Βιομηχανία ή υπηρεσίες; Το λάθος δίλημμα. Του ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ

Η εξαγγελία από τον πρόεδρο Μπάιντεν ενός σημαντικού πακέτου για τη διευκόλυνση της μετάβασης της αμερικανικής βιομηχανίας προς καθαρές μορφές ενέργειας και περιβαλλοντική βιωσιμότητα δημιούργησε ανησυχίες για τις επιπτώσεις της στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Ο Τζο Μπάιντεν για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες που προγραμματίζει ακυρώνει ισοδύναμες γενικές φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων που είχε παραχωρήσει ο Tραμπ. Αν γίνει έτσι, η δημοσιονομική επίδραση θα είναι μηδενική, ενώ η στήριξη θα συνδέεται με εξειδικευμένους στόχους και δεν θα είναι απλώς αυξημένα κέρδη. Η Γερμανία, επίσης, προχώρησε στην εξαγγελία ενός τριετούς σχεδίου στήριξης της βιομηχανίας της, για να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, ύψους 200 δισ. ευρώ. Παράλληλα, αναδείχθηκαν και πιέσεις για μια γενικότερη ευρωπαϊκή παρέμβαση, στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Στην Ελλάδα, σημειώθηκε η πρόσφατη παρέμβαση της βιομηχανίας στον πρωθυπουργό για τα σημαντικά προβλήματα ενεργειακού κόστους, με αίτημα την κρατική στήριξη. Το ενεργειακό κόστος είναι μακροχρόνιο πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας. Επιπλέον, γίνεται μεγαλύτερο και εξαιτίας των πολιτικών παρεμβάσεων στον ενεργειακό τομέα. Εφόσον οι κυβερνήσεις έχουν ευθύνες για το κόστος της ενέργειας σε επιχειρήσεις και καταναλωτές (ΔΕΗ, τρόπος υπολογισμού τιμών κ.ά.), πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.

Σήμερα, για άλλη μία φορά (μετά το 1973-74, το 1979-80, τη δεκαετία 1980, μετά το 2009), η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές απειλές. Μέσα σε σαράντα χρόνια, η συμβολή της στο ΑΕΠ από 21% το 1981 έπεσε στο 9% το 2021. Η αποβιομηχάνιση σε όφελος των υπηρεσιών είναι λάθος να θεωρείται σαν μια στατιστική αλλαγή στα μερίδια των δύο αυτών τομέων στο ΑΕΠ. Σήμαινε δύο σημαντικές ποιοτικές ανατροπές. Η πρώτη αφορά την αδυναμία μας στο να αποτρέψουμε μια τόσο μεγάλη πτώση, που θέτει τη χώρα στην τέταρτη χαμηλότερη θέση στην Ε.Ε., μετά τη Μάλτα, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Η δεύτερη ήταν ότι τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες έχουμε μια κοινή αδυναμία: την ισχνή παρουσία των στοιχείων της γνώσης, της τεχνογνωσίας, του τεχνολογικού υποβάθρου και της καινοτομίας, που καθορίζουν σήμερα διεθνώς την ανταγωνιστική βάση κάθε χώρας. Η Ελλάδα στα σαράντα αυτά χρόνια έχει προχωρήσει, αλλά και έχει μείνει πίσω, καθώς πολλές άλλες χώρες έχουν προχωρήσει με άλματα. Ετσι, τον ρόλο της βιομηχανίας πρέπει να τον δούμε από μια οπτική που ξεπερνάει τη σημερινή συγκυρία. Διαφορετικά, θα φτάνουμε ξανά και ξανά σε νέα σοβαρά προβλήματα που κάθε φορά θα φαίνεται ότι προκαλούνται από τη συγκυρία, ενώ έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα.

Πρακτικά, η διάκριση βιομηχανίας και υπηρεσιών δεν έχει πια την ίδια σημασία όπως σε παλαιότερες εποχές. Η υπεροχή της βιομηχανίας οφειλόταν στη συγκριτικά υψηλή παραγωγικότητά της, στις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της και στη δυναμική της. Πλέον, η ενσωμάτωση ισχυρών μορφών γνώσης και τεχνολογίας σε πολλές και νέες μορφές υπηρεσιών έχει οδηγήσει, ώστε η παραγωγικότητά τους να ξεπερνάει την παραγωγικότητα της βιομηχανίας. Βιομηχανία και υπηρεσίες παίζουν συναφείς και συμπληρωματικούς ρόλους στην εξέλιξη μιας οικονομίας, που έχουν πολύπλοκες αλληλοσυνδέσεις. Ομως, στην Ελλάδα, η κλαδική σύνθεση και η παραγωγικότητα τόσο της βιομηχανίας όσο και των υπηρεσιών δείχνει μια εξαιρετικά σοβαρή ασυμμετρία μεταξύ βιομηχανίας και υπηρεσιών, ότι, ακόμη, ο τομέας των υπηρεσιών ως σύνολο έχει συγκριτικά χαμηλότερη παραγωγικότητα από τη βιομηχανία, και, επιπλέον, ότι η παραγωγικότητα και στους δύο τομείς υστερεί σημαντικά από αυτήν σε ανεπτυγμένες ή ανάλογες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία). Τουρισμός ή εμπόριο έχουν χαμηλή επίδραση σε σύγκριση με τηλεπικοινωνίες, δραστηριότητες στην πληροφορική ή σε άλλες υπηρεσίες. Πωλήσεις ακινήτων με εισαγωγή κεφαλαίου –πώληση των ασημικών– φέρνουν εισόδημα, αλλά όχι ανάπτυξη, εκτός αν οδηγούν σε νέες επενδύσεις. Επιπλέον, αρκετές υπηρεσίες από τη φύση τους δεν εξάγονται και, συνεπώς, δεν μπορούν να αποτρέψουν τη συνεχή επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών που επιβαρύνει επικίνδυνα την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθορίζουν τη μακροχρόνια εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, η μέση ετήσια αύξηση της οποίας την εικοσαετία 2000-2019 ήταν για την Ελλάδα αρνητική, έναντι σημαντικά μεγαλύτερης αυξητικής μεταβολής στην Ε.Ε.-19 και σε Πορτογαλία και Ισπανία, που αποτελούν δύο λογικά συγκρίσιμες περιπτώσεις. Κάποιος θα πει, μα είχαμε κρίση στα 12 από τα 20 αυτά χρόνια. Ακριβώς. Η κρίση που είχαμε ήταν και αυτή αποτέλεσμα των εσωτερικών αδυναμιών τόσο του παραγωγικού συστήματος όσο και του τρόπου διακυβέρνησης.

Η χαμηλή παραγωγικότητα στην Ελλάδα έχει άλλη μία εξαιρετικά καθοριστική επίδραση: τη μακροχρόνια καθήλωση των αμοιβών των εργαζομένων σε χαμηλά επίπεδα, τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις και τη μετανάστευση. Το ποσοστό των εργαζομένων με ακαθάριστες αμοιβές κάτω από 1.200 ευρώ (άρα καθαρές κάτω από 1.000 ευρώ) είναι περίπου 63% του συνόλου. Αυτό είναι άλλο ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, που δεν γίνεται να συζητηθεί στο πλαίσιο αυτό.

Ομως, το κεντρικό στοιχείο που διαφοροποιεί τις στρατηγικές άλλων ανεπτυγμένων χωρών από την Ελλάδα, είτε στη βιομηχανία είτε στις υπηρεσίες, δεν είναι μόνο στους ποσοτικούς, αλλά κυρίως στους ποιοτικούς στόχους. ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ν. Κορέα και άλλες χώρες, μέσα από προγράμματα παραγωγικού μετασχηματισμού, προσβλέπουν σε ένα άλμα προς το μέλλον: στην ανάδειξη νέων δραστηριοτήτων στενά συνδεδεμένων με προωθημένες τεχνολογίες, καινοτομίες, την κλιματική αλλαγή, τα ενεργειακά, γενικά τις μεγάλες αλλαγές και απειλές που διαγράφονται. Δίνουν βάρος στο αύριο αντί στην εμμονή της συντήρησης με κάθε κόστος του παλιού. Στην Ελλάδα, η αδυναμία μας να δημιουργήσουμε νέους κλάδους και σοβαρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, οδηγεί στο να επικεντρώνουμε στη συντήρηση του παρελθόντος (προβληματικές επιχειρήσεις τις δεκαετίες 1970 και 1980, κλυδωνιζόμενες δημόσιες επιχειρήσεις σε κάθε περίοδο, κόκκινα δάνεια και διάσωση επιχειρήσεων που δεν θα τα αποπληρώσουν ποτέ), πληρώνοντας βαρύ τίμημα: την αδυναμία άσκησης πιο αποτελεσματικών κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών. Δεν έχουμε κανένα ιστορικό για τη δημιουργία νέων παραγωγικών δομών μέσα από κρατικές πολιτικές σε κανένα πεδίο (ενεργειακά, ιατρική τεχνολογία, φαρμακοβιομηχανία, αγροτικά, κλιματική αλλαγή κ.ά.). Αν κάνω λάθος, θα πρόκειται για εξαιρέσεις. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), που συζητούνται έντονα, είναι ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα ιδιωτικών πρωτοβουλιών, αλλά έχουν ακόμη οριακό βάρος στη λειτουργία της οικονομίας.

Υπάρχει και µία ακόµη διαφορά. Οι ανεπτυγµένες χώρες κατανοούν τη σημασία της επενδυτικής δραστηριότητας αντί της κατανάλωσης για την εξέλιξη του παραγωγικού τους συστήματος. Η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης έχει ανατρέψει τις ισορροπίες μεταξύ της ενίσχυσης της παραγωγικής της βάσης και της αναδιανομής και έχει ρίξει ασύμμετρο βάρος της πολιτικής στην κατανάλωση. Μπορεί κανείς να προβληματιστεί για τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής: πόσο ενισχύει την κοινωνική προστασία και γιατί περιοδικά οι μακροοικονομικές ανισορροπίες μας αναδεικνύονται ξανά και ξανά σε κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής και της κοινωνίας, ρίχνοντας πίσω το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων νοικοκυριών.

Η πραγματικότητα αυτή είναι σε ευθεία αντίθεση με την πράγματι ελκυστική, αλλά εξωπραγματική, ιδέα ότι μπορούμε να καλπάσουμε προς την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Θεωρητικά ναι. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι τσακιστήκαμε και εγκαταλείψαμε τον αγώνα ήδη για τη δεύτερη. Αυτό δεν προδικάζει την αποτυχία. Επισημαίνει, όμως, τρία σημεία: ότι η συμμετοχή μιας χώρας σε κρίσιμους αναπτυξιακούς μετασχηματισμούς δεν γίνεται χωρίς υπόβαθρο, χωρίς θυσίες, χωρίς εξειδικευμένους στόχους, χωρίς επένδυση σε νέες γνώσεις και νέες τεχνολογίες, ότι μειώσεις φορολογίας α λα Τραμπ δεν έχουν αναπτυξιακό αποτέλεσμα, και ότι το ιστορικό μας δεν κάνει πιθανές τέτοιες προσδοκίες.

Τελικώς, το ερώτημα είναι πώς δεν θα ξεμείνουμε. Για δεκαετίες, κυβερνήσεις και βιομηχανικός κόσμος δεν θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων χωρών ή της Ε.Ε. Για πολλούς λόγους, η Ελλάδα χρειάζεται τη βιομηχανία, όπως και τις υπηρεσίες έντασης τεχνολογίας. Χωρίς μια κρίσιμη μάζα βιομηχανικής βάσης και προηγμένων υπηρεσιών, η χώρα θα πηγαινοέρχεται μεταξύ ελλειμμάτων και πρόσκαιρων αναπνοών. Η σημερινή χαμηλή παραγωγικότητα βιομηχανίας και υπηρεσιών σημαίνει ότι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης είναι αδύνατο να επιτευχθούν σε συστηματική βάση. Αυτό εξηγεί και τους πλάγιους τρόπους που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν προκειμένου να πετύχουν –πρόσκαιρα– λίγο μεγαλύτερη μεγέθυνση ή εισοδήματα: υπερδανεισμός, ευρύτατη πώληση ακίνητης περιουσίας σε μη ελληνικούς φορείς, φοροδιαφυγή.

Το πώς, βέβαια, θα επιτευχθεί η ενίσχυση της βιομηχανίας ή τεχνολογικά προηγμένων υπηρεσιών θέτει σημαντικά προαπαιτούμενα για την πολιτική και την επιχειρηματικότητα. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί σε άρθρα τέτοιας μορφής ή με επικοινωνιακού τύπου επιφανειακές αναλύσεις, που απέτυχαν συστηματικά. Το να επισημάνει κανείς τη σημασία της εκπαίδευσης, της έρευνας, της έμφασης σε νέα δυναμικά πεδία και άλλα παρόμοια καταντά γενικόλογο, κοινότοπο και άχρηστο. Την Ελλάδα τη χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα παραγωγικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων από πολύ περισσότερες χώρες απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν. Τα χάσματα αυτά δεν καλύπτονται σε πέντε ή και δέκα χρόνια και, με τις σημερινές συνθήκες, έχουν πολύ πιο σοβαρές συνέπειες απ’ ό,τι φαίνεται. Σημαίνει αυτό εγκατάλειψη; Σημαίνει ανάγκη για μεγαλύτερη υπευθυνότητα, αναπτυξιακή εμμονή, επιλεκτικότητα, σχεδιασμό και μορφές πολιτικής υπέρβασης.

Αναδημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”