Αλλαγές; Δεν θέλουν, δεν ξέρουν, αλλά και δεν μπορούν! Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Βιώνουμε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μεγάλες και απότομες αλλαγές. Κάποιος θα υποστήριζε ότι αυτό συνέβαινε πάντα. Άλλος, ότι αυτές οι αλλαγές τώρα είναι ευρύτερες, μαζικότερες και συντελούνται πιο γρήγορα. Στη μέση τέτοιων αλλαγών, ένα κομμάτι του πληθυσμού αδυνατεί να βρει πρόσφορες εξηγήσεις και να προσαρμοστεί. Αδυνατεί να αφομοιώσει τις αλλαγές που έχουν εισβάλει με την 4η βιομηχανική επανάσταση και την ψηφιακή εποχή, να αντιληφθεί ότι η παραγωγή, τα βιομηχανικά και οικονομικά μοντέλα οδηγούνται σε νέες μορφές και αλλάζουν δομή. Αβεβαιότητες και διαχρονικές προκαταλήψεις το κρατούν αγκυλωμένο να μάχεται για τη διατήρηση κάθε «κεκτημένου».
Η παγκόσμια υγειονομική κρίση όξυνε αυτές τις αβεβαιότητες, διεύρυνε το περιβάλλον ανασφάλειας και ο αγώνας για τη διατήρηση βαλτωμένων σταθερών, φαντάζει μονόδρομος. Όταν όμως,
- έχουν αρχίσει συζητήσεις γεμάτες διλήμματα για θέματα βιοηθικής, βιοπολιτικής και καταστάσεων εξαίρεσης,
- σαν κοινωνίες κινούμαστε στις οριογραμμές των ποιοτικών χαρακτηριστικών δημοκρατίας και ελευθερίας που βιώνουμε,
- η αναδιατύπωση αυτών των αρχών σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς είναι το επόμενο βήμα,
είναι κοινωνικά και επιστημονικά μυωπικό να πιστεύεις ότι υπάρχει μια παγκόσμια συνομωσία για να παρακολουθείται ο καθηγητής λυκείου της Κάτω Ραχούλας. Δεν είναι πρωτοφανές ούτε μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ήδη από τον 19ο αιώνα οι Λουδίτες έσπαγαν τις μηχανές.
Στη χώρα μας, δειλά αλλά σταθερά δημιουργούνται συνθήκες ρεύματος, έτοιμου να αποδεχτεί κάθε συνομωσιολογική ή μεταφυσική εξήγηση. Με πολλά από τα χαρακτηριστικά του κινήματος των «αγανακτισμένων», διατάσσεται οριζόντια, κοινωνικά και κομματικά, γι’ αυτό δύσκολα αντιμετωπίσιμο και επικίνδυνο.
Μαζί με τον αναδυόμενο εθνικισμό και την έξαρση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, θα είναι ο νέος Δούρειος Ίππος του λαϊκισμού που πάνω του θα επενδύσουν κομματικοί φορείς για την ισχυροποίησή τους, κοινωνικά και θεσμικά. Η παρόμοια κατάσταση που επικρατεί σε κοινωνίες χωρών και της Ε.Ε., ενισχύει τις δυσοίωνες προοπτικές. Κοινωνίες που έζησαν μακρά περίοδο συνεχούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου και ανέδειξαν τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, στις πρώτες δυσκολίες, αδυνατούν να υποστηρίξουν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και εμφανίζονται πρόσφορες να ολισθήσουν σε λαϊκίστικες σειρήνες.
Όταν διάβαζα το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη «Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική», είχα την άποψη ότι η χώρα προλάβαινε το τρένο της εξέλιξης την τελευταία πάντα στιγμή, όχι από κάποια οργανωμένη προσπάθεια, αλλά από ευτυχείς συγκυρίες και συνδυασμό προσώπων και γεγονότων. Έγραφα σε ένα κείμενό μου στην αρχή της υγειονομικής κρίσης: «Έρχονται όμως κάποιες στιγμές, που η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της κατάστασης κρίσης από το οργανωμένο κράτος, καθώς και οι καινοτομίες που εισήγαγε στη λειτουργία του και την καθημερινότητά μας, επιφέρουν ευχάριστες ανατροπές στους όποιους ενδοιασμούς και επιβεβαιώνουν το «παραδόξως νεωτερική». Σημείωνα όμως ότι το σημαντικό είναι η διατήρηση της χώρας στην ίδια τροχιά, η πίεση για διεύρυνση της νεωτερικότητας και η αποδοχή της από όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες. Γιατί τα πολύ δύσκολα είναι μπροστά μας και θα δυσκολευτούμε πολύ να αποφύγουμε τα εμπόδια.
Αναπόφευκτα μετά την πανδημία, το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον θα είναι αβέβαιο και πολύ επιβαρυμένο. Η ολίσθηση της χώρας σε επιδοματικές λογικές του «δώσε κι εμένα μπάρμπα» και σε συνθήκες κράτους πατερούλη, θα ήταν άκρως καταστροφικές. Με πιθανή νέα χρεοκοπία, δύσκολα θα έβρισκε χείρες βοηθείας.
Παρακολουθώ την εσωτερική ειδησεογραφία. Μάταια προσπαθώ να εντοπίσω κάποια αναφορά, από οποιαδήποτε πλευρά του πολιτικού φάσματος, για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στις νέες συνθήκες, τη διαμόρφωση περιβάλλοντος επιχειρηματικότητας και εξασφάλισης θέσεων εργασίας, την ψηφιακή γεωργία, την ορθολογική ανάπτυξη σύγχρονου κοινωνικού κράτους.
Η κυβέρνηση, μετά τις πειστικές επιλογές σε μεγάλα θέματα (Έβρος, κρίση με Ερντογάν, υγειονομική κρίση), δείχνει να χάνει συχνά τον βηματισμό της. Η ατολμία την τελευταία στιγμή πριν τη λήψη προωθητικών αποφάσεων και οι αλαζονικές επιλογές και συμπεριφορές στελεχών της αναδεικνύουν τη δυσαρμονία μεταξύ της μεταρρυθμιστικής ομάδας και τη λαϊκή βάση της παράταξης. Τα παλιά ανακλαστικά με τις χρόνια εγκατεστημένες λογικές του λαϊκισμού, η αντιμετώπιση των ισχυρά δομημένων στον κοινωνικό ιστό ομάδων συμφερόντων και η γάγγραινα της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, θα δοκιμάσουν την εικόνα της.
Είναι και η επανάπαυση που δημιουργεί η απουσία πειστικής με σχέδιο και υπευθυνότητα, χωρίς λαϊκισμούς και αντιφάσεις, στοχευμένης αντιπολίτευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την έντονου ανορθολογισμού περίοδο, δείχνει αδυναμία απεμπλοκής από τις «ασθένειες» που του εξασφάλισαν την άνοδο στην εξουσία. Αρχειοθέτησε επιλογές που από τη δεκαετία του ‘90 κατέθετε ο Γρηγόρης Γιάνναρος «Όλες οι διεκδικήσεις δεν είναι προοδευτικές. Η άκριτη υιοθέτηση τους και η πλειοδοσία υποσχέσεων είναι χυδαίος λαϊκισμός. Οφείλουμε να κάνουμε μεγάλες επιλογές …».
Με «δικαιωματικές» διακηρύξεις και κορώνες «αλληλεγγύης» μοιάζει πάντα έτοιμος να ξανακυλήσει στον λαϊκισμό και την στήριξη άκριτα κάθε κοινωνικής και συντεχνιακής διεκδίκησης. Αυτό τον οδηγεί σε ένα πολυσυλλεκτικό μεν, χωρίς ιδεολογική κατεύθυνση και ταυτότητα δε κόμμα, και τη μετατροπή του σε προσωποπαγές «κόμμα Τσίπρα».
Το Κίνημα Αλλαγής, όπως γράφει σε άρθρο του στο έντυπο ΒΗΜΑ (25.10.2020) ο Γιώργος Σιακαντάρης, φαίνεται να ζει στο «κινηματικό – πατριωτικό» παρελθόν του και όχι στο φιλοευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό παρόν και μέλλον. Η ιδεολογική και κοινωνική υστέρηση της σοσιαλδημοκρατίας παγκοσμίως δεν βοηθά στη δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος.
Η κομματική κατεύθυνση, οι ανάγκες του μηχανισμού και οι ηλικιακές ομάδες στις οποίες απευθύνεται, καθιστούν δύσκολη την ανάληψη πρωτοβουλιών. Αντίθετα, θα πληθαίνουν οι κίνδυνοι ολίσθησης σε συναγωνισμούς ριζοσπαστικών επιλογών με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο τίτλος στο ίδιο άρθρο «θέλουν αλλά δεν ξέρουν (προφανώς για τον ΣΥΡΙΖΑ), ξέρουν αλλά δεν θέλουν ή αδιαφορούν (προφανώς για το ΚΙΝΑΛ), μάλλον ωραιοποιεί. Το «δεν θέλουν, δεν ξέρουν, αλλά και δεν μπορούν» θα κατέγραφε περισσότερο την πραγματικότητα. Εκ των ων ουκ άνευ η ανάγκη ύπαρξης ενός μεταρρυθμιστικού χώρου, δικλείδας για την υγεία του πολιτικού συστήματος, που θα προτείνει, θα πρωτοπορεί και θα ξεμπλοκάρει τις προωθητικές πρωτοβουλίες όταν αυτές τελματώνουν.
Δημοσίευση από “athensvoice.gr”