Βασικός μισθός 751 ευρώ είναι μια βάση – Τι πήραν οι επιχειρήσεις Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΓΑ

Η έκρηξη της ακρίβειας αιφνιδίασε την κυβέρνηση. Μόλις πριν δύο μήνες (αρχές Ιουλίου) σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο έκανε την εκτίμηση ότι μια αναπροσαρμογή του βασικού μισθού κατά 2% (13 ευρώ μεικτά το μήνα) και μάλιστα όχι αμέσως, αλλά από το 2022, είναι μια ικανοποιητική «αύξηση».

Μάλιστα ο υπουργός επί της Εργασίας Κ.Χατζηδάκης προέβλεψε ότι λόγω αποπληθωρισμού (sic), οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Τελικά οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να λαμβάνουν 650 ευρώ το μήνα μεικτά, ενώ στην Ισπανία ξεπερνούν τα 950 ευρώ. Και πάνω από 660.000 μισθωτοί λαμβάνουν λιγότερα από 400 € το μήνα (μερική απασχόληση, διαλείπουσα εργασία). Κάτι που όχι απλώς δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής περιθωριοποίησης, αλλά προκαλεί κρίση παραγωγής στην χώρα: οι αργαζόμενοι δεν μπορούν να αγοράσουν τα προϊόντα που παράγουν! Οι τιμές στα Σουπερ Μάρκετ, στην ενέργεια σε κάθε οικονομική δραστηριότητα πήραν φωτιά. Και απειλούν να… κάψουν το κυβερνητικό αφήγημα περί ισχυρής εκτίναξης της οικονομίας που αφήνει πίσω στην πτώση της πανδημίας.

Παγκόσμιο φαινόμενο-διαφορετική αντιμετώπιση

Οι πρώτοι που εντόπισαν το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι διάφοροι αμερικανοί οικονομολόγοι (Ρουμπινί κ.α.) οι οποίοι προέβλεψαν άνοδο άνω του 2% σε ετήσια βάση, κάτι που αποτελεί στόχο της Κεντρικής Τράπεζας (Fed) ώστε να κινείται σταθερά η οικονομία (αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών καθώς χρονιά με την χρονιά ανατιμώνται ονοματικά). Ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η οποία ανακοίνωσε στις 9/9/21 υποχώρηση στο ρυθμό αγοράς των κορονο-ομολόγων (πρόγραμμα PEPP το οποίο φαίνεται ότι θα λήξει τον προσεχή Μάρτιο του 2022).

Σε μακροοικονομικό επίπεδο ο πληθωρισμός και η υποχώρηση των παρεμβατικών κινήσεων των κεντρικών τραπεζών συνεπάγεται αύξηση των επιτοκίων κρατικού δανεισμού επ ωφελεία των τραπεζών, των θεσμικών Fund, των καταθετών και εις βάρος των επενδυτών και των υπερχρεωμένων χωρών. (Κατά κύριο λόγο της χώρας μας. Που σε ένα τέτοιο περιβάλλον ακόμη και απλώς… θετικών επιτοκίων δανεισμού θα δοκιμάσει εκ νέου μία κρίση χρέους εντός της ίδιας δεκαετίας).

Αλλά, επί του παρόντος πρέπει να δούμε τις επιπτώσεως στην καθημερινή-πραγματική οικονομία από την ακρίβεια στην αγορά και πώς αυτό το πρόβλημα, που δεν είναι μόνο κοινωνικό, αλλά και οικονομικό, αντιμετωπίζεται.

Αιτίες και επιπτώσεως

1. Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει. Κυρίως λόγω έκρηξης της κατανάλωσης, αποτέλεσμα και των πακέτων στήριξης παγκοσμίως (σ.σ. αυτό εντόπισαν πρώτα και οι αμερικανοί οικονομολόγοι, καλώντας των Μπάιντεν σε πιο… φειδωλές κινήσεις). Στη Ελλάδα το σχετικό πακέτο για την διετία προσεγγίζει το 30% του ΑΕΠ (40 δις), από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως.

2. Πρόσθετα, έσπασε λόγω πανδημίας η αλυσίδα παραγωγής (προσέλευσης των εργαζομένων, εφοδιαστική αλυσίδα κ.α.).

3. Επίσης είχαμε την τακτική του συμπιεσμένου ελατηρίου, που εκτινάχτηκε μετά από μια βύθιση της κατανάλωσης στο 15μηνο Μαρτίου 2020-Μαίου 2021.

4. Την συνεχιζόμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας (και κατανάλωσης) από τις εισαγωγές, παρά τις δραματικές παρεμβάσεις (σε μισθούς και συντάξεις) την δεκαετία 2010-19). Έτσι, κάθε φορά που «τσιμπάει» ο τουρισμός έχουμε έκρηξη των εισαγωγών (για την φιλοξενία των επισκεπτών…).

5. Την απουσία υπενδύσεων από το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο παρά τα κίνητρα και τους χαμηλούς μισθούς, άρα την διατήρηση του ελλείμματος παραγωγής και παραγωγικότητας της χώρας.

Τιμαριθμοποίηση των αμοιβών

Τα παραπάνω στοιχεία και κυρίως η έκρηξη στο (άκρως αρνητικό) ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών έχει δώσει πρόσκαιρα επιχειρήματα στην «επιχειρηματική τάξη» για να μην συζητά καν αναπλήρωση της εργατικού εισοδήματος που το κατατρώει ο πληθωρισμός. Δηλαδή την τιμαριθμοποίηση των αμοιβών.

Έτσι, αυτό που ισχύει σε κάθε ευνομούμενη καπιταλιστική χώρα, να αναπροσαρμόζονται δηλαδή οι αποδοχές ώστε να διατηρηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, εδώ προβάλλεται σαν μπαμπούλας κατάρρευσης της όποιας παραγωγικής διαδικασίας. Με αποκορύφωμα την παραίνεση του κεντρικού τραπεζίτη Γ.Στουρνάρα που προειδοποίησε «να μην παρερμηνευτεί η άνοδος του Πληθωρισμού» (σ.σ. μη μας «ξεγελάσει» η ακρίβεια και δοθούν αυξήσεις στους εργαζόμενους…).

Αν και οι αργαζόμενοι, εκτός από την αναπλήρωση των απωλειών, θα πρέπει να μετέχουν και στην αύξηση του εθνικού προϊόντος (ή να λαμβάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας), στην Ελλάδα συνεχίζεται η αδιέξοδη πολιτική των τελευταίων μνημονικών ετών:

Συρρικνώνουμε την εργατική αμοιβή προκειμένου να παράγουμε πιο φθηνά (να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων). Ωστόσο, όπως δείξαμε και παραπάνω με την έκρηξη στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών (και το τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο) , οι μειωμένοι μισθοί (25%-30% την περασμένη δεκαετία), δεν μετατρέπονται σε εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως:

Μισθοί και ανταγωνιστικότητα

-Καθώς το 65-70% των (ελληνικών) προϊόντων καταναλώνεται εσωτερικά, με την καθήλωση των αποδοχών μειώνεται η διάθεση (άρα και παραγωγή) προϊόντων. Δηλαδή συρρικνώνεται η εθνική παραγωγή και δε δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίες.

-Τα κέρδη από την μείωση της εργατικής αμοιβής δεν επενδύθηκαν, παρά έγιναν καταθέσεις, όπως και οι επιστρεπτέες προκαταβολές, που έν τινί μέτρω συνέβαλλαν στην έκρηξη του πληθωρισμού.

-Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν επηρεάζεται τόσο από τις αμοιβές, όπως δείχνει ο τουριστικός κλάδος, που είναι έντασης εργασίας και ο οποίος συνεχίζει να προοδεύει, αλλά από τις κλειστές στους μικρομεσαίους τράπεζες, την γραφειοκρατία, τα αργά ή ανύπαρκτα δίκτυα, τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, την έμμεση μισθολογική επιβάρυνση (φόροι, ασφάλιστρα) κ.α.

Τρόφιμα-Ενέργεια

-Η ελληνική οικονομία πλήττετε κυρίως από την ακρίβεια στο καλάθι της νοικοκυράς καθώς εισάγουμε μεγάλο ποσοστό τροφίμων, ενώ η εγχωρίως παραγόμενη (πράσινη) ενέργεια είναι πανάκριβη (καθώς βρίσκεται σε μετάβαση), ενώ τα ορυκτά καύσιμα επιβαρύνονται με τέλος άνθρακα. Γι’ αυτό και οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες για την επιδότηση στο πετρέλαιο θέρμανσης ή την μείωση των τελών στην συνδρομητική τηλεόραση, μόνο σαν κοροϊδία μοιάζουν. Το οικογενειακό τραπέζι στρώνεται με ελιές, κρέας, σαρδέλες, ψωμί και άλλα χρειώδη. Οι δε ανατιμήσεις στα καύσιμα επηρεάζουν κάθε προϊόν, ενόσω γεμίζουν τα κρατικά ταμεία από τον ΦΠΑ και τον ειδικό φόρο που μπαίνουν πάνω στην αρχική τιμή…

Γι’αυτό και είναι αναγκαία μια γενναία αναπροσαρμογή του βασικού μισθού. Του μόνου συντελεστή παραγωγής που είναι διατιμημένο στη χώρα μας (το ύψος τους καθορίζεται με κυβερνητική απόφαση). Πόσο μάλιστα όταν η, ανάλογης οικονομικής επιφάνειας και παραγωγικότητας, Ισπανία που έχει εισαγωγικό μισθό 950 ευρώ, σχεδιάζει μια σημαντική αύξηση προκείμενου να στηρίξει το εργατικό εισόδημα και να τονώσει την αναπτυξιακή διαδικασία. Ενώ η επιδότηση του ρεύματος θα ισχύσει μέχρι τουλάχιστον τον Μάρτιο του 2022, εν αντιθέσει με την χώρα μας όπου η ενίσχυση ολοκληρώνεται στις 31/12/2021.

Τι πήραν οι επιχειρήσεις

Σαν αρχή, η αναπροσαρμογή του βασικού μισθού στα προ δεκαετίας (2011) επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ είναι μια πρώτη κίνηση που, αφενός αναγνωρίζει το πρόβλημα της ακρίβειας και αφετέρου κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις σε καλύτερος επενδύσεις, κατάρτιση και εκσυγχρονισμό. Εξάλλου, η επιχειρηματική τάξη σε μεγάλο βαθμό (π)έτυχε φοροελαφρύνσεων (στο 22% η φορολογία στα κέρδη από 29%), μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και δωρεάν υπερωρίες με τη 10ωρη καθημερινή εργασία.

Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να κρατά καθηλωμένες τις αμοιβές υπέρ της, κακώς εννοούμενης, επιχειρηματικότητας θα αυξηθεί η ψαλίδα μεταξύ πολύ πλουσίων και φτωχοποιημένων εργατικών στρωμάτων και θα ενταθεί όχι μόνο η αμφισβήτηση απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά σε κάθε εθνικό στόχο.

Δημοσίευση από “ieidiseis.gr”