Από το Τορίνο στο Αουσβιτς. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Επιζήσας του Αουσβιτς, ο Πρίμο Λέβι (1919-1987), ήδη με το πρώτο βιβλίο του, το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» (1947), αλλά και με το σύνολο του έργου του, κατέθεσε την πιο συγκλονιστική μαρτυρία για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Το καλοκαίρι του 1973, ένας μαθητής Λυκείου, ο 15χρονος τότε Μάρκο Πενατσίνι, επισκέφθηκε τον Πρίμο Λέβι στο σπίτι του στο Τορίνο και μίλησε μαζί του. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από τη μαγνητοφωνημένη συνομιλία τους.
Πρίμο Λέβι, γιατί άραγε θέλησες να γράψεις το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος»;
Γιατί μόλις είχα επιστρέψει από την αιχμαλωσία και ένιωθα μια τρομερή ανάγκη να αφηγηθώ αυτά τα πράγματα, μια ανάγκη που γινόταν έμμονη ιδέα. Στο λάγκερ προσπαθούσα να αποθηκεύσω τα πάντα, να βάλω τα πάντα σε ένα είδος θήκης.
Τότε έβλεπες ήδη με ένα πιο αποστασιοποιημένο βλέμμα όλα όσα συνέβαιναν…
Οχι, δεν ήταν δυνατόν. Στο λάγκερ υπήρχε το πρόβλημα να επιβιώσεις. Ναι, είχα μια θολή ιδέα να επιβιώσω για να γράψω, αυτό ναι, θυμάμαι ότι το είχα πει σε κάποιον. Μάλιστα όταν ήμουν στο χημικό εργαστήριο και είχα ένα μολύβι και ένα τετράδιο έγραψα μερικές σελίδες.
Τις οποίες έπειτα έχασες…
Τις έχασα. Τις έγραψα έτσι, εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης να γράψω, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι έπειτα θα τις έχανα.
Βέβαια.
Ηταν όμως πολύ σημαντική τότε για μένα η δυνατότητα να γίνω ένας μάρτυρας, το αισθανόμουν ήδη από τότε. Οχι μόνον εγώ, αλλά λίγο-πολύ όλοι, όλοι εκείνοι με τους οποίους μιλούσα έλεγαν: «Είναι σημαντικό να επιβιώσουμε για να μπορέσουμε να αφηγηθούμε, έτσι ώστε ο κόσμος να μάθει αυτά τα πράγματα». Είχαμε πλήρη επίγνωση. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε τους εξερευνητές του λάγκερ. Δεν ήταν δυνατόν, υπήρχαν άμεσα ζητήματα, όπως εκείνο του να βρεις ένα κομμάτι ψωμί, να προστατευτείς, να σώσεις τη ζωή σου. Επομένως, εγώ και άλλοι αποθηκεύαμε αχόρταγα τα πάντα, όλες τις εμπειρίες. Και μάλιστα ρωτάγαμε ο ένας τον άλλον, για να γνωρίζει ο καθένας την ιστορία των άλλων. Και πράγματι, οι ιστορίες αυτές έπεφταν σε καλό έδαφος, επειδή αυτά τα πράγματα είναι αλησμόνητα. Εγώ ακόμα και τώρα θυμάμαι τα πρόσωπα ανθρώπων που είχα δει πριν από τριάντα χρόνια.
Τα πρόσωπα;
Τα πρόσωπα. Τόσο που όταν μου τυχαίνει, όπως πράγματι μου έτυχε, να ξαναβρώ κάποιον, τον αναγνωρίζω αμέσως και αυτός αναγνωρίζει εμένα. Αναγνώρισα, ξαναβρήκα τον Πίκολο, εκείνον στον οποίον απήγγειλα το «Ασμα του Οδυσσέα» (από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη), τον Ζαν.
Αυτή η συζήτηση για το «Ασμα του Οδυσσέα» έγινε αληθινά;
Δεν υπάρχει τίποτα το επινοημένο στο βιβλίο. Δεν υπάρχει τίποτα το επινοημένο, ούτε μια λέξη. Η μοναδική αυτοκριτική που θα μπορούσα να κάνω είναι το ότι δεν φώτισα αρκετά αυτή την πολιτική εγκυρότητα του βιβλίου.
Μιλάς για το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος»;
Αν δεν το είχα γράψει τότε, θα το έγραφα τώρα.
Θα το έγραφες όμως με τις ίδιες προθέσεις;
Οχι.
Σαν ένα ντοκουμέντο;
Οχι, θα το έγραφα πρώτα απ’ όλα με το ύφος ενός ανθρώπου που είναι τριάντα χρόνια μεγαλύτερος, και τριάντα επιπλέον χρόνια σημαίνουν πολύ περισσότερη εμπειρία και πολύ λιγότερη ζωτικότητα. Επομένως, δεν γνωρίζω τι θα προέκυπτε. Θα προέκυπτε κάτι εντελώς διαφορετικό. Προπάντων όμως, θα το έγραφα σήμερα με συγκεκριμένη αναφορά στον σημερινό φασισμό, που στο βιβλίο δεν υπάρχει. Οταν έγραψα το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» ο φασισμός είχε τελειώσει, δεν υπήρχε πλέον, ήταν φανερό όπως ο ήλιος ότι δεν υπήρχε. Είχε πραγματικά τελειώσει, είχε ενταφιαστεί, δεν υπήρχε ως πολιτικό κόμμα ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία. Αν το έγραφα όμως σήμερα, θα χρησιμοποιούσα το βιβλίο μου ως εργαλείο.
Θα το εργαλειοποιούσες, θα λέγαμε…
Ναι, ήδη το χρησιμοποιώ ως εργαλείο. Το κάνω όταν έρχονται τα παιδιά να μιλήσουμε. Τείνω να αποσαφηνίζω ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ξεκινάει από τις σφαγές στο Τορίνο το 1922 από τον Μπραντιμάρτε και καταλήγει στο Αουσβιτς. [Ο Μπραντιμάρτε ήταν ο επικεφαλής της ομάδας των φασιστών που, στις 18 Δεκεμβρίου του 1922, σκότωσαν 14 αντιφασίστες και κατέστρεψαν το Εργατικό Κέντρο στο Τορίνο.] Υπάρχει μια αρκετά φανερή συνέχεια.
Ναι, υπάρχει συνέχεια, αλλά εσύ είπες ότι η εξόντωση αφορά τους Γερμανούς, έτσι δεν είναι;
Μιλάμε για κάτι που επινοήθηκε στην Ιταλία και τελειοποιήθηκε στη Γερμανία.
Α! επινοήθηκε στην Ιταλία…
Οι πρώτες φασιστικές σφαγές είναι ιταλικές, έγιναν στο Τορίνο.
Νόμιζα ότι…
Η βιομηχανική εξόντωση είναι γερμανική. Η βία όμως για πολιτικούς σκοπούς σε αυτόν τον αιώνα είναι ιταλική επινόηση.
Κατάλαβα.
Ο φασισμός είναι ιταλική πατέντα. Η σφαγή του 1922 ήταν ένα ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους. Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει κάτι σχετικό.
Ναι, κάτι έχω διαβάσει.
Ο Μπραντιμάρτε πέθανε στο κρεβάτι του. Αθωώθηκε εξαιτίας της «έλλειψης αποδείξεων». Οταν έγραψα το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», ήμουν πεισμένος ότι άξιζε τον κόπο να τεκμηριώσω ορισμένα πράγματα, επειδή είχαν τελειώσει. Σήμερα δεν έχουν πλέον τελειώσει, χρειάζεται να μιλήσουμε ξανά γι’ αυτά.
Ας πούμε λοιπόν ότι θα το έγραφες με έναν τρόπο λιγότερο επιστημονικό και περισσότερο…
Οχι, νομίζω ότι δεν θα αφαιρούσα τίποτα, αλλά θα προσέθετα πολλά.
Α, καταλαβαίνω. Και γιατί δεν το κάνεις;
Γιατί δεν μπορεί να γράψει κανείς δυο φορές το ίδιο βιβλίο. Οπως σου έλεγα πριν, υπάρχει μια ευθεία γραμμή από τον Μπραντιμάρτε στο Αουσβιτς. Αυτή η γραμμή δεν τελειώνει στο Αουσβιτς, συνεχίζεται στην Ελλάδα, συνεχίστηκε στην Αλγερία με τους Γάλλους. Και συνεχίστηκε στη Σοβιετική Ενωση, μπορείς να το αρνηθείς;
Σχετικά με τα βιβλία «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» και «Η ανακωχή», πιστεύεις ότι χρησιμεύουν, ας πούμε, για να εκπαιδεύσουν μια ορισμένη συνείδηση;
Εξαρτάται από τον δάσκαλο. Το ίδιο το γεγονός ότι επιλέχθηκε αυτό το κείμενο αποδεικνύει ότι ο δάσκαλος έχει καλές προθέσεις, αλλά το τι θα προκύψει έπειτα δεν το ξέρω για να το πω. Εχω την εντύπωση ότι γενικά -επειδή έρχονται πολλά παιδιά εδώ ή μου τηλεφωνούν για να πληροφορηθούν- αυτά τα πράγματα τα αντιλαμβάνονται σαν απώτερο παρελθόν, σαν ένα αρχαϊκό κεφάλαιο, όπως ήταν οι γαριβαλδινοί ή όπως η Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή σαν κάτι πολύ μακρινό. Πράγματι, είναι αρκετά μακρινά στον χρόνο, αλλά μόνο στον χρόνο είναι μακρινά.
Με ποιο πνεύμα έγραψες το βιβλίο «Η ανακωχή»;
Εγραψα αυτό το βιβλίο το 1961-62, όταν είχε μόλις καταρρεύσει ο μύθος της μονολιθικής Ρωσίας, της Ρωσίας χώρας του σοσιαλισμού, της τέλειας Ρωσίας, που ήταν παράδεισος σύμφωνα με τους κομμουνιστές και κόλαση σύμφωνα με τους Αμερικανούς ή τους δικούς μας χριστιανοδημοκράτες. Ηταν δυο αντιλήψεις τόσο μανιχαϊκές, τόσο παράλογες, τόσο η μία όσο και η άλλη, που μου φαινόταν πολύ σημαντικό να την αφηγηθώ έτσι όπως την είχα δει. […]
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”