Άπραγοι μπροστά στην κλιματική κρίση; Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Η οικειοποίηση της επιστήμης και των επιστημόνων, ιδίως εκείνων που υπηρετούν τις θετικές επιστήμες, από τους πολιτικούς είναι ένα συχνό φαινόμενο. Για παράδειγμα, η δήλωση του κ. Λέκκα ότι έπεσαν στον Κηφισό 30εκ. τόνοι βροχής, μπορεί να ερμηνευθεί, πολιτικά, με δύο τρόπους: Ο ένας, ο φιλοκυβερνητικός, δικαιολογεί την όποια ολιγωρία και αναποτελεσματική αντιμετώπιση της πλημμύρας, επειδή το φαινόμενο ήταν ακραίο.
Επίκληση της αιτιολογίας αυτής είχε γίνει και παλαιότερα, από την προηγούμενη κυβέρνηση, στο Μάτι και την Μάνδρα και, προφανώς, θα συνεχίσει να γίνεται.
Εκείνος που υιοθετεί τον άλλο τρόπο, τον κριτικό προς την κυβέρνηση, θα την εγκαλέσει γιατί δεν πήρε ακόμη περισσότερα μέτρα, γιατί δεν αντέδρασε έγκαιρα, κοκ. Πάντα υπάρχει κάτι άλλο, κάτι περισσότερο που θα μπορούσε να γίνει.
Και οι δύο τρόποι ερμηνείας είναι ελλειμματικοί. Ούτε μια αέναη αιτιοκρατία ούτε μια κριτική που στηρίζεται στην ιδεαλιστική αναζήτηση ενός αενάως μετακινούμενου desideratum, βοηθούν στο να έχουμε μια αποτελεσματική πολιτική προστασία.
Υπάρχει, όμως, και μια συστημική κατανόηση του προβλήματος η οποία βοηθάει περισσότερο στο να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Σ’ αυτήν, τόσο τα πραγματικά δεδομένα όσο και η ερμηνεία τους αλληλεξαρτώνται. Η διάδρασή τους συγκροτεί το νόημα ενός συστήματος. Για παράδειγμα, στην ελληνική περίπτωση, τα πραγματικά δεδομένα (μπαζωμένα ρέματα, κακοτεχνίες στα έργα, αυθαίρετα κλπ) που οφείλονται σ’ ένα πελατειακό σύστημα διοίκησης και διακυβέρνησης, υποδείχνουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν προκειμένου να αποκτήσει η χώρα ένα αξιόπιστο σύστημα διαχείρισης κινδύνων και αντιμετώπισης των καταστροφών.
Χρειαζόμαστε μια τέτοια βάση σκέψης προκειμένου να έχουμε μια ρεαλιστική βάση για το που και πως μπορούμε να πάμε από εδώ που είμαστε.
Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων δεν σημαίνει μια απαρίθμηση ενεργειών με κανονιστικό χαρακτήρα. Μεταρρυθμίσεις με το «πρέπει» δεν γίνονται. Ούτε επιβάλλονται με το ζόρι. Ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να εξαντλείται σε ονειροφαντασίες που θέλουν την ελλειμματική ελληνική πολιτική προστασία να γίνεται ελβετική μέσα σε λίγους μήνες.
Χρειάζεται ένα πρόγραμμα άμεσων δράσεων που θα αντικαταστήσει το σημερινό συγκεντρωτικό, αντι-οικονομικό και ατελέσφορο σύστημα σε μια αποκεντρωμένη και διαχειριστικά επαρκή περιφερειακή και τοπική πολιτική προστασία.
Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να ξέρουμε γιατί δεν εφαρμόζονται τα σχέδια που διαθέτουμε. Πρέπει να ξέρουμε τι απ’ όλα όσα είχαμε σχεδιάσει απέδωσε και τι δεν απέδωσε.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα της πλημμύρας χρειάζονται απαντήσεις στο γιατί δεν απέδωσε το σχέδιο «Δάρδανος». Το σχέδιο αυτό αποσκοπεί τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών από την εκδήλωση των πλημμυρικών φαινομένων.
Είναι το ίδιο Σχέδιο για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων που είχε τεθεί σε εφαρμογή και το 2020 στις πλημμύρες της Καρδίτσας και του θεσσαλικού κάμπου. Μάλιστα, τότε, το Σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή μετά την πλημμύρα. Για την ακρίβεια, ανακοινώθηκε η εφαρμογή του αλλά δεν έγινε τίποτα απ’ όσα αυτό προβλέπει.
Αλλά και στο επίπεδο της πρόληψης, οι πρόνοιες του «Δάρδανος» δεν υλοποιήθηκαν. Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες περιορίστηκαν σε κάποια κορμοδέματα μη υπάρχοντος κάποιου σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση των πλημμυρών από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις, τις Περιφέρειες και τους Δήμους, Εξ άλλου, τα τοπικά σχέδια έπρεπε να ήταν έτοιμα από τον Ιανουάριο 2020. Όπου υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις περιορίστηκαν στους αυτοσχεδιασμούς που ορισμένοι αιρετοί έκαναν.
Σπεύδω να αποσαφηνίσω ότι μια αποτελεσματική δημόσια πολιτική δεν εξαντλείται στις αποφάσεις κορυφής. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα διοικητικά ελλείμματα, τους περιορισμένους πόρους, την ασθενική κοινωνία πολιτών και το εγγενές πρόβλημα διαφάνειας και ελέγχου.
Εάν αυτά δεν οριστούν, δεν ποσοτικοποιηθούν και δεν αντιμετωπιστούν, τότε οι έχοντες την ευθύνη της σχετικής πολιτικής θα περιορίζονται είτε στο να επικαλούνται τα στοιχεία της φύσεως είτε να μετρούν τις αποτυχίες τους σε σχέση με τις περισσότερες αποτυχίες του προηγούμενου.
Εάν δεν προχωρήσουμε σε μια γενναία αυτοκριτική για τα διαχρονικά λάθη και τις παραλείψεις που θα συνοδεύεται από μια σύγχρονη πολιτική αντιμετώπισης των καταστροφών, τότε είναι βέβαιο, ότι θα συνεχίσουμε να καιγόμαστε και να πνιγόμαστε μέχρι τελικής πτώσεως.