Ένα κάποιο βλέμμα στις εκλογές της Κυριακής. Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑ

Το γεγονός που καθιστά εντυπωσιακό το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής είναι βέβαια η κατακρήμνιση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και η πρωτοφανής για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απώλεια του ενός τρίτου των δυνάμεών του. Στον χαρακτηρισμό του αποτελέσματος ως εντυπωσιακού συνεισφέρουν ακόμα η αύξηση, κατά τι, του ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας και η διαφορά των είκοσι και πλέον μονάδων από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια η άνοδος των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και το διψήφιο ποσοστό του.

Τα αποτελέσματα δημιούργησαν και αποτυπώνουν ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό τοπίο, με νέους συσχετισμούς στο εσωτερικό του και με ευδιάκριτες τάσεις και ροπές.

Ο απόλυτος νικητής των εκλογών είναι φυσικά η Νέα Δημοκρατία. Όχι όμως ως κόμμα της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς, αλλά ως φορέας ενός νέου αστικού πολιτικού και ιδεολογικού λόγου, όπως τον εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ομάδα γύρω από αυτόν. Από την πρώτη στιγμή κιόλας της ανάληψης των κυβερνητικών του καθηκόντων, ο Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα των πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών του προθέσεων που ήταν σε ρήξη με την ελληνικής κοπής δεξιά παραδοσιοκρατία και προσέβλεπαν σε μια φιλελεύθερη, σε όλα τα επίπεδα, ανοικτή κοινωνία, πάντα βέβαια με αστικό ταξικό πρόσημο. Στην πορεία οι εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις, ατόνησαν λόγω και των διαφόρων κρίσεων που ενέσκηψαν, με κορυφαία την πανδημία,αλλά και κυβερνητικής /διαχειριστικής ανικανότητας, ενώ εκδηλώθηκαν και φαινόμενα θεσμικής εκτροπής, όπως οι υποκλοπές, ή αναδείχθηκαν ακόμα, με τραγικό τρόπο, οι εγχώριες διαχρονικές παθογένειες, όπως στην τραγωδία των Τεμπών. Παρά τους τριγμούς αυτούς, όμως, ο Μητσοτάκης , ελλείψει και σοβαρής εναλλακτικής λύσης, κατόρθωσε να εμπεδώσει την αίσθηση μιας κανονικότητας και μιας εθνικής και κοινωνικής ασφάλειας και να ανασυγκροτήσει και να επιβάλει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του αστικού μπλοκ εξουσίας, όπως έδειξε και το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαια ο μεγάλος χαμένος των εκλογών. Αυτό συνέβη γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να ερμηνεύσει και να αναλύσει την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Αντί να εφαρμόσει τη λενινιστική αρχή της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» κατασκεύασε και εγχάραξε στα στελέχη και στους στενούς οπαδούς του μια φανταστική δυστοπική ελληνική κοινωνία, που προσομοίαζε με κάποιο κατεστραμμένο οικονομικά και δικτατορικά κυβερνώμενο κράτος του τρίτου κόσμου. Προφανώς ο πολίτης και ψηφοφόρος που ζει σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία, με τα πολλά προβλήματά της βέβαια, και όχι στην κατά ΣΥΡΙΖΑ ψευδή αναπαράστασή της, διαπίστωνε αυτή την αντίφαση και έδειξε τη διαφωνία του στην κάλπη. Παράγωγο αυτής της αντίληψης ήταν η τοξική εχθροπάθεια και η χυδαιότητα των ύβρεων κατά των πολιτικών αντιπάλων που θεωρούνταν εχθροί, η προσωπική στοχοποίηση του Μητσοτάκη και της οικογενείας του και η αναγόρευση της κυβέρνησης σε ακροδεξιά . Την αρνητική αυτή περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενίσχυε η δημαγωγική παροχολογία, η χαοτική πολυφωνία, η απουσία μιας ξεκάθαρης πολιτικής πρότασης μετά την αποτυχία της κατασκευής της κυβέρνησης προοδευτικής συνεργασίας και φυσικά ο αναμηρυκασμός των αντιδεξιών συνθημάτων της δεκαετίας του ’80. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο έως αδύνατο να αλλάξει διότι όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του έχουν διαχυθεί σε όλο το σώμα του κόμματος και αναπαράγονται με κάθε ευκαιρία και κάθε μέσο, όπως φαίνεται και στο διαδίκτυο. Αν και κρατά ακόμα κάποια λαϊκά στρώματα, έχει μπει ήδη σε μια διαδικασία αποδρομής.

Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ είναι φυσικά από τους κερδισμένους των εκλογών. Όχι μόνο γιατί αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του, αλλά γιατί εδραιώνεται στο πολιτικό σκηνικό και, σε συνδυασμό με την εκλογική και πολιτική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει να ανοίγεται μια νέα προοπτική γι’ αυτό. Εκ των πραγμάτων τίθεται πλέον ζήτημα ηγεμονίας στον χώρο της κεντροαριστεράς και το ΠΑΣΟΚ οφείλει και μπορεί να τη διεκδικήσει. Μοιραία θα συγκρουστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό πρέπει να προετοιμαστεί πολιτικά και θεωρητικά. Πρέπει να προσπαθήσει αφενός να επανασυνδεθεί με τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί παραδοσιακά η σοσιαλδημοκρατία, και αφετέρου να συλλάβει και να εκφράσει τα νέα μεταϋλιστικά αιτήματα που θέτει η μετανεωτερική σημερινή εποχή. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας, στην οποία απαρέγκλιτα την πρωτοκαθεδρία θα έχει η ανασυγκρότηση του κράτους προνοίας, δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται πολιτική και θεωρητική εργασία. Χρειάζεται η μελέτη των αιτιών της κρίσης της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και ο επανακαθορισμός του ρόλου του κράτους και των φορέων του, οι οποίοι πρέπει να αναβαθμιστούν αλλά και να μεταρρυθμιστούν ριζικά. Ως αντιπολίτευση δε στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να αντιτάσσει έναν σοβαρό και τεκμηριωμένο λόγο όταν χρειάζεται. Προφανώς πρέπει να αναφέρεται στις ιστορικές του ρίζες και στα επιτεύγματά του στην πολυετή διαδρομή του, αλλά δεν πρέπει να υποκύψει στην ευκολία του απλοϊκού καταγγελτικού λόγου και στον αναμηρυκασμό της αντιδεξιάς ρητορικής του προηγούμενου αιώνα. Το έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ και πλήρωσε τα επίχειρα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής δίνει στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ την ευκαιρία να διεκδικήσει ξανά τη θέση του βασικού φορέα του πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Στο χέρι του, στον ηγέτη και στα μέλη του εναπόκειται εάν θα τα καταφέρει η όχι.

Η κατά δύο μονάδες άνοδος του ποσοστού του ΚΚΕ και η άνετη είσοδος στη Βουλή του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου συμπληρώνουν την εικόνα του εκλογικού αποτελέσματος της Κυριακής.

Το ΚΚΕ, παρά τη ρητορική του, είναι πλέον ένα δομικό συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος, έχει αποκτήσει έναν τοτεμικό χαρακτήρα, δεν του ασκείται καμιά κριτική και οι αυξομειώσεις των ποσοστών του δεν επιδρούν στην πορεία των πραγμάτων, αν και μερικές φορές οι θέσεις του και η στάση του εκπλήσσουν ευχάριστα.

Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου περισσότερο από κόμμα είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Πέρα από τις ολοφάνερα ακραία συντηρητικές, εθνικιστικές και φιλορωσικές πολιτικές του θέσεις, για τις οποίες προφανώς και ψηφίστηκε από αρκετούς, ακολουθείται από έναν κόσμο που εμφορείται από ένα συνονθύλευμα συνωμοσιολογικών αντιλήψεων, θρησκοληπτικών δοξασιών, αντιεπιστημονικών θεωριών και εν γένει ανορθολογικών θεωρήσεων και πρακτικών. Στο ίδιο αυτό πεδίο η Ελληνική Λύση, στη Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, μάλλον θα έχει ανταγωνιστή αφού από τα αξιοσημείωτα των αποτελεσμάτων της Κυριακής είναι η εμφάνιση και η καταγραφή ενός κομματικού μορφώματος με το όνομα «ΝΙΚΗ». Το κόμμα αυτό, το οποίο μέχρι πρόσφατα δεν ανιχνεύονταν από καμιά δημοσκόπηση, έλαβε το ποσοστό του 2,9% των ψηφισάντων και πρεσβεύει και αυτό ακραία συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές θέσεις, εξωφρενικά ανορθολογικές, με προεξάρχουσες τις θρησκοληπτικές. Είναι μάλλον προϊόν των δικτυώσεων μεταξύ διαφόρων μοναστηριών και παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα. Πρόκειται για μια «άλλη Ελλάδα» ακόμα, που υπάρχει και αναπαράγεται στις παρυφές του σύγχρονου κόσμου και δεν είναι ορατή στις διανοούμενες και πολιτικές ελίτ.

Οι βασικές τάσεις και ροπές του πολιτικού τοπίου που προέκυψε από τις εκλογές της 21ης Μαΐου προσφέρονται προφανώς για αναγνώσεις και ερμηνείες. Η ορθότητα ή μη των αναγνώσεων και των ερμηνειών αυτών θα αποδειχθεί από τα πολιτικά αποτελέσματα που θα υπάρξουν.

Αναδημοσίευση από “athensvoice.gr”