Ένα τελευταίο αντίο στον Άκη. Του ΤΑΚΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ
Στις 27 Αυγούστου, απεβίωσε ο Ακης Τσοχατζόπουλος, ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ για πάνω από τριάντα χρόνια. Eυθυτενής, επικοινωνιακός, ευπροσήγορος, πιστός στον Ανδρέα Παπανδρέου, αποτελούσε θα λέγαμε τον τύπο του «λαϊκού παιδιού» του ΠΑΣΟΚ.
Ο πολιτικός του λόγος χειμαρρώδης, συχνά με προβλήματα συγκρότησης, εξέφραζε με θολό τρόπο την «πατριωτική Αριστερά» του ΠΑΣΟΚ. Πίσω όμως από αυτήν τη ρητορική, υπήρχε αυτοσυγκράτηση και ρεαλισμός. Ο Ακης δεν ήταν ούτε «τουρκοφάγος» ούτε «μακεδονομάχος».
Με τα χρόνια, συγκροτήθηκε γύρω του σε ομόκεντρους κύκλους ένας εσμός στελεχών και μελών του ΠΑΣΟΚ με αναφορά σε αυτόν ως τον θεματοφύλακα της πολιτικής παρακαταθήκης του Ανδρέα. Πολλά από αυτά τα στελέχη, των οποίων η πολιτική και κοινωνική ύπαρξη εξαρτάτο από αυτόν, υπήρξαν μοιραία στις μετέπειτα καταστρεπτικές του επιλογές.
Οταν ήταν φανερό ότι πλησιάζει η ώρα της διαδοχής του Ανδρέα και συγκροτούνταν τα διάφορα μέτωπα, ο Ακης, φυσικά, προέβαλε ως ισχυρός υποψήφιος διάδοχος.
Η ώρα μηδέν έφτασε στο 4ο Συνέδριο 1996, όπου διεκδίκησε την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, την οποία έχασε με μικρή διαφορά ψήφων. Είχε προηγηθεί η ήττα του στην Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ, όταν ο Ανδρέας παραιτήθηκε από πρωθυπουργός για λόγους υγείας. Καταλυτικό ρόλο στην ήττα του έπαιξε η παρακαταθήκη του Γεννηματά, «όταν έρθει η ώρα της διαδοχής, πάμε με Σημίτη».
Αυτήν την ήττα, ψυχολογικά, ποτέ δεν αποδέχτηκε ούτε ξεπέρασε. Αν αυτή ήταν η αιτία που «έσπασε» και ξεκίνησε το πάρτι στο υπουργείο Αμυνας, δεν θα το μάθουμε ποτέ και λίγο ενδιαφέρει. Το βέβαιο είναι ότι ατίμασε τον εαυτό του και προξένησε μεγάλη ζημιά όχι μόνο στην παράταξη που υπηρέτησε και προσέφερε, αλλά και στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος συνολικά. Συνήθως λέμε ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Στην περίπτωσή του «τα στερνά ευτέλισαν τα πρώτα».
Ο Σημίτης, ως διάδοχος του Ανδρέα, θεωρούσε σε βαθμό ιδεοληψίας κορυφαίο καθήκον του να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ ενωμένο. Δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε ως σκέψη την πιθανότητα διάσπασης επί των ημερών του. Γι’ αυτό τον λόγο τού φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο και ανέχθηκε πολλά, εις βάρος, τελικά, της υστεροφημίας του. Ο Ακης δεν το εκτίμησε.
Η εικόνα του με χειροπέδες, τον Απρίλιο του 2012, έβαλε την ταφόπλακα στο ΠΑΣΟΚ.
Με τον θάνατό του, ξέσπασαν στα social media διαμαρτυρίες για τον «αδικημένο Ακη» και για το πόσο άσχημα του φέρθηκε το σημερινό ΠΑΣΟΚ με την ανακοίνωσή του.
Αν αυτές οι αντιδράσεις είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης, ίσως μπορούν να γίνουν κατανοητές. Πολλές από αυτές είναι φανερό ότι σκοπό έχουν να κάνουν «πολιτικό τζόγο». Είναι κωμικό να ακούς από πρόσωπα εκ δεξιών και αριστερών του ΠΑΣΟΚ, που ουδεμία σχέση είχαν με αυτό και πολύ περισσότερο με τον Ακη, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την «ασέβεια του ΠΑΣΟΚ απέναντί του».
Το φαιδρό, όμως, είναι ότι κάποιες δημοσιογραφικές πένες υποστηρίζουν ότι ο Ακης έκανε απλώς λάθη και «πλήρωσε τις αμαρτίες του κόμματός του και του πολιτικού συστήματος». Τα ποινικά αδικήματα είναι αυτοτελή και ατομικά, δεν συμψηφίζονται με αυτά άλλων προσώπων. Γράφτηκε και άλλο φαιδρό επιχείρημα, ότι «είχε τη γενναιότητα να μην πάρει άλλους μαζί του, αφού μπορούσε να μιλήσει και για το ΠΑΣΟΚ και για τον επιχειρηματικό κόσμο». Ομως, την ίδια στιγμή, διετείνετο ότι η δίωξή του είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας του Σημίτη και του Γ. Παπανδρεου, χωρίς να προσφέρει τις παραμικρές αποδείξεις.
Ο Ακης ήταν κορυφαίο πολιτικό ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ αλλά και του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Ως τέτοιο θα κριθεί από την Ιστορία. Είτε μας αρέσει είτε όχι. Εκείνη θα αξιολογήσει τη μεγάλη εικόνα με τα αυστηρά της κριτήρια και όχι με φτηνούς υστερόβουλους δικολαβισμούς.
Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν συγγενείς του και λίγοι πολιτικοί του φίλοι, συναισθανόμενοι το ηθικό τους καθήκον. Δεν ήταν κανείς από αυτούς που έγιναν πολιτικοί μεγαλο-νοματαίοι, ελέω εκείνου. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται σήμερα σε περίοπτες θέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι ιδιωτεύουν, άλλοι (λίγοι) βρίσκονται στο ΠΑΣΟΚ. Ολοι τους κρύφτηκαν σαν τους τυφλοπόντικες.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”