Αποκλίνουμε… Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΙΤΣΗ

Εχει γίνει μανιέρα. Η κυβέρνηση προσποιείται ότι έχει πάντα ένα λόγο να πανηγυρίσει, ακόμα και για στοιχεία, εκτιμήσεις και συστάσεις που, σε έναν κανονικό άνθρωπο, θα επέβαλλαν σιωπή και περίσκεψη.

Η μελέτη του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία δεν ήταν εξαίρεση αυτού του κανόνα. Ο ΟΟΣΑ δείχνει ότι μια βασική αιτία του πληθωρισμού στη χώρα μας είναι τα υπερβολικά ποσοστά κέρδους με τα οποία έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν εμπόριο και βιομηχανία. Ο ανταγωνισμός των τιμών –γράφει– είναι χαμηλός, σε σημαντικούς τομείς κυριαρχούν ολιγοπώλια, εμποδίζεται η είσοδος νέων παικτών. Λέει, επίσης, ότι οι φόροι σε κεφάλαιο και κέρδη είναι από τους χαμηλότερους στον ΟΟΣΑ, ότι αυτοί πρέπει να αυξηθούν και να μειωθούν οι φόροι στα μεσαία εισοδήματα. Σημείωσε, ακόμη, ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μένουν πίσω, δεν κερδίζουν από την ανάκτηση των απωλειών του ΑΕΠ. Και ότι έχουμε πρωτιές στην ανεργία γυναικών, νέων και στους μακροχρόνια ανέργους, ενώ οι επενδύσεις παραμένουν πολύ χαμηλές.

Αυτές και άλλες διαπιστώσεις και συστάσεις σε μια κανονική χώρα θα ήταν αφορμές για αφύπνιση και ειλικρίνεια. Πολύ περισσότερο όταν το οικονομικό πρόβλημα είναι βαθύ και δεν έχει μόνο, ούτε κύρια, στενά οικονομικές ρίζες. Εξηγούμαι:

Η πορεία μιας κοινωνίας, και μαζί το μοντέλο της οικονομίας της, προσδιορίζεται από τους θεσμούς της. Κρίνεται –όπως καθ’ ημάς επισταμένως έχει αποδείξει ο Β. Ράπανος– από την ικανότητά της να δημιουργεί ισχυρούς, ασφαλείς και ευπροσάρμοστους στις μεταβαλλόμενες συνθήκες θεσμούς – αυτό, άλλωστε, είναι ένα κεντρικό στοιχείο που διακρίνει τον προοδευτικό από τον συντηρητικό. Μια ουσιαστική προϋπόθεση για να αλλάξει τροχιά η χώρα μας και η οικονομία της είναι η Ελλάδα να πάψει να είναι θλιβερό παράδειγμα της «τραγωδίας των θεσμών». Να βρει τη δύναμη να ανοικοδομήσει το πλαίσιο των θεσμών της, όχι μόνο τα νομοθετημένα όργανα της πολιτείας αλλά και γενικότερα τους τυπικούς και τους άτυπους «κανόνες του παιχνιδιού». Γιατί το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, όπως συχνά λέγεται, είναι πολιτικό.

Κάπου εδώ φωλιάζουν οι πιο μεγάλες ανησυχίες για την πορεία (και) της οικονομίας: Αντί να κάνουμε βήματα μπροστά, στην κατεύθυνση μιας προοδευτικής μεταρρύθμισης των θεσμών, σημειώνονται βήματα πίσω.

Ορισμένα είναι ελαφρούτσικα. Παράδειγμα, η φενάκη ότι η σταθερότητα που θα έδινε η ευρεία λαϊκή στήριξη σε μια κυβέρνηση μπορεί να υποκατασταθεί από την τεχνητή (και εφήμερη…) σταθερότητα που χαρίζει ένας καλπονοθευτικός νόμος – και η απόκλισή μας από τη γενικευμένη ευρωπαϊκή πρακτική των κυβερνήσεων συνεργασίας. Αλλα είναι ανατριχιαστικά. Οπως η θλιβερή παράλυση αστυνομικών – δικαστικών αρχών μπροστά στη μεγαλύτερη υπόθεση διαφθοράς στην ΕΛ.ΑΣ., η ανήκουστη «αμέλεια» των αρμοδίων στη διαχείριση ενός τεράστιου αποδεικτικού υλικού εις βάρος της αποκαλούμενης Greek Mafia. Αλλα, πάλι, είναι άκρως επικίνδυνα. Οπως η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι απαγορεύεται στην ΑΔΑΕ να κάνει τη δουλειά που το Σύνταγμα της ορίζει.

Η ουσία είναι αυτή που διατύπωσε ο Ευ. Βενιζέλος: «Αποκλίνουμε από το πρότυπο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας», είπε. Είναι μια δραματική προειδοποίηση. Γιατί αν πάμε έως τις εκλογές με διασπάθιση χρήματος σε προεκλογικές παροχές, είναι ένα (σοβαρό) θέμα. Αν, όμως, φθάσουμε σε αυτές με τραυματισμένους δημοκρατικούς θεσμούς που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τώρα, σε μια πάση θυσία απόπειρα να συγκαλυφθεί το σκάνδαλο των υποκλοπών, ε, αυτό είναι άλλο, διαφορετικό θέμα. Με πολύ διαφορετικές συνέπειες. Οτι θα «δαγκώσει» τους εμπνευστές του είναι το λιγότερο. Το σοβαρότερο θα αφορά την ελληνική δημοκρατία.

Αναδημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”