Από τη φιλία στη ρήξη. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Συμπληρώθηκαν φέτος εξήντα χρόνια από τον θάνατο του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) και σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Ζαν-Πολ Σαρτρ (1905-1980). Καμί και Σαρτρ συνδέθηκαν στενά με ισχυρούς δεσμούς πνευματικής φιλίας και η κατοπινή ρήξη τους προκλήθηκε από βαθιές πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες.
Ο Ρόναλντ Αρονσον, ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Wayne State University των Ηνωμένων Πολιτειών, μελέτησε τις σχέσεις τους και έγραψε το βιβλίο «Camus and Sartre. The Story of a Friendship and the Quarrel that Ended it» (University of Chicago Press, 2004). Σύμφωνα με τον Αρονσον, η πρώτη τους συνάντηση έγινε στο κατεχόμενο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1943, στην πρεμιέρα του θεατρικού έργου του Σαρτρ «Οι μύγες».
Καθένας τους γνώριζε ήδη το έργο του άλλου και το θαύμαζε. Ο Καμί είχε «ανακαλύψει» τον Σαρτρ το 1938 στο Αλγέρι, όταν διάβασε τη «Ναυτία», έργο που παρουσίασε με μιαν ενθουσιώδη βιβλιοκριτική στην εφημερίδα Alger républicain. Ο Σαρτρ είχε εντυπωσιαστεί διαβάζοντας το βιβλίο του νεαρού και άγνωστου ακόμη Καμί «Ο ξένος», που εκδόθηκε το 1942.
Το κοινό ενδιαφέρον τους για το παράλογο, που τότε βρισκόταν στο επίκεντρο των πνευματικών αναζητήσεών τους, καθώς και το κοινό συγγραφικό πάθος τους, που αγκάλιαζε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου (μυθιστόρημα, δοκίμιο, θεατρικό έργο), εξηγούν αυτό το αμοιβαίο ενδιαφέρον. Ετσι, όταν, το 1943, ο Καμί εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται στον εκδοτικό οίκο Gallimard, επιδιώκουν να συναντηθούν. Από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους γεννιέται μια κεραυνοβόλα φιλία. Ο Σαρτρ γοητεύεται από αυτόν τον νεαρό ζωηρό και συμπαθητικό άνδρα, τον οποίο, μετά τον θάνατό του, θα χαρακτηρίσει με συγκίνηση «αλητάκο από το Αλγέρι». Ο Καμί θαυμάζει την ευφυΐα και το εύρος των γνώσεων του Σαρτρ, ο οποίος ωστόσο μπορεί να εκδηλώνει τα φιλικά του αισθήματα και να διασκεδάζει μαζί του. Εκείνη την περίοδο συναντιούνται συχνά (η Σιμόν ντε Μποβουάρ θα πει αργότερα ότι σχεδόν ζήλευε τον Καμί).
Ο Σαρτρ, που ήταν ήδη γνωστός στη γαλλική πνευματική σκηνή, συνέβαλε σημαντικά στην αναγνώριση του Καμί από την παρισινή διανόηση. Αλλά και ο Καμί επηρέασε αποφασιστικά την πορεία του φίλου του, βοηθώντας τον να κάνει το βήμα της πολιτικής στράτευσης. Ο Σαρτρ μιλούσε αδιάκοπα, χωρίς να δρα. Ο Καμί, ο οποίος ήδη στην Αλγερία ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1935 ώς το 1937, μετείχε στην Αντίσταση. Στα τέλη του 1943 στο Παρίσι, ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας Combat, που ήταν όργανο του αντιστασιακού κινήματος. Αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ο Καμί ζητάει από τον Σαρτρ να γράψει για αυτήν την εφημερίδα μια σειρά κειμένων για την εξέγερση, προσφέροντας έτσι ένα ανέλπιστο αντιστασιακό πιστοποιητικό σε κάποιον που είχε περάσει τον πόλεμο διαβάζοντας και γράφοντας.
Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, οι πολιτικές απόψεις τους είναι πολύ συγγενικές. Ο Καμί διευθύνει την εφημερίδα Combat και ο Σαρτρ το περιοδικό Temps modernes, που ίδρυσε στα τέλη του 1945. Υπερασπίζονται και οι δυο τους τις αξίες της Αντίστασης, διεκδικούν μια ριζική ανανέωση της πολιτικής ζωής προς όφελος μιας αληθινής δημοκρατίας και καταγγέλλουν τον καπιταλισμό υποστηρίζοντας τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτήν όμως τη σύντομη φάση του γενικού οπτιμισμού τη διαδέχεται πολύ γρήγορα η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, κατά την οποία η συμπόρευση και η σύμπνοια των Σαρτρ και Καμί θα δοκιμαστούν σοβαρά. Τον Νοέμβριο του 1946, σε μια βραδινή συνάντηση στο σπίτι του Μπορίς Βιάν, ο Καμί θα κατηγορήσει τον φιλόσοφο Μορίς Μερλό-Ποντί επειδή, με κείμενά του που δημοσιεύτηκαν στο Les Temps modernes, υπερασπίστηκε τη βία του σοβιετικού καθεστώτος. Ανάμεσα στον Σαρτρ, ο οποίος υπερασπιζόταν την επανάσταση και την «προοδευτική βία» που είχε δικαιολογήσει ο Μερλό-Ποντί, και στον Καμί, ο οποίος καλούσε σε εξέγερση καταδικάζοντας την επαναστατική βία, η απόσταση μεγάλωνε και γινόταν βαθύ ρήγμα.
Παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους, θα συνεχίσουν να βλέπονται και στα επόμενα χρόνια, προσπαθώντας να διασώσουν τη φιλία τους. Το φθινόπωρο του 1951, με τη δημοσίευση του έργου του «Ο επαναστατημένος άνθρωπος», ο Καμί κηρύσσει τον πόλεμο στον σταλινισμό και στους διανοούμενους που τον υποστήριζαν. Καταγγέλλει δηλαδή και καταδικάζει θαρραλέα την πολιτική βία, ιδίως τις βιαιότητες που διαπράττουν οι επαναστάτες και οι τρομοκράτες, όλοι εκείνοι που δηλώνουν ότι θέλουν να κάνουν καλύτερο τον κόσμο. Λίγο αργότερα, ο Σαρτρ δηλώνει επίσημα την υποστήριξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι δυο παλιοί φίλοι εμφανίζονται έτσι ως εκφραστές δύο αντίπαλων πολιτικών τάσεων. Η ρήξη γίνεται επομένως αναπόφευκτη.
Αρχικά ο Σαρτρ, προσπαθώντας ακόμα να διασώσει ό,τι απέμεινε από τη φιλία του με τον Καμί, αρνείται να δημοσιεύσει στο περιοδικό του κάποια βιβλιοκριτική για τον «Επαναστατημένο άνθρωπο». Τον Μάιο του 1952, όμως, αναθέτει τελικά στον συνεργάτη του φιλόσοφο Φρανσίς Ζανσόν να γράψει μια κατεδαφιστική πολεμική για το βιβλίο και τον συγγραφέα του. Εκτός από την επιθετική βιαιότητα του κειμένου του Ζανσόν, αυτό που στενοχωρεί τον Καμί είναι και το ότι τα πυρά προέρχονται από έναν συνεργάτη του Σαρτρ, καθώς ο τελευταίος δεν καταδέχτηκε να αναμετρηθεί μαζί του.
Ο Καμί απαντάει με μια μεγάλη επιστολή, η οποία απευθύνεται ψυχρά «στον κύριο διευθυντή» του περιοδικού Les Temps modernes, υποχρεώνοντας έτσι τον Σαρτρ να πιάσει την πένα του. Η απάντηση του Σαρτρ, όπως και το κείμενο του Ζανσόν, είναι μια σκληρή πολιτική επίθεση τόσο στο βιβλίο όσο και στο πρόσωπο του συγγραφέα του. Ο Σαρτρ κατηγορεί τον Καμί ότι πρόδωσε τον δεσμό του με την ιστορία, εκείνη δηλαδή την επιταγή της στράτευσης του διανοουμένου, την οποία ο φίλος του τού είχε διδάξει κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”