαλλία. Σε μια χώρα που τα παραδοσιακά κινήματα, η ενεργοποίηση των πολιτών δεν έχουν αποδυναμωθεί κατά τη διάρκεια των αλλεπαλλήλων κρίσεων, δείχνει ότι η απογοήτευση των πολιτών δεν εκφράζεται κομματικά, παρά τις προσπάθειες συγκρότησης συνασπισμών για την διατήρηση ή και την ενίσχυση της βουλευτικής τους εκπροσώπησης.

Η Γαλλία είναι ένα case study θεσμικού, δομικού, οικονομικού και πολιτικού μετασχηματισμού που οι συμμαχίες, με σκοπό τη διακυβέρνηση της χώρας, έγιναν προεκλογικά. Δεν ακολούθησαν την προσφιλή πολιτική πρακτική της Γερμανίας, όπου προσφάτως οι Σοσιαλδημοκράτες συνεργαστήκαν βάσει προγραμματικών συμφωνιών με άλλα πολιτικά κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, διότι δεν είχε διασφαλιστεί η αυτοδυναμία τους.

Και οι δύο όμως «πολιτικές πρακτικές» απαιτούν τόλμη. Αφενός για να πεισθεί το εσωτερικό του κάθε κόμματος, εφόσον η αποδυνάμωση των ίδιων των κομμάτων μέχρι σήμερα φαίνεται ότι είναι εγκάρσια. Ανάλογη, των κρίσεων που διαμορφώνονται στα επιμέρους συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που εκπροσωπούν ή που συσπειρώνουν συγκυριακά. Αφετέρου για να «διασφαλιστεί» η ίδια η κοινωνία η οποία, μπορεί να δίνει εκλογικά το μήνυμα της αβεβαιότητας και της έλλειψης απόλυτης εμπιστοσύνης για ένα κόμμα, δεν παύει όμως να είναι «κριτής» εκ του ασφαλούς σε θέματα συνεργασιών για τη διακυβέρνηση του τόπου αλλά και διεκδικητής των προτεραιοτήτων της, εφόσον αυτά δεν προωθούνται.

Με την «ενεργητική» αυτή παθητικότητά της, η ίδια η κοινωνία δρομολογεί εξελίξεις, ελέγχει συνεχώς τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες και την ίδια την διακυβέρνηση. Αποδυναμώνει παλιά και νέα σχήματα αλλά και συμμαχίες. Την κοινωνία, τους πολίτες της σημερινής εποχής, τους ενδιαφέρει το αποτέλεσμα…

Στάση που, φυσικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί μετρήσιμη και υπολογίσιμη για τον σχεδιασμό του πολιτικού και ιδεολογικού βηματισμού ενός κόμματος και δη ενός πολιτικού συνασπισμού για τη βιωσιμότητα του οποίου προαπαιτείται συμφωνία επί των πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που θα σηματοδοτήσουν ότι είναι ο νέος πόλος.

Οι εξαγγελθείσες κομματικές συμμαχίες σε άλλες χώρες δεν μπορεί να κρίνονται κάτω από πρίσμα μιας εθνικής ομφαλοσκόπησης. Η δομή της δημοκρατίας και η εμπέδωσή της στην ίδια την κοινωνία δεν μπορεί να αντιγραφεί. Μπορεί συνταγματικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις να εξετασθούν, να αναλυθούν και να γίνει μια προσομοίωσή τους σε εθνικό επίπεδο. Όπως εκείνων των βασικότερων. Πότε γίνονται εκλογές σε σταθερή βάση, ποιο είναι το εκλογικό σύστημα, ποιο είναι το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας.

Είναι τα αυτονόητα θεσμικά ζητήματα που θέτουν τους αντικειμενικούς όρους πολιτικού διαλόγου. Ζητήματα που δεν είναι δυνατόν να υποκαθίστανται από κρυφές και δημόσιες δημοσκοπήσεις για να βρεθεί εκείνο το timing που εκλογικά θα διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία ενός κόμματος επειδή θα βρει πιο χαλαρό ή και πιο φοβικό το εκλογικό σώμα. Ούτε οι συμφωνίες και συμμαχίες για τη διακυβέρνηση της χώρας να κτυπιόνται επικοινωνιακά με «βαλλιστικούς πυραύλους», ούτε να θεωρεί κάποιο κόμμα ότι πρωτεύει, γιατί δεν έχει αντίλογο. Διότι τότε «ό,τι σπέρνεις, αυτό θερίζεις». Όπως της «σιωπηλής» κοινωνίας!

Ένας ανθεκτικός πολιτικός μετασχηματισμός που θα επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας, αντιμετωπίζοντας τον κυκεώνα των σημερινών διεθνών, ευρωπαϊκών γεωπολιτικών εξελίξεων, των συγκλονιστικών ανακατανομών και καταμερισμών της οικονομίας, απαιτείται απεγκλωβισμός του από την κανονικότητα εκείνης των προ κρίσεων. Απαιτείται «αρετή και τόλμη» θέσεων για τη συλλογική εγκαθίδρυση της νέας κανονικότητας της Δημοκρατίας και της Συνοχής.

Αναδημοσίευση από “athensvoice.gr”